Η παράφραση της εμβληματικής ατάκας περί οικονομίας του Δημοκρατικού πολιτικού σχεδιαστή Τζέιμς Κάρβιλ από την προεκλογική καμπάνια του Μπιλ Κλίντον το 1992 εκφράζει καλύτερα από κάθε άλλη τον μετασχηματισμό του πολιτικού σκηνικού στις ΗΠΑ, που ανέδειξε τον μουσουλμάνο «σοσιαλδημοκράτη» Ζοράν Μαμντάνι σε δήμαρχο της Νέας Υόρκης. Με απλά λόγια, το κίνημα κέρδισε την κομματική δομή.
Η καθαρή επικράτησή του στις εκλογές της Τρίτης επισκίασε τις υπόλοιπες, ίσως ακόμη πιο σημαντικές νίκες των Δημοκρατικών, σε Βιρτζίνια, Νιου Τζέρσεϊ και Καλιφόρνια, οδηγώντας αμερικανούς πολιτικούς αναλυτές να εστιάσουν στα επικοινωνιακά του χαρίσματα και στην αποτελεσματική καμπάνια του –ψηφιακή και συμβατική– γύρω από θέματα καθημερινότητας των Νεοϋορκέζων. Αλλά αυτά λένε μόνο τη μισή αλήθεια.
Ο για πολλούς αναπάντεχος θρίαμβος του millennial Μαμντάνι στη Νέα Υόρκη έχει πολλές πτυχές. Μία είναι η κινητοποίηση των νέων ψηφοφόρων, την οποία ευαγγελίζονται εδώ και μια δεκαετία οι Δημοκρατικοί, χωρίς να επιβεβαιώνονται. Μία άλλη είναι η ταξική παράμετρος της εστίασης του υποψηφίου στους μη προνομιούχους. Μία τρίτη είναι το βαθύ σχίσμα ανάμεσα στους νέους, ασυμβίβαστους αστέρες του κόμματος, και τους εκπροσώπους του κεντρώου κατεστημένου του.
Αυτό το τελευταίο έχει προκαλέσει έναν όλο και πιο δημόσιο «εμφύλιο πόλεμο» στις τάξεις του κόμματος. Συγκρούονται η παραδοσιακή πολιτική λογική του κεντρώου χώρου –θεωρητικά απαραίτητη για καθολική εκλογική επικράτηση στις μετριοπαθείς μάζες– με την ανατρεπτική οπτική ενός ανερχόμενου αριστερού μετώπου χτισμένου από τα κάτω προς τα πάνω – μια κινηματική αντίληψη της πολιτικής, με όρους που ταιριάζουν στους καιρούς μας.
Η λογική μιας εκλογικής νίκης βασισμένης σε κίνημα δεν είναι ούτε πρωτοφανής ούτε καινοτόμα στη σύγχρονη Αμερική. Από τη μετεωρική εμφάνιση του Μπαράκ Ομπάμα με τον «ευαγγελικό» πολιτικό του λόγο, έως τη δημιουργία του κινήματος MAGA μέσω της αγοραίας ρητορικής του Ντόναλντ Τραμπ, η ιστορία των τελευταίων 18 ετών δείχνει ότι τα λαϊκά κινήματα τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς κερδίζουν εκλογές ανατρέποντας τα προγνωστικά.
Το 2007, ο γερουσιαστής από το Σικάγο ήταν «πολύ νέος για την προεδρία» και έπρεπε «να περιμένει τη σειρά του» στηρίζοντας την έμπειρη Χίλαρι Κλίντον. Το 2015, ο μεγιστάνας ήταν «υπερβολικά άπειρος» και με τεράστιες «σκιές σκανδάλων» για να διεκδικήσει το χρίσμα του κόμματος των νεοσυντηρητικών. Οι έμπειροι αναλυτές εύχονται σήμερα όλα αυτά τα αποφθέγματα να εξαφανίζονταν ως δια μαγείας από προσώπου διαδικτύου.
Ο Ομπάμα έκτισε μια συμμαχία νεαρών προοδευτικών, λευκών και έγχρωμων, και οραματιστών ψηφοφόρων, που ισοπέδωσε τους αντιπάλους του δις – και επέβαλε την πιο ριζοσπαστική μεταρρύθμιση στην κοινωνική ασφάλιση των ΗΠΑ. Ο Τραμπ καλλιέργησε ένα αγροτικό, λευκό, ξενοφοβικό, αλλά και ταξικό κύμα αγανακτισμένων, ξεχαρβάλωσε τη δομή και την ιδεολογία της καθεστηκυίας τάξης των Ρεπουμπλικανών και επικράτησε εκλογικά – και μάλιστα σε δύο δόσεις.
Απέναντι στα δύο αυτά κινηματικών διαστάσεων πολιτικοκοινωνικά φαινόμενα των αρχών του 21ου αιώνα οι Δημοκρατικοί στέκονται αμήχανοι. Επιμένουν πεισματικά να επιλέγουν ξανά και ξανά τη συγκρατημένη καθεστωτική μετριοπάθεια και το κεντροαριστερό τους «δόγμα», ως αντίβαρο στη βαρβαρότητα, στη χυδαιότητα και τις ισοπεδωτικές πολιτικές του λαϊκιστή αντιπάλου τους. Και μετά αναρωτιούνται γιατί έχουν εξαφανιστεί από το πολιτικό προσκήνιο.
Η πολιτική του κυβερνήτη της Καλιφόρνιας Γκάβιν Νιούσομ, που επιλέγει τον επιθετικό σαρκασμό και το τρολάρισμα στις δημόσιες αντιπαραθέσεις του με τον Τραμπ, αποδεικνύεται, εν μέρει, αποτελεσματική. Αλλά στην κατάσταση της πλήρους απαξίας που έχει περιέλθει το Δημοκρατικό Κόμμα τον τελευταίο χρόνο, αυτό που χρειάζεται είναι ένα δυνατό ηλεκτροσόκ. Και η αριστερή του πτέρυγα το επέφερε –πάλι εν μέρει– με την εκλογή του Μαμντάνι.
Τα τελευταία επτά χρόνια τα επιφανή στελέχη της σοσιαλδημοκρατικής φράξιας των Δημοκρατικών –που ενίοτε χαρακτηρίζονται και ως «προοδευτικοί»– έχουν αρχίσει να χτίζουν μια ευρεία λαϊκή πανεθνική πολιτική συμμαχία με κοινούς στόχους και αφανή μεθοδικότητα. Σχεδόν κάθε μήνα ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς και το νεανικό alter ego του, η βουλευτής Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ (γνωστή με τα αρχικά της, AOC) διοργανώνουν συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα.
Με κοινές εμφανίσεις τους σε Πολιτείες που θεωρούνται παραδοσιακά κάστρα των συντηρητικών Ρεπουμπλικανών εδώ και δεκαετίες, όπως η Γιούτα, η Νότια Ντακότα, η Μοντάνα και το Γουαϊόμινγκ, τα μέλη των Δημοκρατών Σοσιαλιστών συγκεντρώνουν δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόρους, δημιουργώντας ένα δίκτυο ακτιβιστών που σταδιακά ενεργοποιείται κατά περίσταση. Πρόκειται για μια πειθαρχημένη στρατιά οργανωτών, που τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα δεν προβάλλουν.
Κάπως έτσι κτίζονται τα κινήματα σε μια χώρα τόσο αχανή, ανερμάτιστη και ακομμάτιστη όσο οι ΗΠΑ. Κανένα από τα μέλη της ομάδας (Σάντερς, AOC, Αϊάνα Πρέσλι, Ρασίντα Τλάιμπ) δεν διαθέτει ακόμα τα ηγετικά χαρακτηριστικά ενός Ομπάμα ή ενός Τραμπ. Αλλά το κοινωνικο-ιδεολογικό τους υπόβαθρο, μαζί με την άρνησή τους να δεχθούν εισφορές από τα μεγάλα συμφέροντα, καλλιεργεί ρίζες που βαθαίνουν – και οι βλέψεις τους ξεπερνούν τον ορίζοντα της επόμενης προεδρικής εκλογής.
Αυτή η ομάδα στάθηκε σθεναρά πίσω από τον Ζοράν Μαμντάνι όταν οι επιφανείς του κόμματος, όπως ο Τσακ Σούμερ στη Γερουσία και ο Χακίμ Τζέφρις στη Βουλή των Αντιπροσώπων, μάσαγαν τα λόγια τους. Οι εθελοντές της τον ανέδειξαν, τον προώθησαν, τον διαφήμισαν και τον έφεραν στο δημαρχείο της Νέας Υόρκης. Παρά τις αντιδράσεις και τον υπόγειο πόλεμο των επιφανών Δημοκρατικών εναντίον του ή τις κούφιες απειλές αποχώρησης των στελεχών της Γουόλ Στριτ από την πόλη.
Αργά αλλά σταθερά το κίνημα των «προοδευτικών» βαθαίνει και πλαταίνει – και σύντομα ευελπιστεί να υπερκεράσει τον ανένδοτο των άοσμων, άχρωμων και αναποτελεσματικών κεντρώων καθεστωτικών της ιεραρχίας του Δημοκρατικού Κόμματος. Στις κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2026, το κίνημα ετοιμάζεται να επιδείξει την ισχύ και την αποτελεσματικότητά του εκλέγοντας υποψήφιους που το εκφράζουν σε όλες τις εκλόγιμες βαθμίδες της χώρας.
Η συμμαχία έχει λαϊκιστικό ιδεολογικό πρόσημο, προβληματικές ιδεοληπτικές εμμονές, ενώ παράλληλα δεν έχει ακόμα κεντρικό εκφραστή με ηγετική ακτινοβολία –τουλάχιστον μέχρι η χαρισματική AOC να ωριμάσει ηλικιακά και πολιτικά–, αλλά όλα αυτά είναι δευτερεύοντα ζητήματα. Το πρωτεύον είναι η κινηματική μορφή της, που συνάδει με τα κελεύσματα των καιρών. Γιατί αν το 1992 το ζητούμενο ήταν ξεκάθαρα η οικονομία, το 2026 «είναι το κίνημα, ανόητε!».
