Το ντοκιμαντέρ για τον Μάικλ Τζόρνταν -ίσως, το καλύτερο απ’ όσα μας έχει προσφέρει το ESPN-, που έγινε τηλεοπτικό hit και στην Ελλάδα (Netflix), έφτασε στο τέλος του. Το φινάλε ήταν απολαυστικό, επειδή εστίασε στο γήπεδο: εκεί που ο MJ «περπατούσε στον αέρα» προτού… προσγειωθεί στο αντίπαλο καλάθι. Είχε λιγότερα λόγια και περισσότερη δράση.
Στο 9ο και 10ο επεισόδιο θαυμάσαμε το τελευταίο έπος του «Air» και της δυναστείας των Σικάγο Μπουλς. Την κατάκτηση του έκτου τους τίτλου (μέσα σε οκτώ χρόνια), με τον θρίαμβο επί των Γιούτα Τζαζ (87-86) στο Game 6 των τελικών του 1998. Σε εκείνο το παιχνίδι ο θρύλος του μπάσκετ είχε πετύχει 45 πόντους. Ολοι οι συμπαίκτες του, μαζί, είχαν σκοράρει λιγότερους (42). Είχε βάλει και το καθοριστικό, υπέροχο σουτ μπροστά στον Ράσελ, που είναι ένα από τα highlights της μυθικής του καριέρας. Το «The Last Dance» ξύπνησε αναμνήσεις. Εκανε εκατομμύρια «φαν» του Τζόρνταν να τον ερωτευθούν από την αρχή.
Αλλά, το ντοκιμαντέρ παρακολούθησαν και χιλιάδες παιδιά που δεν τον πρόλαβαν σε δράση. Παίζουν μπάσκετ (πιθανότατα φορώντας τα σνίκερς με τ’ όνομά του), έχουν δει πολλά από τα κατορθώματά του στο Ιντερνετ, όμως τον γνώρισαν σε όλο του το μεγαλείο μόλις τώρα. Θα πιστεύουν ότι ο τελευταίος του «χορός» στο ΝΒΑ ήταν αυτό το ματς, αυτό το σουτ. Διότι ο πραγματικός επίλογος της ιστορίας δεν «χώρεσε» στο αριστούργημα του σκηνοθέτη, Τζέισον Εϊχιρ. Ο MJ δεν αποχαιρέτισε το μπάσκετ σε εκείνο το ματς εναντίον των Τζαζ, αλλά πέντε χρόνια αργότερα, με μια ελεύθερη βολή.
Η (ακατανόητη) διάλυση των ανίκητων «ταύρων» αναφέρθηκε ακροθιγώς στο ντοκιμαντέρ. Στην ερώτηση, αν εκείνη η ομάδα θα μπορούσε να διατηρήσει τον κορμό της, και να διεκδικήσει τον τίτλο και την επόμενη σεζόν (1998-1999), ο Τζόρνταν απάντησε καταφατικά. Ολοι οι συμπαίκτες του, αλλά και ο ίδιος, θα υπέγραφαν συμβόλαιο για ακόμη ένα χρόνο. «Ενιωθα ότι θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε άλλα επτά πρωταθλήματα στη σειρά», τόνισε με μια δόση υπερβολής. Τότε, τι συνέβη; Φαίνεται πως ούτε ο ίδιος δεν το γνωρίζει. Οταν του έδειξαν το βίντεο με την αποκάλυψη του (τότε) ιδιοκτήτη, Τζέρι Ράινσντορφ, ότι είχε ζητήσει από τον κόουτς, Φιλ Τζάκσον, να παραμείνει στη θέση του, «έπεσε από τα σύννεφα». «Δεν έχουμε μιλήσει ποτέ γι’ αυτό, είχα κάνει τις δικές μου υποθέσεις», μουρμούρισε.
Ενδέκατο επεισόδιο δεν υπάρχει. Αλλά η ιστορία που άφησε στη μέση το ντοκιμαντέρ του ESPN, είναι, εν πολλοίς, γνωστή. Κι έχει ως εξής: Στην αρχή της σεζόν 1997-1998 η διοίκηση των Μπουλς είχε ξεκαθαρίσει ότι εκείνη θα ήταν η τελευταία χρονιά του Τζάκσον στον πάγκο της ομάδας. «Ακόμη κι αν ο προπονητής πετύχει ρεκόρ 82-0 (δηλαδή, αν κάνει μόνο νίκες)», είχε δηλώσει εμφατικά ο γενικός διευθυντής, Τζέρι Κράουζ, ο οποίος δεν τα πήγαινε καλά μαζί του. Στην πορεία, όμως, βλέποντας τους «ταύρους» του να πετούν προς έναν, ακόμη, τίτλο, ο Ράινσντορφ άλλαξε γνώμη. Ηταν πολύ αργά. «Θέλω να κάνω ένα διάλειμμα», του απάντησε ο κόουτς, που αισθανόταν θιγμένος από την κατηγορηματική δήλωση του γενικού διευθυντή. Πολλά χρόνια μετά, ο Κράουζ παραδέχτηκε πως ήταν το πιο μεγάλο λάθος της καριέρας του.
Ο Τζάκσον αποχώρησε και, ένα χρόνο αργότερα, ανέλαβε τους Λος Αντζελες Λέικερς. Μαζί του προσελήφθη και ο Τεξ Ουΐντερ, συνεργάτης του στους Μπουλς και εμπνευστής της περιλάλητης «τριγωνικής επίθεσης», που ήταν το μεγάλο τους «ατού». Με τη νέα του ομάδα ο Τζάκσον κέρδισε πέντε τίτλους μέσα σε μια δεκαετία. Ο Τζόρνταν είχε προειδοποιήσει ότι δεν θα συνέχιζε στους Μπουλς, αν έφευγε ο προπονητής. Και οι βασικοί του συμπαίκτες, ότι δεν θα έμεναν στην ομάδα, χωρίς τον MJ. Ετσι, εκείνη η φοβερή ομάδα διαλύθηκε. Η ανανέωση που επιχείρησε ο Κράουζ, απέτυχε παταγωδώς.
Ο Τζόρνταν το έριξε στο γκολφ, και τον Ιανουάριο του 1999 ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από το μπάσκετ οριστικά. Οταν βαρέθηκε το γκαζόν με τις τρύπες, ένα χρόνο αργότερα, αποφάσισε να επιστρέψει ως παράγων. Ανέλαβε πρόεδρος των Ουάσινγκτον Ουίζαρντς, που είχαν να δουν τίτλο από το 1975, αποκτώντας κι ένα ποσοστό μετοχών της ομάδας. Αλλά ο χρόνος περνούσε και προκοπή δεν έβλεπε. Καθώς δεν τον είχαν πάρει και τα χρόνια (ήταν 38), ενέδωσε στον πειρασμό: την 1η Οκτωβρίου έγινε ο πρώτος πρόεδρος – παίκτης στα χρονικά του ΝΒΑ.
Επαιξε για δύο σεζόν. Υπήρχαν στιγμές που θύμιζε τον Τζόρνταν των Μπουλς. Οπως όταν σκόραρε 51 πόντους εις βάρος των Χόρνετς, με κλεισμένα τα 39. Στην ουσία, όμως, ωφέλησε την ομάδα του μόνον εμπορικά. Στην προ Τζόρνταν εποχή τους οι Ουΐζαρντς προσπαθούσαν να μαζέψουν κόσμο στους αγώνες τους, διαφημίζοντας τον πιο ονομαστό παίκτη των αντιπάλων τους! Επί Τζόρνταν, σχεδόν όλα τους τα παιχνίδια ήταν sold-out.
Ο «τελευταίος χορός» του πιο χαρισματικού αθλητή που έπαιξε μπάσκετ ήταν το ματς Σίξερς – Ουΐζαρντς, τον Απρίλιο του 2003. Στα 40 του. Και το τελευταίο του σουτ, μια ελεύθερη βολή. Μόνον η αποθέωσή του, σε μια από τις πιο αφιλόξενες έδρες του ΝΒΑ, θύμιζε το φινάλε που παρακολουθήσαμε στο «The Last Dance».
Το ντοκιμαντέρ έδωσε νέα αφορμή για την «αιώνια» συζήτηση. Είναι, άραγε, ο καλύτερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών; Δύσκολο να το πεις. Πώς να τον συγκρίνεις με τον Καρίμ των ’70s, τον Μάτζικ των ’80s, τον Κόμπι της δεκαετίας του 2000, με τον (εν ενεργεία) ΛεΜπρόν, ή με τους πολύ παλαιότερους; Πώς να συγκρίνεις το σύγχρονο ΝΒΑ με εκείνο των ’50s, των δέκα ομάδων;
Είναι, ασφαλώς, ο κορυφαίος της εποχής του. Ο πιο θεαματικός. Ο πιο «ακτινοβόλος», σαν σταρ του σινεμά. Ο πιο παθιασμένος για νίκες. Και ο πιο δισυπόστατος: ένας «Θεός» με ανθρώπινες αδυναμίες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News