Η κυβέρνηση έκρινε ότι, επειδή η Περιφέρεια Αττικής ανακοίνωσε πως τα σχολεία θα μείνουν κλειστά την Παρασκευή για λόγους κακοκαιρίας, η «λύση» ήταν να επιστρέψουμε στην τηλεκπαίδευση. Σαν να μη μεσολάβησαν τρία (και βάλε) χρόνια εξαντλητικών συζητήσεων, έρευνες, απολογισμοί. Σαν να μην ξέρουμε πια τι δουλεύει και τι όχι.
Τελικά, την Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου ο καιρός ήταν ήπιος το πρωί. Τα σχολεία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν κανονικά. Αυτό είναι άλλο ζήτημα, και για μια πόλη 5 εκατομμυρίων όχι μικρό. Ομως η ουσία δεν αλλάζει. Για μια ακόμη φορά αντιμετωπίσαμε την εκπαίδευση σαν διακόπτη: on-off και στο ενδιάμεσο μια κάμερα.
Η τηλεκπαίδευση δεν είναι ουδέτερη παιδαγωγικά, δεν είναι ισοδύναμη με τη δια ζώσης διδασκαλία και ειδικά για μια ημέρα δεν αποδίδει το παραμικρό. Η διεθνής βιβλιογραφία το έχει ξεκαθαρίσει. Η μελέτη του Brookings Institution (2022) κατέγραψε απώλειες μάθησης 0,2-0,5 σχολικών ετών σε παιδιά Δημοτικού όταν η διδασκαλία μεταφέρθηκε σε οθόνη. Το Nature Human Behaviour (2023) επιβεβαίωσε ότι οι απώλειες ήταν «σημαντικές και άνισα κατανεμημένες», με εντονότερο πλήγμα στα μικρότερα παιδιά και σε όσους δεν είχαν σταθερή τεχνολογική υποστήριξη.
Στις ελληνικές έρευνες, διπλωματικές μελέτες του ΕΚΠΑ και η Ετήσια Εκθεση του ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ αποτυπώνουν αντίστοιχα μαθησιακά κενά και ενίσχυση ανισοτήτων. Οι μεγαλύτερες απώλειες εντοπίστηκαν στη γλώσσα και στα μαθηματικά στις μικρές τάξεις, ακριβώς επειδή αυτή η ηλικία χρειάζεται επαφή, σχέσεις, τάξη, σταθερό ρυθμό. Αυτά δεν τα προσφέρει η οθόνη.
Αν η Πολιτεία πίστευε πραγματικά στην τηλεκπαίδευση, θα είχε διασφαλίσει ότι το σύστημα μπορεί να σηκώσει το βάρος. Ομως όχι λίγα σχολεία, κυρίως δημόσια, ενημέρωσαν τους γονείς ότι δεν μπορούν να υποστηρίξουν την πλατφόρμα. Πολλοί εκπαιδευτικοί δεν είχαν τρόπο να συνδεθούν από το σπίτι τους. Πολλοί μαθητές επίσης.
Η ιδέα ότι όλοι διαθέτουν laptop, γραμμή που αντέχει, χώρο ή ησυχία, απλώς δεν ισχύει. Η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε το 2023 ότι το ένα στα πέντε νοικοκυριά με παιδιά δεν διαθέτει περισσότερες από μία συσκευές κατάλληλες για τηλεκπαίδευση. Τα δύο παιδιά διεκδικούν την ίδια οθόνη. Αλλά η απόφαση θεωρεί ότι ζούμε σε εργαστήριο.
Ασε που περιμένουμε από ένα παιδί να μείνει πέντε-έξι ώρες συγκεντρωμένο μπροστά σε μια οθόνη (χωρίς να παίζει Minecraft…).
Οι γονείς βρίσκονται στη μέση. Για να λειτουργήσει η τηλεκπαίδευση, κάποιος πρέπει να επιβλέπει. Αν δουλεύουν, δεν μπορούν. Αν λείψουν, έχουν κόστος. Αλλά το κράτος τούς μετακυλίει το βάρος χωρίς δεύτερη σκέψη, σαν να πρόκειται για απλή χρήση μιας εφαρμογής και όχι για μια πλήρη, συστηματική εκπαιδευτική διαδικασία.
Εχουμε φτάσει στο σημείο να αντιμετωπίζουμε την τηλεκπαίδευση σαν plan Β που εφαρμόζεται αυτόματα. Οχι. Είναι ένα έκτακτο εργαλείο, με μεγάλους περιορισμούς, που η διεθνής πείρα λέει ότι χρησιμοποιείται με φειδώ, με την κατάλληλη οργάνωση και μόνο ως ύστατη λύση. Η μίας ημέρας τηλεκπαίδευση δεν καλύπτει καμία «χαμένη ύλη». Απλώς δημιουργεί νέα κενά, νέα άγχη και νέες ανισότητες.
Και το υπουργείο το γνωρίζει. Οπως οφείλει να γνωρίζει και το εξής: όταν μια κοινωνία συμφωνεί ότι η πανδημία άφησε πληγές στη μάθηση, οφείλει τουλάχιστον να μην τις ξύνει.
Η απόφαση για τηλεκπαίδευση δεν ήταν απόφαση ανάγκης. Ηταν μια εύκολη διοικητική/γραφειοκρατική επιλογή. Μια επιλογή που γίνεται πλέον αυτόματα, χωρίς στοιχειώδη αποτίμηση.
Πέντε χρόνια μετά, φερόμαστε σαν να μη μάθαμε τίποτα.
