Στο «Tár», τη νέα ταινία του αμερικανού σκηνοθέτη Τοντ Φιλντ, η Κέιτ Μπλάνσετ υποδύεται την κορυφαία μαέστρο Λίντια Ταρ, που διευθύνει τη διάσημη Φιλαρμονική του Βερολίνου. Σύμφωνα με το σενάριο, η καριέρα και η οικογενειακή ζωή της Ταρ καταρρέουν καθώς αυξάνονται οι ισχυρισμοί για την κακοποιητική συμπεριφορά της και την αυτοκτονία μιας φοιτήτριας, την οποία (συμπεραίνουμε) η Λίντια «φρόντισε» σεξουαλικά και μετά την απέρριψε ανελέητα.
Η εκπληκτική ερμηνεία της 53χρονης ηθοποιού τής έφερε ήδη μια υποψηφιότητα για Οσκαρ (το τρίτο της, αν νικήσει). Είναι απόλυτα πειστική ως μαέστρος, ρόλο για τον οποίο προετοιμάστηκε σχολαστικά αφού παρακολούθησε επί ώρες ταινίες με σπουδαίους διευθυντές ορχήστρας, όπως ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν και ο Λέοναρντ Μπερνσταϊν. Δημιουργεί, όμως, επίσης έναν τόσο περίπλοκο, πολυεπίπεδο χαρακτήρα, που όλη η συζήτηση για την άσκηση και την κατάχρηση εξουσίας από αδίστακτους ηγέτες στην κλασική μουσική, την όπερα, το θέατρο και το μπαλέτο φωτίζεται με έναν εντελώς απροσδόκητο τρόπο, γράφει στους The Times ο Ρίτσαρντ Μόρισον. (Δείτε το trailer της ταινίας)
Στην πραγματικότητα «δεν είναι μια ταινία για την διεύθυνση ορχήστρας», παρατηρεί η Μπλάνσετ μιλώντας στον βρετανό δημοσιογράφο από το σπίτι της στην Αυστραλία, με αφορμή την επικείμενη προβολή της ταινίας. «Δεν είναι καν μια ταινία για τον κόσμο της κλασικής μουσικής. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ δύσκολο να την κατηγοριοποιήσεις, πράγμα που είναι και η δύναμή της. Είναι λίγο σαν τεστ Ρόρσαχ: διαφορετικοί άνθρωποι θα δώσσουν πολύ διαφορετικές απαντήσεις για το ίδιο πράγμα. Θέλω πολύ να το δει ο κόσμος και να μου πει τι σκέφτεται», λέει η σταρ στους The Times.
Στις αρχές της ταινίας υπάρχει μια τερατώδης σκηνή όπου η Λίντια φέρεται άθλια σε έναν νεαρό φοιτητή σε ένα masterclass στην (υποθέτουμε) φημισμένη Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης. Η κριτική της είναι τόσο σκληρή ώστε ο φοιτητής αρχίζει να τρέμει. Για όποιον έχει εμπειρία από κορυφαία ωδεία ή δραματικές σχολές το επεισόδιο θα φανεί οδυνηρά οικείο. Για τον Μόρισον, η σκηνή μοιάζει με κατηγορητήριο που καταδικάζει την καταστροφική διδασκαλία η οποία συνεχίζεται ακόμη σε ορισμένες σχολές καλών τεχνών παγκοσμίου φήμης. Η Μπλάνσετ, ωστόσο, είναι επιφυλακτική.
«Ναι, είναι μια οδυνηρή σκηνή», λέει. «Είναι σαν να βλέπεις ένα τροχαίο ατύχημα. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον ότι όταν παρακολουθούμε κορυφαία αθλήματα, όταν βλέπουμε νεαρούς αθλητές να πιέζουν το σώμα τους στα άκρα για να γίνουν πιο δυνατοί και πιο γρήγοροι, κατά κάποιο τρόπο καταλαβαίνουμε και σεβόμαστε αυτή τη διαδικασία, ενώ δεν δεχόμαστε ότι πρέπει να συμβαίνει το ίδιο στις δημιουργικές τέχνες αν θέλεις να ξεπεράσεις τα εμπόδια. Και ναι, μπορεί να είναι μια τραυματική εμπειρία. Το έχω περάσει η ίδια», ομολογεί.
«Στην αρχή της καριέρας μου μερικές φορές μου φερόταν βάναυσα ένας σκηνοθέτης στην αίθουσα των προβών», αποκαλύπτει, «Κι όμως κατέληξα να κάνω μια τεράστια επιτυχία εξαιτίας αυτού. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θα ήμουν εδώ τώρα αν δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Με έκανε να σκεφτώ: “Είμαι πιο μεγάλη από αυτό, είμαι πιο δυνατή από αυτό” και συνέχισα· αλλά ίσως κατάφερα να το κάνω λόγω του χρώματος της επιδερμίδας μου ή του σημείου που βρισκόμουν στην καριέρα μου. Το σημαντικό είναι να γνωρίζουμε και να σεβόμαστε αυτά τα πράγματα όταν καλλιεργούμε νεαρά ταλέντα», τονίζει.
Αυτή η τρομακτική σκηνή masterclass στο «Tár» είναι κρίσιμη και για άλλον ένα λόγο: Αποτυπώνει, στον μικρόκοσμο της μουσικής, την τεράστια αντιπαράθεση κουλτούρας-πολέμου που μαίνεται στον κόσμο των τεχνών και της εκπαίδευσης σχετικά με την «αποαποικιοποίηση», σχετικά δηλαδή με το κατά πόσο θα πρέπει να διδάσκονται οι φοιτητές να σέβονται το πάνθεον των «νεκρών λευκών ανδρών» που κυριαρχούν (ή κυριαρχούσαν) στη μουσική, τη λογοτεχνία και το θέατρου. Στο masterclass η Λυδία, η οποία μόλις έχει κλείσει τα 50 και είναι βουτηγμένη στην κουλτούρα των νεκρών-λευκών-αρσενικών, εξοργίζεται όταν ο φοιτητής απορρίπτει τον Μπετόβεν ως συνθέτη που αξίζει να μελετηθεί. Οπως επισημαίνει η Μπλάνσετ, πρόκειται για μια αντιπαράθεση που μπορεί να δει κανείς σήμερα σε οποιοδήποτε ωδείο και δραματική σχολή.
«Υπάρχουν ηθοποιοί αυτή τη στιγμή στο Λονδίνο, που φοιτούν στο Rada και στο Guildhall, και αρνούνται να μελετήσουν μέρη του κλασικού κανόνα επειδή βρίσκουν τα έργα αποκρουστικά», λέει, η κορυφαία ηθοποιός επισημαίνοντας ότι «Η Λίντια μεγάλωσε σε μια τελείως διαφορετική εποχή, επομένως της είναι εντελώς άγνωστα τα πιστεύω αυτού του νεαρού φοιτητή».
Το «Tár», λοιπόν, είναι μια ταινία για την «κουλτούρα ακύρωσης»; «Αυτή τη στιγμή δεν μπορείς να δημιουργήσεις μια ταινία, μυθιστόρημα ή θεατρικό έργο χωρίς να αφορά κατά κάποιο τρόπο την κουλτούρα ακύρωσης ή τις επιπτώσεις των κινημάτων MeToo και Black Lives Matter», απαντά η Μπλάνσετ, «Αυτός είναι ο κόσμος, στον οποίο δουλεύουμε όλοι. Για τη Λίντια, σε αυτή την ταινία, η αγαλλίαση του να υπηρετεί τη μουσική απορροφά εξ ολοκλήρου την προσοχή και τον χρόνο της. Το πώς έχει αποτελέσματα και πώς συμπεριφέρεται στους άλλους ανθρώπους είναι δευτερεύουσας σημασίας για εκείνη. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αποδεκτό σήμερα. Είναι το κατάλληλο άτομο για να κάνει τη δουλειά της, αλλά ζει τη λάθος στιγμή. Εκεί βρίσκεται η τραγωδία».
Ωστόσο, το πιο γεμάτο συναισθηματικά κομμάτι της ταινίας πραγματεύεται την αυξανόμενη εμμονή της Λίντια για την Ολγα, μια νεαρή τσελίστρια στην ορχήστρα της, την οποία ερμηνεύει έξοχα η 20χρονη βρετανογερμανίδα τσελίστρια Σόφι Κάουερ.
Εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον, μοιάζει με μια κλασική περίπτωση κακής συμπεριφοράς του MeToo: μια ισχυρή διευθύντρια ορχήστρας, που κινεί τα νήματα για να προωθήσει μια νεαρή μουσικό με αναμενόμενο αντάλλαγμα το σεξ. Η ταινία αναφέρεται ακόμη και στον Τζέιμς Λιβάιν, τον διάσημο μαέστρο της Metropolitan Opera στη Νέα Υόρκη, ο οποίος απολύθηκε μετά από μια σειρά ισχυρισμών για σεξουαλική κακή συμπεριφορά σε νεαρούς μουσικούς.
Και πάλι, όμως, το «Tár» παρουσιάζει τη σχέση με έναν ανοιχτό, σχεδόν διφορούμενο τρόπο, που αφήνει το κοινό αβέβαιο για το ποιος χρησιμοποιεί ποιον γράφει στους The Times ο Ρίτσαρντ Μόρισον. Η Ολγα δεν είναι αθώα και έχει γίνει σαφές ότι είναι αρκετά έτοιμη να ασκήσει τη γοητεία της για την αναρρίχησή της στον κόσμο της μουσικής. Και η Μπλάνσετ προτείνει ότι υπάρχει ένας εντελώς διαφορετικός τρόπος να βλέπεις τις σχέσεις μεταξύ ηλικιωμένων, ισχυρών ανθρώπων στις τέχνες και των νεαρών προστατευόμενών τους.
«Οταν είδα για πρώτη φορά το “Θάνατος στη Βενετία” [ταινία του Βισκόντι από την ομώνυμη νουβέλα του Τόμας Μαν] σκέφτηκα ότι ήταν για έναν ανατριχιαστικό γέρο που είχε σχέδια για ένα νεαρό αγόρι. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη δημιουργία του “Tár”, το είδα ξανά, μετά από 25 χρόνια, και ήταν σαν να έβλεπα μια εντελώς διαφορετική ταινία: μια ταινία που αφορούσε τη θνησιμότητα, τη θλίψη και την απώλεια. Επειδή βρισκόμουν σε μια πολύ διαφορετική περίοδο της ζωής μου, οδηγήθηκα σε μια εντελώς διαφορετική κατανόηση της ίδιας ιστορίας. Και έτσι βλέπω τη σχέση της Λίντια με την Ολγα στο “Tár”.», λέει εξηγώντας ότι « Το να πούμε ότι αφορά τη σεξουαλική επιθυμία είναι μειωτικό. Αφορά την επιθυμία της Λίντια να ανακτήσει τη νιότη της, να ταυτιστεί με κάποια που μόλις ξεκίνησε την καριέρα της. Και φυσικά αυτό ταιριάζει με τη μουσική που διευθύνει η Λίντια. Κάνει πρόβες για την Πέμπτη Συμφωνία του Μάλερ, το κομμάτι στο οποίο ο Μάλερ κοιτάζει τη νεαρή αγάπη μέσα από τα μάτια ενός μεγαλύτερου ατόμου».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News