Χριστούγεννα σε υπερωρία
| Shutterstock / Creative Protagon
Απόψεις

Χριστούγεννα σε υπερωρία

Ισως αυτό να είναι το παράδοξο των γιορτών στις μεγάλες πόλεις, ότι μπαίνουν σε μια γιορτινή παράκρουση που καταλήγει σε συλλογική εξάντληση. Στον πάτο είναι ο κόσμος που συνωστίζεται, στην κορυφή είναι ο κόσμος που καλείται να εξυπηρετήσει αυτόν τον συνωστισμό, σαν μισθοφόρος ενός διαφορετικού πολέμου που θα διεξαχθεί μέσα σε λαμπιόνια και στολίδια
Λίλα Σταμπούλογλου

Την πρώτη Κυριακή με ανοιχτά τα καταστήματα, βγήκα για μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Το κάνω κάθε χρόνο, σαν έναν ψυχαναγκασμό που πρέπει να βιώσω χωρίς να έχω υπολογίσει τι σημαίνει εορταστικό ωράριο σε μια πόλη που ήδη ασφυκτιά. Βγήκα από το μετρό στο Σύνταγμα και είδα μπροστά μου μια συμπαγή μάζα σωμάτων που κινούνταν αργά, σχεδόν υπνωτισμένα στα τετραγωνικά της πλατείας. Μπροστά από το σιντριβάνι, δύο τεράστιες μασκότ στέκονταν ακίνητες, σαν αγαλματάκια. Σκέφτηκα εκείνους που βρίσκονται κάτω από αυτή την υπερμεγέθη στολή, ίσως για δέκα ευρώ την ώρα, και σφίχτηκε η ψυχή μου.

Κατηφόρισα προς την Ερμού. Εκεί η εικόνα ήταν γνώριμη και εξαντλητική. Μια λαοθάλασσα μπαινόβγαινε στα μαγαζιά με ρυθμούς παλίρροιας. Πόρτες που δεν προλάβαιναν να κλείσουν, δοκιμαστήρια μόνιμα γεμάτα, ταμεία σε διαρκή εγρήγορση. Οι πωλητές και οι πωλήτριες προσπαθούσαν να κρατήσουν ρυθμό και ευγένεια. Το βλέμμα τους, όμως, ένα βλέμμα ζάλης από την εντατική εργασία, χανόταν μπροστά σου. «Κοπέλα μου, πόση ώρα θα κάνεις να μου φέρεις τη μπλούζα;» φώναξε μια κυρία μέσα σ’ ένα πολυκατάστημα όπου γινόταν της μουρλής.

Δεν είναι μόνο το λιανεμπόριο, φυσικά. Στα μαγαζιά εστίασης επικρατεί επίσης διαρκής πανικός: δίσκοι που πηγαινοέρχονται, παραγγελίες που στοιβάζονται, τραπέζια που αδειάζουν και γεμίζουν πριν προλάβεις να πάρεις ανάσα. Οι γιορτές, που για κάποιους σημαίνουν χαλάρωση, για άλλους είναι υπερωρία χωρίς τέλος. Αναρωτήθηκα πώς θα αντέξουν αυτοί οι εργαζόμενοι μέχρι το τέλος των γιορτών. Πόσες ώρες ορθοστασίας να μεταβολίσουν, πόσα «να σας βοηθήσω;» να πούνε χωρίς παύση, πόση δυσαρέσκεια να υπομείνουν από πελάτες που δεν καταλαβαίνουν ότι εδώ οι συνθήκες είναι δύσκολες.

Οι εργαζόμενοι στα χριστουγεννιάτικα πάρκα, στα περίπτερα με τα στολίδια, στα καφέ και στα εστιατόρια, κουβαλούν στις πλάτες τους τη γιορτή των άλλων. Φοράνε στολή, αντοχή και χαμόγελο, ακόμη κι όταν το σώμα αντιστέκεται. Κι εμείς, οι υπόλοιποι, συχνά ξεχνάμε ότι πίσω από τη φωτισμένη βιτρίνα υπάρχει κόπωση. Ότι το εορταστικό ωράριο της δικής μας χαράς κάποιος το πληρώνει με εξάντληση.

Βέβαια, δεν είμαι πολύ σίγουρη αν η λέξη χαρά ταιριάζει απόλυτα σ’ αυτό που ζούμε μέσα στην πόλη τα Χριστούγεννα. Γιατί, κακά τα ψέματα, η πολυκοσμία και η έντασή της μας κουράζουν όλους. Το βάρος της υπερσυγκέντρωσης μας βάζει όλους, εργαζομένους και επισκέπτες, σε τροχιά εξαντλητικής περιστροφής. Βγαίνεις έξω και σε πιάνει πονοκέφαλος, στα κεντρικά σημεία της πόλης ειδικά μπορεί να πάθεις και κρίση πανικού. Κρατάς το παιδί σου σφιχτά και προσεύχεσαι να μην το χάσεις. Στο Πεδίον του Άρεως, το χριστουγεννιάτικο πάρκο γέμισε τόσο το Σαββατοκύριακο που στα κοινωνικά δίκτυα αρκετοί προβληματίζονταν ότι ίσως πρέπει να συζητηθούν πρόσθετοι κανόνες ασφάλειας.

Ο μήνας των Χριστουγέννων τον οποίο διανύουμε το αποδεικνύει κάθε χρόνο όλο και πιο πολύ: δεν χωράμε πια στις πόλεις, ξεχειλίζουμε. Και καθώς ξεχυνόμαστε στους δρόμους, σε μια κούρσα υπερδιέγερσης που θέλει να γευτεί γιορτές, καταλήγουμε να αγκομαχούμε μέσα σ’ ένα υπερφορτωμένο βαγόνι. Παλεύουμε να ψωνίσουμε χωρίς να μας παρασύρει το πλήθος, παλεύουμε να φωτογραφηθούμε δίπλα σε ένα αναμμένο δέντρο, παλεύουμε να περπατήσουμε σε πεζοδρόμια τιγκαρισμένα ή να καθίσουμε για έναν καφέ σε μαγαζιά όπου δεν πέφτει καρφίτσα και δεν μπορείς να μιλήσεις από το βουητό.

Μια βόλτα την Ερμού πάνω-κάτω έκανα την Κυριακή και κόντεψα να λιποθυμήσω. Γυρίζοντας, πριν μπω στο μετρό του Συντάγματος, πέτυχα μια γνωστή. Με κοίταξε συνωμοτικά, όπως κοιτάς κάποιον που ξέρεις ότι βιώνει το ίδιο με σένα. «Ταλαιπωρία», μου είπε και χαμογέλασε χωρίς ενέργεια. «Μην τα συζητάτε», της απάντησα και σώπασα γιατί και η δική μου ενέργεια είχε εξανεμιστεί. Μπροστά μας, οι δύο υπερμεγέθεις μασκότ στέκονταν ακόμα ακίνητες μπροστά από το σιντριβάνι. Η ενοχή ξανά. Μιλάω εγώ για ταλαιπωρία, που απλώς περπατούσα και χάζευα βιτρίνες, δέντρα και λαμπιόνια. Τι να πουν κι αυτοί;

Ισως αυτό να είναι το παράδοξο των γιορτών στις μεγάλες πόλεις, ότι μπαίνουν σε μια γιορτινή παράκρουση που καταλήγει σε συλλογική εξάντληση. Στον πάτο είναι ο κόσμος που συνωστίζεται, στην κορυφή είναι ο κόσμος που καλείται να εξυπηρετήσει αυτόν τον συνωστισμό, σαν μισθοφόρος ενός διαφορετικού πολέμου που θα διεξαχθεί μέσα σε λαμπιόνια και στολίδια.

Δεν ξέρω πώς φτάσαμε να γιορτάζουμε έτσι τα Χριστούγεννα. Στο τέλος όλοι να επιστρέφουμε σπίτι κουρασμένοι, κρατώντας μόνο τη σιωπηλή επιθυμία να τελειώσουν.

Exit mobile version