Η φαντασμαγορία των χριστουγεννιάτικα στολισμένων πόλεων της Δύσης κρύβει με τη λάμψη της τη δυσαρέσκεια λόγω μιας απονεκρωτικά πεζής, αβέβαιης και πιεστικά επιταχυνόμενης ζωής. Στις αμερικάνικες πόλεις αυτή η απογοήτευση αναζητά διέξοδο σε δύο ανορθολογικές τάσεις, δύο μορφές εκσυγχρονισμένης «μαγείας». Εδώ, η λαμπερή «φαντασμαγορία» –μια λέξη που σήμαινε πρωταρχικά «συνάθροιση φαντασμάτων»– συμπεριλαμβάνει και δύο τρομακτικά φαντάσματα από το παρελθόν: τη Μαγεία και την Αποκάλυψη, σε εκδοχή του 21ου αιώνα.
Από τη μία, η «ήπια μαγεία» γοητεύει ως νεοπαγανισμός της «αυτοφροντίδας» και αυτοπροστασίας, επιστρατεύοντας σύμβολα, προστατευτικά όρια και τελετουργίες. Από την άλλη, η «σκληρή μαγεία» της τεχνολογίας επιδιώκει τον έλεγχο, την ανεμπόδιστη τεχνολογική πρόοδο και την αθανασία για λίγους.
Και οι δύο «μαγείες» στοχεύουν να ενδυναμώσουν τον άνθρωπο, ώστε να τον απαλλάξουν από τους φόβους του. Η πρώτη το επιχειρεί αυτό αναδεικνύοντας μια πνευματική τοπικότητα, συνδυασμένη με τη συμβιωτική ή και μυστηριακή εμπειρία, ενώ η δεύτερη οραματίζεται την κατακτητική επέλαση του τεχνο-φουτουρισμού. Αυτές, όμως, οι δύο τόσο διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις συμμερίζονται μια κοινή αγωνία: ότι οι θεσμοί της νεωτερικότητας δεν επαρκούν πια για να νοηματοδοτήσουν τη ζωή σε έναν κόσμο που εξελίσσεται όλο και πιο ανεξέλεγκτα.
Το τρομακτικό δίδυμο σε εξισορροπητική δράση
Σε περασμένες, αβέβαιες εποχές, οι ανασφαλείς άνθρωποι σαγηνεύονταν και, συνάμα, απωθούνταν από τις σκοτεινές δυνάμεις της Μαγείας και της Αποκάλυψης. Αυτές οι δυο κοσμοαντιλήψεις προκαλούσαν ιερό φόβο αλλά και τον κατεύναζαν. Σήμερα, ο φόβος και το άγχος μολύνουν όσους δεν αντέχουν το αυξανόμενο χάος. Στις κοινωνικά διχασμένες δυτικές μεγαλουπόλεις η συγχυσμένη δημοκρατία παραλύει μπροστά στις ασταθείς αγορές, ενώ η τεχνολογική επιτάχυνση αφαιρεί από την κοινωνική ζωή το νόημά της. Αυτή η θολούρα και η αναστάτωση επαναφέρουν στη δράση τα δύο φαντάσματα, που θα μπορούσαν να πουν, όπως και οι μάγισσες του Σαιξπηρικού «Μάκμπεθ»:
«Το καλό για κακό, το κακό για καλό πάντα νομίζω:
σε αντάρες και ομίχλες πάντα να ζω και ν’ αρμενίζω».
Ετσι η Μαγεία, άλλοτε καταδιωγμένη από την Εκκλησία, εντάσσεται πια στη βιομηχανία της αυτοφροντίδας, μαζί με τη γιόγκα, τον διαλογισμό και τη ψυχοθεραπεία της ενσυνειδητότητας. Ο αστικός νεοπαγανισμός της «αυτοβοήθειας», τιθασεύει τον φόβο και το άγχος με κρυστάλλους, μανιφέστα και προσωπικά ξόρκια, ξαναδίνοντας στην καθημερινότητα το χαμένο μυστήριό της. Η «μάγισσα» αναβαθμίζεται σε σύμβολο αυτο-ενδυνάμωσης, αυτοβελτίωσης και γυναικείας χειραφέτησης. Το κακό αντιμετωπίζεται ως «ενεργειακή» τραυματική ανισορροπία, ενώ τα τέρατα γίνονται συμπαθητικά και αποκτούν συναισθηματική πολυπλοκότητα, όπως το ευαίσθητο τέρας στο «Φρανκενστάιν», στην τελευταία ταινία του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο για το Netflix.
Τη μαγική αυτή σφαίρα της αυτοφροντίδας τη θρυμματίζει η προφητική αναγγελία της τελικής Κρίσης, του Αντίχριστου και του επερχόμενου τέλους. Βασικός εκφραστής αυτής της τάσης είναι ο Ρόμπερτ Τιλ (Robert Thiel), αμερικανός τεχνο-επιχειρηματίας, πολιτικός οραματιστής και ιδρυτής της ομάδας «Διαρκής Εκκλησία του Θεού» («Continuing Church of God» ). Ο Tιλ μέσα από άρθρα, κηρύγματα και ψηφιακές πλατφόρμες υποστηρίζει ότι ο κόσμος βρίσκεται ήδη σε επιταχυνόμενη αποσύνθεση. Για τον ίδιο οι δυσμενείς πολιτικές, τεχνολογικές και οικολογικές εξελίξεις (όπως ο κίνδυνος από την ΑΙ) αποτελούν σημάδια της επικείμενης Αποκάλυψης. Αυτή η τεχνο-εσχατολογία των υπερπλουσίων θεμελιώνει στον φόβο το τεχνοκρατικό-μεσσιανικό όραμα για έναν μαγικό, παραδείσιο (μόνο για λίγους) κόσμο, ο οποίος θα λειτουργεί καλύτερα «χωρίς τη Δημοκρατία».
Τα δύο αντιθετικά ρεύματα της «μαγείας» αντλούν την ενέργειά τους από τον ίδιο πυρήνα: τον φόβο για το μέλλον, την αντίληψη ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί έχουν αποτύχει και την εκκένωση της ζωής από οτιδήποτε μυστήριο.
Η μαγεία ως αυτοπροστασία και αυτοβοήθεια: ένα αστικό φαινόμενο
Ο νεοπαγανισμός έχει κάνει εξελικτικά άλματα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ενώ τη δεκαετία του 1990 γοήτευε μόνο περιθωριακές ομάδες, σήμερα αποκτά έντονα αισθητική διάσταση ως lifestyle αυτοφροντίδας πολλών συμβατικά εναλλακτικών ατόμων, τα οποία προτιμούν τη μαγεία από την ψυχοθεραπεία. Οι νεοπαγανιστές διακρίνουν στην επίπεδη πραγματικότητα πνεύματα, ίχνη αρχέγονης δύναμης, κρυφές πύλες προς μυστηριακούς μικρόκοσμους. Δεν επιθυμούν να αποδράσουν από τον πεζό αυτόν κόσμο, αλλά να τον επαναμαγέψουν.
Δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση, βέβαια, οι νεο-μάγισσες με τις τρεις αδελφές μάγισσες στον «Μάκμπεθ» του Σαίξπηρ, οι οποίες ετοιμάζουν στο αχνιστό καζάνι τους έναν «φίλτρο» από:
«…φίδι βούρκου μεσαίο φιλέτο…
με μάτι σαλαμάνδρας, με βατράχου δαχτυλάκι
με ιστό νυχτερίδας, με γλώσσα από σκυλάκι
με αστρίτη γλώσσα διχαλωτή
και τυφλοποντικοδαγκάνα πεταχτή…»
Σε αντίθεση με την άγρια πρόδρομό της, η «πολιτισμική μαγεία» (όπως την ονομάζουν ανθρωπολόγοι) ανακατεύει προσεκτικά, στο εξομαλυντικό καζάνι της, ηπιότερες πρακτικές, όπως ξόρκια για αυτογνωσία, ενδυνάμωση και «προστατευτική ενέργεια» από «τοξικούς ανθρώπους». Τα αποτρόπαια φίλτρα τα αντικαθιστούν βότανα για ηρεμία και ποικίλα «ενεργειακά φίλτρα», τα οποία φτιάχνονται με μικρές τελετουργίες στην κουζίνα, σύμφωνα με βιβλία οδηγιών για «αστικές μάγισσες» και μάγους. Αυτό το αμάλγαμα νεοπαγανισμού, «ήπιου μυστικισμού» και «μαγείας της καθημερινότητας» διαχέεται μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες και κοινωνικά μέσα, π.χ. τα Etsy, TikTok και Instagram, ή και λογαριασμούς, όπως «The Witch in the Moon», καθώς και με την ανάδειξή του από influencers. Μέσω τέτοιων διαύλων προωθούνται τα ξόρκια αυτοπροστασίας, αυτοεκτίμησης και αυτογνωσίας, οι κρύσταλλοι, καθώς και οι «ήπιες τελετουργίες». Χρήστες τους γίνονται τα άτομα που κατευθύνουν τη μαγική τους ενέργεια ενάντια στην απειλητική ενέργεια των μεγαλουπόλεων και των μοχθηρών συνανθρώπων τους.
Η αστική μαγεία μετασχηματίζεται, λοιπόν, σε ένα νέο υβρίδιο, το οποίο αναμειγνύει την αισθητική και τη συναισθηματική υπερδιέγερση της δημοφιλούς κουλτούρας, με την εκλαϊκευμένη ψυχολογία και την προσήλωση στην αυτοβελτίωση. Το «Αστικός Πρωτόγονος» των Ρέιβεν Καλντέρα και Τανίν Σβαρτσταϊν («Urban Primitive» Raven Kaldera & Tannin Schwarzstein, 2003) ήταν ίσως ένα από τα πρώτα βιβλία που ανέδειξαν ξεκάθαρα τη σχέση ανάμεσα στην αστική ζωή και μια μαγικά «πρωτόγονη» αναζήτηση νοήματος. Το βιβλίο υποστηρίζει ότι οι «πρωτογονισμοί της πόλης» λειτουργούν ως υπαρξιακές άγκυρες μέσα σε έναν κατακερματισμένο κόσμο.
Οι μεγαλουπόλεις, εντείνοντας το άγχος, τη μοναξιά και τη διαρκή υπερδιέγερση, οδηγούν τους ανθρώπους σε μικρές τελετουργικές νησίδες νοήματος. Οι μυημένοι στη μαγική γνώση μπορούν να επιβιώσουν στην αστική ζούγκλα ως αστικοί παγανιστές επιτελώντας τελετές εξαγνισμού και προστασίας για θορυβώδη διαμερίσματα σε πυκνοκατοικημένες πολυκατοικίες, για χώρους εργασίας, σταθμούς του μετρό και αχανή κέντρα πόλεων, αλλά και στο διαδίκτυο.
Αυτό το αφήγημα ταιριάζει απολύτως με την τωρινή έκρηξη του «witch-tok» και των ποικίλων τελετουργιών, που μετατρέπουν το απλό άνοιγμα ενός παραθύρου σε «ενεργειακό καθάρισμα». Ο αμυντικός υπερατομικισμός κάνει αυτή τη νέα μαγεία αναγκαία ως μια θαυματουργή «τεχνολογία του εαυτού», βασισμένη στην κουλτούρα της «αυτο-βοήθειας» ( ΝΖΖ 26.11.2025). Οι σύγχρονοι κάτοικοι της μεγαλούπολης χρησιμοποιούν την αυτοσχέδια μαγική μεθοδολογία ως σωσίβιο προστασίας από τους ελιγμούς της τύχης και από κάθε είδους «ενεργειακές» απειλές λόγω συναισθηματικής αβεβαιότητας στις σχέσεις, οικονομικής αστάθειας, μοναξιάς και εργασιακή πίεσης.
Η σύγχρονη επιστροφή στις νεοπαγανιστικές πρακτικές μπορεί να θεωρηθεί και ως αντίσταση στην κουλτούρα της επιτάχυνσης που παρασύρει τις δυτικές κοινωνίες. Εδώ οι χρήστες των Κοινωνικών Μέσων κυνηγούν συναρπαστικές εμπειρίες, τις οποίες αναρτούν με καταιγιστικό ρυθμό στις πλατφόρμες, ώστε να παραμείνουν ορατοί και ενδιαφέροντες, ώσπου αποστραγγίζονται συναισθηματικά. Πολλοί από αυτούς στρέφονται προς μορφές πνευματικότητας που προσφέρουν επιβράδυνση, αορατότητα και ενδοσκόπηση.
Ο κυκλικός, τελετουργικός χρόνος του νεοπαγανισμού –όπως τον περιέγραψε ο Μιρτσέα Ελιάντε– λειτουργεί ως αντίδοτο στον γραμμικό, επιταχυνόμενο χρόνο της νεωτερικότητας, παρέχοντας σταθερότητα και ψυχική γείωση. Εξάλλου η μαγεία στις πιο εκλεπτυσμένες εκδοχές της μπορεί να οδηγήσει σε μια «αυθεντική έκσταση», κάτι ανάλογο με τις μυστικιστικές εμπειρίες της μυστικίστριας Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν, κατά τον Μεσαίωνα, όπως τις αναλύει ο γερμανός φιλόσοφος Πέτερ Σλότερντικ στο βιβλίο του «Σφαίρες».
Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για μια πηγαία έκσταση, που δεν βασίζεται στη χημική υπερδιέγερση των ψυχοτρόπων ή στην ψηφιακή εντατικοποίηση της προσοχής (εύκολη προτίμηση για πολλούς), αλλά σε βιωματική συμμετοχή, απελευθερωτική σωματικότητα και τελετουργική ένταση. Ετσι, μέσα στις χωροχρονικά συμπιεσμένες αστικές ζωές, οι μαγικές και νεοπαγανιστικές πρακτικές δημιουργούν μικρές «νησίδες βραδύτητας», οι οποίες αντιπαρατίθενται στην τεχνοκρατική λογική της προόδου και της επιτάχυνσης.
Η μαγική αυτοπροστασία, όμως, αποκτά και συλλογικό χαρακτήρα, όταν αυτή αφορά τις εθνικές και πολιτισμικές ταυτότητες, οι οποίες αναμιγνύονται αναπόφευκτα μέσα στο «καζάνι» της παγκοσμιοποίησης, που αναδίδει την απροσδιόριστη οσμή της «κοσμοπολίτικης πνευματικότητας». Σε εποχές με κρίση ταυτότητας, μια τέτοια υβριδοποίηση μπορεί να θεωρηθεί απειλητική. Τότε η μαγεία προβάλλει ως συνενωτική δύναμη, ικανή να φέρει την πολιτισμική αναγέννηση και να διαφυλάξει τις απειλούμενες ταυτότητες (βλέπε Cosmopolitanism, Nationalism and Modern Paganism», επιμ. Mίχαελ Στρίμσκα και άλλοι, 2017).
Από κοινωνιολογική σκοπιά, επισημαίνεται ότι ενώ αυτό το «νεο-μαγικό» ρεύμα εμφανίζεται ριζοσπαστικό και απελευθερωτικό, παράλληλα ενισχύει ακραία την εξουθενωτική λογική της αυτο-ευθύνης. Η μαγεία λειτουργεί ως ατομικό εργαλείο, με το οποίο ο καθένας αγωνίζεται να θεραπεύσει μόνος του το άγχος, την κακή τύχη, την ανασφάλεια. Ετσι, ο φόβος καταντά ιδιωτική υπόθεση και αντιμετωπίζεται με υπερ-εσωστρέφεια και τελετουργική περιχαράκωση («ό,τι με απειλεί πρέπει να αποκλειστεί»), που τελικά αποδυναμώνουν αντί να ενδυναμώνουν. Παρότι πολλές από τις ψυχικές διαταραχές μπορεί να ενισχύονται από την πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα ή και να οφείλονται σε αυτήν, η θεραπεία τους αναζητείται σε ατομικά τελετουργικά και όχι σε συλλογικές πολιτικοκοινωνικές λύσεις.
Ο Πίτερ Τιλ και η τεχνο-εσχατολογία των ελίτ
Στην αντίπερα όχθη του υπερφυσικού ανορθολογισμού, ο Πίτερ Τιλ, τεχνοκράτης και επενδυτής-φιλόσοφος, οραματίζεται έναν κόσμο όπου η τεχνολογία δεν βελτιώνει απλώς, αλλά επανασχεδιάζει την ανθρωπότητα. Αυτός –όπως και άλλοι τεχνο-στοχαστές της Silicon Valley– εμπνέεται από το ρεύμα του λεγόμενου «Σκοτεινού Διαφωτισμού» (Dark Enlightenment.) Εχοντας αναδειχθεί σε ζωντανό χαρακτήρα-σύμβολο της τεχνο-Αποκάλυψης, ο Τιλ επιδιώκει ακριβώς το αντίθετο από ό,τι η αυτοπροστατευτική μαγεία, δηλαδή τη φυγή προς το μέλλον, την υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων και την υποκατάσταση της φυσικής εμπειρίας από τεχνολογική καινοτομία.
Η πρόσφατη συνέντευξή του στη γερμανική «Zeit» (2024) θορύβησε το κοινό, τόσο για τις αντιδημοκρατικές πολιτικές θέσεις του, όσο και για την «αποκαλυψιακή» γλώσσα, με την οποία περιγράφει δυσοίωνα την τωρινή ιστορική συγκυρία.
Ο Τιλ επηρεάστηκε από τον γερμανοεβραίο φιλόσοφο Λέο Στράους (Leo Strauss), ο οποίος θεωρούσε τη μαζική δημοκρατία ως εμπόδιο στη διακυβέρνηση των ελίτ. Ο ίδιος επικαλείται συχνά και τη θεωρία του ανθρωπολόγου Ρενέ Ζιράρ περί «μιμητικού πόθου», σύμφωνα με την οποία η κοινωνία παγιδεύεται στη μιμητική αντιπαλότητα, σε αυτοκαταστροφικές συγκρούσεις, ενώ χρειάζεται μια μορφή «ιερού», ώστε να αναγεννηθεί.
Το μείγμα Στρός και Ζιράρ, που εμπνέει τον Τιλ, γεννά έναν Μεσσιανισμό της τεχνολογίας, ο οποίος εξισώνει τη τεχνολογική πρόοδο με τη λύτρωση. Νομοτελειακά, μόνο οι εκλεκτοί τεχνοκράτες μπορούν να υπερβούν την ανθρώπινη τρωτότητα με την καινοτομία, την παράταση της ζωής ή και την αθανασία.
Ο Τιλ έχει επενδύσει σε εταιρείες βιοτεχνολογίας που επιδιώκουν τη «νίκη επί του θανάτου», δηλαδή προωθεί ένα «μετανθρωπιστικό» (transhumanistic) όραμα, με γονιδιακή τροποποίηση για «βελτίωση» των ικανών, μακροζωία μόνο για τους πλούσιους και πλωτές πόλεις (seasteading), ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία. Τα συγκεκριμένα σχέδιά του προβάλλονται ως εναλλακτικές μορφές πολιτικής οργάνωσης.
Αυτός προσδιορίζει τον «Αντίχριστο» όχι ως θρησκευτική φιγούρα, αλλά ως συμβολική δύναμη, η οποία εμποδίζει την τεχνολογική και πολιτική ανανέωση της Δύσης. Ο κίνδυνος δεν είναι μόνο πολιτικός, αλλά και οντολογικός. Χωρίς άλμα προς τα εμπρός, τονίζει, η κοινωνία θα παγιδευτεί σε μια «μεταμοντέρνα κόλαση στασιμότητας». Ωστόσο η πρόοδος απαιτεί «ισχυρές μειοψηφίες» που θα αναλάβουν την καθοδήγηση των μαζών, παρακάμπτοντας την αργή και χαοτική διαδικασία της δημοκρατικής λήψης αποφάσεων.
Αυτή η θεοποίηση μιας τεχνολογίας ικανής να επανασχεδιάσει επιλεγμένους ανθρώπους επαναφέρει μαζί με την Αποκάλυψη και το φάντασμα της Ευγονικής. Μόνο όσοι έχουν πρόσβαση στη γνώση, στην Τεχνητή Νοημοσύνη, στην παράταση της ζωής, θα αποτελέσουν τη νέα «ανώτερη τάξη», όχι όμως πια σε έναν «θαυμαστό νέο Κόσμο» (εξάλλου η Αμερική διεκδικούσε τον τίτλο «Νέος Κόσμος» σε αντιπαράθεση με τη γηραιά Ευρώπη) αλλά σε έναν απογοητευτικά «Παλιό Κόσμο», όπου η Αποκάλυψη επιστρέφει πανηγυρικά έχοντας μπροστάρηδες μερικούς σκοτεινοδιαφωτιστές και μετανθρωπιστές καβαλάρηδες της Silicon Valley, πρόθυμους να ξεκαθαρίσουν το τοπίο από τα ανθρωποσκούπιδα.
Το τεχνο-φουτουριστικό όραμα του Τιλ εμφανίζεται ως αντιστροφή του αστικού νεοπαγανισμού. Βέβαια, και οι δύο κοσμοαντιλήψεις τροφοδοτούνται από τον ίδιο φόβο, αλλά τον αντιμετωπίζουν με αντίθετες πρακτικές. Ενώ οι μάγισσες του TikTok και του Etsy υφαίνουν προστατευτικά πλέγματα αυτογνωσίας, ο Tιλ συνθέτει ένα σωτηριολογικό αφήγημα επαναστατικής επιβολής από λίγους θεοποιημένους τεχνοκράτες.
Δύο δρόμοι, μία ρίζα: η δριμεία κρίση εμπιστοσύνης
Αυτά τα δύο ρεύματα με διαφορετικά συνθήματα – «εγώ προστατεύομαι και οριοθετούμαι» και το «εγώ σώζω τον κόσμο που οριοθετώ» – επικοινωνούν υπογείως με μια κοινή συνθήκη, δηλαδή τη βαθιά διάρρηξη εμπιστοσύνης, η οποία σημαδεύει τραυματικά την ύστερη νεωτερικότητα.
Οι άνθρωποι πιστεύουν όλο και λιγότερο ότι τα πολιτικά συστήματα μπορούν να επιλύσουν προβλήματα όπως οι πόλεμοι, η κλιματική κρίση, η ανεξέλεγκτη Τεχνητή Νοημοσύνη, η ανεργία, η οικονομική αστάθεια. Η κοινωνική συνοχή εξασθενεί, η πολιτική πόλωση αυξάνεται, οι ανθρώπινες σχέσεις διαλύονται, ενώ οι θορυβώδεις ψηφιακές πλατφόρμες ενισχύουν επιδεικτικά το αίσθημα ότι «είμαστε μόνοι».
Η αντιπαράθεση μεταξύ μαγείας της αυτοφροντίδας και τεχνο-Αποκάλυψης αποκαλύπτει πόσο επίμονα ο άνθρωπος αναζητά ακόμη μύθο, νόημα και υπέρβαση, ακόμη και όταν περιβάλλεται από καλώδια, δεδομένα και τσιμέντο στις μεγαλουπόλεις. Ο φόβος που τροφοδοτεί αυτές τις κοσμοεικόνες είναι κοινός. Η απάντηση, όμως, είτε με ένα αρωματισμένο κερί σε μια αστική κουζίνα είτε με επένδυση δισεκατομμυρίων δολαρίων σε μια πλωτή τεχνο-πόλη, παραμένει εξίσου ανθρώπινη, ως μια αγωνιώδης προσπάθεια να ξανακερδίσουμε μαγικά τον έλεγχο σε έναν κόσμο που αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
