Η παραμονή Χριστουγέννων δεν είναι γιορτή. Είναι προσμονή. Και η προσμονή πονάει περισσότερο από την απουσία.
Είναι η μέρα που όλα δείχνουν πως πρέπει να είσαι κάπου. Σε μπουζούκια φασαριόζικα, σε πλατεία κατάφωτη, σε σπίτι στολισμένο, σε τραπέζι στρωμένο, σε αγκαλιά έτοιμη. Και αν δεν είσαι, δεν φταις εσύ, αλλά το αισθάνεσαι σαν προσωπική αποτυχία. Σαν κάτι να μην έκανες καλά στη ζωή σου.
Η πόλη αυτή την ημέρα μυρίζει φαγητό και βιασύνη. Σακούλες, κορδέλες, γέλια λίγο πιο δυνατά από όσο χρειάζεται. Οι άνθρωποι μιλούν με τον τόνο εκείνον που χρησιμοποιούν όταν θέλουν να πείσουν πρώτα τον εαυτό τους ότι όλα είναι καλά. Οτι έτσι πρέπει να είναι.
Στα σπίτια, τα τραπέζια μεγαλώνουν μόνο στα τραπεζομάντιλα. Οι καρέκλες όμως λιγοστεύουν. Κάθε χρόνο και μία λιγότερη. Κάποιος λείπει, αλλά δεν τον λες με το όνομά του. Τον αφήνεις να κάθεται σιωπηλός, ανάμεσα στη γαλοπούλα και στο κρασί. Εκεί που δεν ενοχλεί.
Τα Χριστούγεννα είναι σκληρά με τους μεγάλους. Τα παιδιά συγχωρούν τα πάντα. Τη φτώχεια, το λάθος δώρο, το ψεύτικο χαμόγελο. Οι μεγάλοι όχι. Οι μεγάλοι μετρούν. Τι είχαν, τι έχασαν, τι περίμεναν και δεν ήρθε. Κι αυτή η μέρα τους θυμίζει ότι ο χρόνος δεν κάνει θαύματα, απλώς περνάει.
Υπάρχουν άνθρωποι που την παραμονή θα δουλεύουν. Αλλοι που θα κοιμηθούν νωρίς για να μην σκέφτονται. Αλλοι που θα στείλουν ένα μήνυμα χωρίς απάντηση και θα πουν «δεν πειράζει», ενώ πειράζει. Πολύ.
Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, κάτι επιμένει. Κάτι μικρό, πεισματάρικο, σχεδόν ανόητο. Μια ανάγκη να πιστέψεις πως τα Χριστούγεννα θα είναι αλλιώς. Οχι καλύτερα, αλλιώς. Πιο ήσυχα. Πιο ανθρώπινα. Λιγότερο βαριά.
Ισως αυτό είναι τελικά τα Χριστούγεννα. Οχι η γιορτή, ούτε τα φώτα ούτε τα δώρα. Αλλά αυτή η παράλογη συμφωνία που κάνουμε με τον εαυτό μας, την παραμονή, πως δεν θα τα παρατήσουμε ακόμα. Πως θα καθίσουμε στο τραπέζι, έστω και αν είμαστε μόνοι. Πως θα ανάψουμε ένα φως, όχι για να μας δουν οι άλλοι, αλλά για να μη χαθούμε εμείς.
Την Πέμπτη είναι Χριστούγεννα. Τώρα, απλώς αντέχουμε.
