Ορισμένα ευρήματα της πρόσφατης δημοσκόπησης της Real Polls για το Protagon συνθέτουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα της πραγματικής πολιτικής συνθήκης που διαμορφώνεται στη χώρα.
Αρκεί η παρατήρηση στις μεταβολές κάποιων ποσοστών, σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του Ιουνίου.
Η ΝΔ έχασε μέσα σε έναν μήνα λίγο περισσότερες από τρεις ποσοστιαίες μονάδες στην πρόθεση ψήφου και υποχώρησε από το 27% στο 23,7%.
Στο ίδιο διάστημα, το ΠΑΣΟΚ δεν κατόρθωσε να κερδίσει ούτε μία ολόκληρη μονάδα και ανέβηκε απλώς από το 9% στο 9,8%.
Οι ούτως ή άλλως όχι και τόσο δραματικές μεταβολές στα ποσοστά των υπολοίπων δεν έχουν και τόση σημασία εν προκειμένω, γιατί ζητούμενο είναι η πολιτική διάθεση του λεγόμενου κεντρώου πολιτικού ακροατηρίου, το οποίο θεωρητικά κινείται μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Το ποσοστό των αναποφάσιστων δίνει μάλλον ξεκάθαρη απάντηση.
Σε σχέση με τον Ιούνιο, αυξήθηκαν κατά 3,6% και έφτασαν στο 18,3%, ενώ συνολικά η λεγόμενη «γκρίζα ζώνη» (αναποφάσιστοι, εκείνοι που δηλώνουν ότι δεν θα ψηφίσουν και όσοι δεν απαντούν) μεγάλωσε και αθροίζει τον Ιούλιο 22,2%, έναντι 18,4% τον Ιούνιο.
Η εξίσωση είναι σχετικά απλή. Το ποσοστό που έχασε η ΝΔ μέσα σε έναν μήνα είναι σχεδόν ίσο με εκείνο που προστέθηκε στους αναποφάσιστους, ενώ το ΠΑΣΟΚ είχε μια άνευ σημασίας άνοδο, κατά λιγότερο από μία μονάδα.
Το 22,2% της «γκρίζας ζώνης», ή ακόμη και το 18,3% των αναποφάσιστων, είναι από στατιστικής και πολιτικής άποψης τεράστια ποσοστά.
Μπορεί να οφείλονται και στο γεγονός ότι δεν είμαστε κοντά σε εκλογές, πάντως είναι απολύτως βάσιμη η εκτίμηση ότι αποτελούνται από απογοητευμένους ψηφοφόρους, κυρίως της ΝΔ και σε μικρότερο βαθμό του ΠΑΣΟΚ.
Οι αυξομειώσεις αυτών των ποσοστών είναι ίσως ο πιο ευαίσθητος δείκτης μέτρησης της πολιτικής δυσαρέσκειας ενός συγκεκριμένου εκλογικού κοινού, πολύ περισσότερο ισχύει, δε, αυτό από τη στιγμή που δεν παρατηρείται αξιόλογη δυναμική κάποιου κόμματος της αντιπολίτευσης.
Αυτό το 20%, λοιπόν, που έχει απομακρυνθεί από τον Μητσοτάκη στην πορεία των ετών, αλλά δεν έχει στραφεί στον Ανδρουλάκη, φωτίζει το πρόβλημα και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Οσα χάνει ο ένας δεν μπορεί να τα κερδίσει ο άλλος, και δεν μπορεί να θεωρείται βέβαιο ότι στις εκλογές θα αλλάξει αυτή η συνθήκη. Μάλλον είναι πιο ρεαλιστική η εκτίμηση ότι οι αναποφάσιστοι θα παραμείνουν αναποφάσιστοι, αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά ή θεαματικά, και απλώς θα παραμείνουν σπίτι τους. Οπότε τα εκλογικά ποσοστά δεν θα διαμορφωθούν από αυτούς, αλλά από εκείνους που θα προσέλθουν στην κάλπη.
Τι θέλει, λοιπόν, αυτό το 20% που θα κρίνει το αν θα κυβερνηθεί η χώρα και από ποιον (ή ποιους) στις επόμενες εκλογές;
Η δημοσκόπηση δίνει απαντήσεις και σε αυτό.
Κατά βάση θέλει να μη βλέπει τα εισοδήματά του να εξαφανίζονται (στους λογαριασμούς του ρεύματος, του σουπερμάρκετ, και στο κόστος μιας στοιχειωδώς αξιοπρεπούς διαβίωσης).
Θέλει όμως και να μην ακούει φτηνές δικαιολογίες και λόγια κενά περιεχομένου για την εκτεταμένη διαφθορά, όπως και όλες τις ανιαρές επαναλήψεις των μακροοικονομικών δεικτών που δεν βελτιώνουν τη ζωή του.
Οπως φαίνεται, δε, αυτό το τμήμα του εκλογικού σώματος δεν ψάχνει έναν ερζάτς-ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον όχι ακόμη, για να εκδηλώσει θυμό ή οργή.
Αυτά οφείλουν να τα αξιολογήσουν στα επιτελεία του Μητσοτάκη και του Ανδρουλάκη. Τη φωτογραφία του προβλήματος την έχουν μπροστά τους. Τη λύση πρέπει να τη βρουν μόνοι τους, αυτή είναι η δουλειά τους.
