1298
Ο Κόπολα με τον Ανταμ Ντράιβερ, πρωταγωνιστή στην ταινία «Megalopolis» | REUTERS/Clodagh Kilcoyne

Τι είπαν οι κριτικοί για τη «Megalopolis» του Κόπολα

Ο Κόπολα με τον Ανταμ Ντράιβερ, πρωταγωνιστή στην ταινία «Megalopolis»
|REUTERS/Clodagh Kilcoyne

Τι είπαν οι κριτικοί για τη «Megalopolis» του Κόπολα

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ταινία που στοίχισε στον Φράνσις Φορντ Κόπολα 40 χρόνια από τη ζωή του και 120 εκατ. δολάρια (από την προσωπική του περιουσία) είναι το μεγάλο γεγονός του φετινού, 77ου Φεστιβάλ Καννών. Η πολυαναμενόμενη επίσημη πρεμιέρα της «Megalopolis» την Πέμπτη 16 Μαΐου προκάλεσε, όπως ήταν επίσης αναμενόμενο, απολύτως αντιφατικά σχόλια από τους κινηματογραφικούς κριτικούς – από απορία και θαυμασμό μέχρι χαρακτηρισμούς όπως «άνιση», «χαοτικό σύνολο», «βδέλυγμα» και «αηδία».

Καταρχάς είναι μια μεγάλη ταινία, όχι μόνον ως σύλληψη, που και αυτής την αξία αμφισβητούν κάποιοι, αλλά και σε διάρκεια – δύο ώρες και 18 λεπτά. Ο Ρόμπι Κόλιν παρατηρεί στην Telegraph ότι το τελικό αποτέλεσμα των προσπαθειών του Κόπολα μοιάζει με κάτι που «το έχουν τεντώσει, στύψει και ζυμώσει» μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο, δηλαδή «τόσο ώστε είναι αδύνατο να ισιώσει ξανά το πράγμα, και επίσης είναι σε μεγάλο βαθμό εκτός θέματος».

Σύμφωνα, δε, με την κριτική του Κέβιν Μάερ στους Times, πρόκειται για «138 άχρηστα λεπτά κακοσχεδιασμένων θεμάτων, μισοτελειωμένων σκηνών, ενοχλητικά κακόηχων ερμηνειών, ασυνάρτητων διαλόγων, κακάσχημου φιλμ, όλα φαινομενικά σε αναζήτηση ενός στόρι που δεν υπάρχει».

Τι είδαν, λοιπόν, οι θεατές στις Κάννες; Στη «φανταστική ιστορία» του (A Fable), όπως χαρακτηρίζει τη «Megalopolis» ο Κόπολα, ο οποίος εκτός από τη σκηνοθεσία είναι υπεύθυνος και για τις αναρίθμητες αλλαγές του σεναρίου, μεταφέρει την αρχαία Ρώμη στη σύγχρονη Νέα Υόρκη, κάτι που δεν λέγεται ξεκάθαρα, πλην όμως εύκολα το υποθέτει κανείς βλέποντας τους ουρανοξύστες και το Αγαλμα της Ελευθερίας.

Με τη συνωμοσία του Κατιλίνα κατά νου και με συνεχείς αναφορές σε εξουσία, τρομοκρατία, παρόν και μέλλον, οικογενειακές και παραδοσιακές αξίες, ο 84χρονος αμερικανός σκηνοθέτης παρουσιάζει μια αυτοκρατορία που καταρρέει (ο ίδιος, άλλωστε, γνωρίζει καλά τι σημαίνει αυτό, αφού βρέθηκε πολλές φορές στην κορυφή και από εκεί πάλι στα Τάρταρα) από την απληστία και την ανηθικότητα. Το ερώτημα που θέτει είναι πώς θα μπορούσε να γλιτώσει από την κατάρρευση το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, που δεν διαφέρει από εκείνο της αρχαίας Ρώμης, όπως ακούγεται να λέει ο αφηγητής.

Το στόρι περιστρέφεται γύρω από έναν αγώνα για εξουσία και επιρροή μεταξύ των ελίτ της Νέας Ρώμης, μιας παράλληλης εκδοχής της σύγχρονης Νέας Υόρκης. «Φανταστείτε τη σειρά “Succession” (2018) διασταυρωμένη με το “Μπάτμαν για Πάντα” (1995) διασταυρωμένο με ένα φωτιστικό lava lamp» γράφει ο Ρόμπι Κόλιν στην Telegraph.

Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα στις Κάννες ανάμεσα στις Νάταλι Εμάνουελ και Ομπρεϊ Πλάζα, που παίζουν στο «Megalopolis» (Reuters/Sarah Meyssonnier)

Πρώτος και καλύτερος ο Σίζαρ (Καίσαρ) Κατιλίνα (Ανταμ Ντράιβερ), ένας ιδιοφυής αλλά αλαζονικός αρχιτέκτονας που του αρέσει να συζητά τα πλεονεκτήματα του πολεοδομικού σχεδιασμού και της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Γκρεμίζει κτίρια της Νέας Υόρκης για να φτιάξει στη θέση της μια νέα φουτουριστική πόλη. Είναι πρόεδρος της Design Authority (Αρχή Σχεδιασμού) της Νέας Ρώμης, όπου οι ντόπιοι διαβάζουν το περιοδικό Tempus (αντί για το Time) και οι γυναίκες αναγκάζονται να φορούν διάφανες εσθήτες (ενώ οι άνδρες εξακολουθούν να φορούν κοστούμια), κατά τα άλλα όμως δεν παύει να είναι η Νέα Υόρκη με ένα πλαδαρό makeover.

Ο Κατιλίνα σχεδιάζει τις τεράστιες μεταρρυθμίσεις του σε ένα γραφείο στο Chrysler Building και γίνεται στόχος του βαθύπλουτου Χάμιλτον Κράσους (Τζον Βόιτ), ο οποίος είναι επικεφαλής μιας δυναστείας τραπεζιτών που ελέγχει τα πορτοφόλια της πόλης. Εχθρός του είναι και ο μνησίκακος Φράνκλιν Τσίτσερο (Τζανκάρλο Εσπόζιτο), ο παλιός, όλο και πιο αντιδημοφιλής δήμαρχος της πόλης.

Ο Κατιλίνα, ο Κράσους και ο Τσίτσερο είναι οι μεταλλαγμένες εκδοχές των ρωμαίων συνονόματών τους (Κατιλίνας, Κράσσος και Κικέρων), με το σενάριο του Κόπολα να κάνει αμέτρητους παραλληλισμούς ανάμεσα στην τελική μοίρα της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της παρούσας στιγμής των ΗΠΑ στο σταυροδρόμι της Ιστορίας. Μόνο που «η ελληνορωμαϊκή προειδοποίηση του Φράνσις Φορντ Κόπολα για τη σύγχρονη διαφθορά των αξιών εξάπτει το ενδιαφέρον» γράφει ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος στη LiFO, «αλλά συντρίβεται από το ντελιριακό και ειλικρινές άγχος του να χωρέσει τα πάντα».

Μαθαίνουμε ακόμη ότι ο Κατιλίνα μπορεί, σωματικά, να σταματάει τη ροή του χρόνου. Επίσης, έχει εφεύρει ένα ευέλικτο νέο οικοδομικό υλικό, λαμπερό και κίτρινο, το οποίο μπορεί να εμποτίζεται (ή όχι) με την ψυχή της νεκρής γυναίκας του και υπόσχεται να φέρει την επανάσταση σε κάτι που δεν εξηγείται ποτέ πλήρως. Αλλά δεν φαίνεται να έχει και τόση σημασία.

Υπάρχει, εξάλλου, και ο Σάια ΛαΜπεφ, που υποδύεται τον εντελώς ανεξέλεγκτο Κλόντιο Πούλτσερ, έναν άχρηστο γόνο οικογένειας τραπεζιτών (αναφορά στον Πόπλιο Κλόδιο Πούλχερ, λαϊκιστή ρωμαίο πολιτικό που δικάστηκε για ιεροσυλία) και είναι σαν να παίζει σε δική του ταινία, ως γκρούπι των χεβιμεταλάδων Judas Priest. Το ποιον του πρόκειται να ψάξει ο εταιρικός ερευνητής Νους «the Fixer» Μπέρμαν (Ντάστιν Χόφμαν), ο οποίος όμως εξαφανίζεται από την ταινία χωρίς καμία εξήγηση. Σε μία, δε, από τις πιο ξεκαρδιστικές σκηνές, ο Κράσους (Βόιτ), παππούς του Κλόντιο (ΛαΜπεφ), ντυμένος Ρομπέν των Δασών, ρίχνει ένα χρυσό βέλος στον πισινό του).

Εμφανίζονται ακόμη ο Λόρενς Φίσμπερν, που υποδύεται τον σοφό μαύρο μπάτλερ του Κατιλίνα, και η Ομπρεϊ Πλάζα –μία από τις μόλις δύο γυναίκες ηθοποιούς στο καστ της «Megalopolis»– στον άχρηστο ρόλο-καρικατούρα της τηλεοπτικής περσόνας Ουάου Πλάτινουμ. Η Πλάτινουμ (Πλάζα) εμφανίζεται επίσης σε μια στιγμιαία σκηνή σεξ με τον Κλόντιο (ΛαΜπεφ), αλλά και σε μια τρελή συνεύρεση με τον Τσίτσερο (Εσπόζιτο).

Η άλλη γυναίκα ηθοποιός είναι η Νάταλι Εμάνουελ, «στα πιο τρελά της», που παίζει την ιδεαλίστρια Τζούλια Τσίτσερο, κόρη του δημάρχου και μούσα του αρχιτέκτονα, που υποκύπτει σε ένα από τα πιο ανατριχιαστικά φιλιά στην ιστορία του κινηματογράφου, σημειώνει ο Κέβιν Μάερ στους Times, υπογραμμίζοντας ότι η «Megalopolis» δεν είναι μια σπουδαία ταινία για γυναίκες. Αλλά ούτε και για άνδρες, προσθέτει, για ανθρώπινα όντα γενικότερα.

Οι περισσότεροι κριτικοί μιλούν για τo χαοτικό σενάριο μιας δυστοπικής ταινίας, την οποία η Ελίς Σέιφερ του Variety χαρακτήρισε «αμφιλεγόμενο magnum opus» του εμβληματικού σκηνοθέτη, ο οποίος ωστόσο εμπνέει «πάντα τεράστιο σεβασμό» και το κοινό «τον υποδέχτηκε με ένα τετράλεπτο χειροκρότημα κατά την είσοδό του στην αίθουσα» το βράδυ της Πέμπτης, ενώ ατέλειωτο ήταν το χειροκρότημα και μετά το τέλος της προβολής (δείτε το βίντεο).

Ο Πίτερ Μπράντσοου γράφει στον Guardian ότι κατά τη γνώμη του το «Megalopolis» «είναι ένα παθιασμένο project χωρίς πάθος: ένα παραφουσκωμένο, βαρετό και απίστευτα ρηχό έργο, γεμάτο γυμνασιακού τύπου αλήθειες για το μέλλον της ανθρωπότητας». Ο βρετανός κριτικός παραδέχεται, όμως, καταρχάς ότι «όλοι όσοι αγαπούν το σινεμά οφείλουν πολλά στον Φράνσις Φορντ Κόπολα» και τονίζει ότι «σίγουρα μια αποτυχία του Κόπολα είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τις λειτουργικές επιτυχίες μικρότερων σκηνοθετών –μεσαίων βαρών– που στοχεύουν χαμηλά και χτυπούν σχεδόν κάτω από τον στόχο».

Ο Ντέιβιντ Ρούνεϊ του Hollywood Reporter αναρωτιέται: «Είναι, λοιπόν, ένα έργο-ύβρις, μια τεράστια ανοησία ή ένα τολμηρό πείραμα, μια ευφάνταστη προσπάθεια να αποτυπωθεί η χαοτική σύγχρονη πραγματικότητα, πολιτική και κοινωνική, μέσω ενός αφηγηματικού είδους μεγάλης έκτασης με ξεκάθαρη πλοκή, κάτι που σπάνια επιχειρείται πια; Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για όλα αυτά μαζί».

Ο αμερικανός κριτικός προσθέτει ότι το «Meglopolis» είναι ένα έργο «πομπώδες και παραφορτωμένο, συχνά μπερδεμένο και πολύ φλύαρο, παραθέτοντας στίχους από τον “Αμλετ” και την “Τρικυμία”, του Μάρκου Αυρήλιου και του Πετράρχη, “μηρυκάζοντας” τον χρόνο, τη συνείδηση και τη δύναμη, σε βαθμό που γίνεται βαρετό. Αλλά συχνά είναι επίσης διασκεδαστικό, παιχνιδιάρικο, εκθαμβωτικό και φωτίζεται από μια συγκινητική ελπίδα για την ανθρωπότητα. “Μην αφήσετε το τώρα να καταστρέψει το για πάντα” λέει ο Σίζαρ».

Μετά από όλα αυτά, και περιμένοντας ανυπόμονα να δούμε το τελευταίο φιλόδοξο έργο του Κόπολα, θα κρατήσουμε τη σκέψη του Γιάννη Ζουμπουλάκη. «Θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο, ως και κάπως άδικο, να προσπαθήσει κανείς να ασκήσει κριτική στη “Megalopolis” λίγο μετά την πρώτη θέασή της» γράφει στο Βήμα. «Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι βλέποντάς την βυθίζεσαι σε ένα χαοτικό σύνολο και στιγμές που ανατριχιάζεις από τη μεγαλοπρέπεια του θεάματος. Πάνω από όλα είναι μια ταινία που πρέπει να “καθίσει” μέσα σου πριν εκφράσεις ξεκάθαρη γνώμη για αυτήν. Και αυτό απαιτεί χρόνο».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...