Μετά τα νοικοκυριά και τους επαγγελματίες, που είδαν τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος να διπλασιάζονται σε λιγότερο από τρία χρόνια (μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία), ήρθε η ώρα που και οι μεγάλοι καταναλωτές, οι «ενεργοβόρες βιομηχανίες», ζητούν στήριξη για να τα βγάλουν πέρα στον διεθνή ανταγωνισμό.
Είναι και αυτή μια απόρροια του πολέμου, που απασχολεί ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο αλλά πρωτίστως την Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία βλέπει τον ανταγωνισμό από την Κίνα και την Ινδία να οξύνεται, χωρίς ακόμη να έχει κτίσει τα δίκτυα που θα αντικαταστήσουν τη φθηνότερη ενέργεια με την οποία δούλευαν τόσες δεκαετίες οι βιομηχανίες της.
Μετά την Ιταλία και τη Γερμανία, που προχωρούν στη στήριξη της βαριάς (και μάλιστα εξωστρεφούς) βιομηχανίας τους, η ελληνική κυβέρνηση εξετάζει και αυτή μέτρα στήριξης κλάδων της μεταποίησης, από το αλουμίνιο μέχρι τη φαρμακοβιομηχανία, που βλέπουν το κόστος παραγωγής τους να αυξάνεται και δυσκολεύονται πλέον να πουλήσουν προϊόντα στις ξένες αγορές.
Ομως στην Ελλάδα τίποτε δεν εξελίσσεται ευθύγραμμα. Κοντά σε αυτές τις βιομηχανίες, που είναι κατά κύριο λόγο εξαγωγικές και ευλόγως έχουν ζητήσει κρατική βοήθεια, έχουν σπεύσει να «απλώσουν το χέρι» και άλλοι επιχειρηματίες, με πιο χαρακτηριστικό, αν όχι ακραίο, παράδειγμα τους ιδιοκτήτες σουπερμάρκετ που ζητούν να πάρουν και αυτοί επιδοτήσεις για το ρεύμα!
Αναρωτιέται κανείς, σε αυτή την περίπτωση, με ποια λογική; Αν όχι με ποια λογική ζητούν οι υπεραγορές της λιανικής να επιδοτηθούν για το ρεύμα –διότι όντως έχουν ψυγεία και άλλες ενεργοβόρες εγκαταστάσεις–, αλλά με ποια λογική δεν θα πρέπει τότε σε αυτή την κρατική μέριμνα να μην ενταχθούν και μικρότερες επιχειρήσεις, όπως κρεοπωλεία, φούρνοι ή και ζαχαροπλαστεία.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση εξετάζει μέτρα που θα αγγίζουν τα 200 εκατ. ευρώ προκειμένου να μειωθεί το ενεργειακό κόστος της ελληνικής βιομηχανίας, και αυτό μετά από έντονη πίεση του ΣΕΒ, και ενώ αντίστοιχη πρακτική προστασίας των βιομηχανιών εφαρμόζεται ήδη στη Γερμανία και στην Ιταλία.
Αναφερόμενος στο καυτό αυτό ζήτημα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στη συνέντευξη του στην ΕΡΤ, είπε ότι το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας έχει καταστεί μείζον πρόβλημα για την ανταγωνιστικότητα και ότι συζητά με τον ΣΕΒ. «Πιστεύω ότι είμαστε κοντά σε μια λύση», διαβεβαίωσε.
Οπως είναι γνωστό, στην Ελλάδα η συζήτηση για τα μέτρα που θα ενισχύσουν τη βιομηχανία άνοιξε εδώ και δύο μήνες από τον πρόεδρο του ΣΕΒ Σπύρο Θεοδωρόπουλο, ο οποίος διεκδικεί την άμεση επιδότηση του κόστους ενέργειας για το σύνολο της βιομηχανίας.
Ωστόσο εδώ υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα που καλείται να διαχειριστεί η κυβέρνηση. Εγκειται στο γεγονός ότι, όπως είναι διαρθρωμένοι μεγάλοι όμιλοι της χώρας, ο ένας τους βραχίονας είναι επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας (άρα επιζητούν υψηλές τιμές) και ο άλλος είναι επιχειρήσεις κατανάλωσης ενέργειας, και μάλιστα μεγάλοι καταναλωτές (οι οποίοι διαμαρτύρονται). Αραγε σε ποιον πηγαίνει η επιδότηση;
Το δεύτερο σοβαρό πρόβλημα είναι οι πιέσεις που ασκούνται, τόσο προς το ΣΕΒ όσο και προς την κυβέρνηση, να επιδοτηθούν οριζόντια όλες οι επιχειρήσεις-μέλη του Συνδέσμου. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται εμπορικοί όμιλοι αλλά και οι αλυσίδες σουπερμάρκετ, κλάδος που σημείωσε τεράστια κέρδη την εποχή της πανδημίας και της πληθωριστικής κρίσης που ακολούθησε. Σήμερα όλοι αυτοί διεκδικούν «επιδότηση» της ηλεκτρικής ενέργειας, προφανώς με κρατικό χρήμα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Η βιομηχανία, όπως και οι μικρομεσαίοι, έχουν ανάγκη υποστήριξης.
Οι Ιταλοί έδειξαν πρώτοι τον δρόμο, μειώνοντας το κόστος της ενέργειας με έναν ομολογουμένως έξυπνο τρόπο. Δίνουν για τρία χρόνια φθηνή ενέργεια στις βιομηχανίες με τη μορφή δανείου και αυτές (όσες αξιοποιήσουν το μέτρο) αναλαμβάνουν να κάνουν μονάδες ΑΠΕ και να επιστρέψουν τις ποσότητες ενέργειας που πήραν φθηνά, σε 20 χρόνια.
Το ιταλικό μοντέλο
Πρόκειται για το πρόγραμμα «Energy Release 2.0», το οποίο υλοποιεί ο κρατικός φορέας Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας GSE, δηλαδή ο αντίστοιχος ελληνικός ΔΑΠΕΕΠ (Διαχειριστής ΑΠΕ και Εγγυήσεων Προέλευσης).
Το «Energy Release 2.0», που τρέχει εδώ και έναν χρόνο, δανείζει τις ποσότητες ενέργειας σε σταθερή τιμή για τρία χρόνια, αλλά οι βιομηχανίες της χώρας υποχρεούνται για 20 χρόνια μετά την πάροδο της τριετούς στήριξης να επιστρέψουν πολλαπλάσια την ποσότητα ενέργειας μέσα από έργα ΑΠΕ, τα οποία θα πρέπει να κατασκευάσουν ή να επενδύσουν σε διάστημα 3,5 ετών (συμπεριλαμβανομένης και της τριετούς περιόδου στήριξης). Για τη χορήγηση του «ενεργειακού δανείου» ο GSE έχει ετοιμάσει ένα προϊόν, έναν μηχανισμό αντιστάθμισης τιμών (CfD).
Ουσιαστικά, οι ιταλικές βιομηχανίες επιστρέφουν τη διαφορά της τιμής στήριξης από εκείνη της αγοράς μέσω της ανάπτυξης έργων ΑΠΕ οι οποίες παράγουν πολλαπλάσιες ποσότητες φθηνότερης ηλεκτρικής ενέργειας. Για την ακρίβεια, οι βιομηχανίες θα απολαμβάνουν από το 2028 και έπειτα ένα μέρος των εσόδων ΑΠΕ, καθώς θα πρέπει να επιστρέψουν σε βάθος 20ετίας την αξία των ποσοτήτων που δανείστηκαν.
Με άλλα λόγια, ο GSE θα δώσει «ενεργειακά δάνεια» για ποσότητες της τάξης των 24 TWh σε χαμηλές τιμές, με αντάλλαγμα επενδύσεις σε νέες μονάδες ΑΠΕ, από τις βιομηχανίες που θα επιλέξουν αυτή την οδό.
«Ζεστό χρήμα» η επιλογή των Γερμανών
Δεύτεροι ήρθαν οι Γερμανοί. Η κυβέρνηση Μερτς ανακοίνωσε την Τρίτη ένα ολοκληρωμένο σχέδιο στήριξης της βιομηχανίας της, επιδοτώντας το ενεργειακό κόστος ώστε να πέσει η τιμή στα 5 λεπτά ανά κιλοβατώρα για τις ενεργοβόρες μονάδες.
Τα χρήματα θα δοθούν από την κρατικό προϋπολογισμό (χωρίς την υποχρέωση να επιστραφούν) προκειμένου να στηριχθεί η βαριά βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκινητοβιομηχανίας, ώστε να εξακολουθήσουν να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα που προορίζονται για τις διεθνείς αγορές.
Η απόφαση της Γερμανίας να επιδοτήσει το ενεργειακό κόστος των βιομηχανιών της με 50 ευρώ ανά MWh αποτελεί στρατηγική επιλογή. Σε κλάδους όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, τα χημικά και το χαρτί, η ενέργεια αποτελεί βασικό συντελεστή κόστους. Κατά συνέπεια, μια τόσο σημαντική μείωση μεταφράζεται σε άμεσο και ουσιαστικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Βέβαια, η πρόταση, για την οποία δεν έχει ανακοινωθεί το συνολικό κόστος, τελεί υπό την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά αυτό προφανώς δεν είναι πρόβλημα για το Βερολίνο.
Ο «λογαριασμός» στον… προϋπολογισμό
Στην Αθήνα, η εντολή που έχει δοθεί από το Μαξίμου στον αρμόδιο υφυπουργό Ενέργειας Νίκο Τσάφο είναι να υπάρξει ένας κατάλογος για τις βιομηχανίες που θα ενισχυθούν και, επιπροσθέτως, μια συγκεκριμένη, κοστολογημένη πρόταση για το ύψος της επιδότησης ή άλλων ελαφρύνσεων που θα μειώνουν κατά ένα ποσοστό το συνολικό ενεργειακό κόστος.
Η απάντηση στο ερώτημα «ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό;» είναι… ο προϋπολογισμός του 2026, ο οποίος βρίσκεται στην τελική ευθεία προς τη Βουλή.
Ο ΣΕΒ θεωρεί ότι αποτελεί μονόδρομο η ελληνική εκδοχή του περίφημου «ιταλικού μοντέλου» που εκπόνησε για λογαριασμό του η Grant Thorton, κεντρική ιδέα του οποίου είναι ότι οι ίδιες οι επιχειρήσεις παράγουν και επενδύουν σε πράσινο ρεύμα και «δανείζονται» για μια τριετία φθηνή ενέργεια μέσω συμφωνίας με το κράτος.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, δυνητικά μπορούν να επωφεληθούν 385 επιχειρήσεις από την υψηλή και μέση τάση, μεταξύ των οποίων και κάποιες αλυσίδες σουπερμάρκετ, με επιδότηση για το μεγαλύτερο μέρος της σωρευτικής τους κατανάλωσης, που φτάνει τις 10 TWh τον χρόνο και αναλογεί σε ετήσια δαπάνη 285 εκατ. ευρώ.
Στα εναλλακτικά σενάρια, εφόσον η επιδότηση για την ενεργοβόρο βιομηχανία είναι κλιμακωτή (60%-100%), το ετήσιο κόστος διαμορφώνεται στα 271 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, αν φτάσει να καλύπτει το 100% της ετήσιας ενεργειακής τους κατανάλωσης, διαμορφώνεται σε 385 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Τα χρήματα αυτά δεν υπάρχουν στον προϋπολογισμό.
Τα παραπάνω ετέθησαν στις πρώτες συσκέψεις που έγιναν μεταξύ της ηγεσίας του ΣΕΦ και του υφυπουργού κ. Τσάφου, δίχως να ληφθούν οριστικές αποφάσεις.
