«Βγήκαν όλοι στο μεϊντάνι, άλλοι με την Κίμπερλι κι άλλοι με τον Μαμντάνι». Δημώδες.
Μπορεί να μην ειπώθηκε ακριβώς έτσι, αλλά θα ταίριαζε απόλυτα στο κλίμα των ημερών. Από τη μία, οι «διαχύσεις» στην Ηρώδου Αττικού προς τη νέα πρέσβειρα των ΗΠΑ, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, από την άλλη, η ταύτιση με τον νέο δήμαρχο της Νέας Υόρκης, τον 34χρονο Ζοράν Μαμντάνι.
Ο Αλ. Τσίπρας χαιρέτισε μια «νίκη απέναντι στην ολιγαρχία, στην κλεπτοκρατία, στις πολιτικές δυναστείες και το ακριβοπληρωμένο μιντιακό σύστημα που προπαγανδίζει τα συμφέροντά τους». Ο Χάρης Δούκας, από την πλευρά του, είδε στη Νέα Υόρκη «ένα νέο προοδευτικό κίνημα» που αντιστέκεται στη συντήρηση και δημιουργεί μια νέα προωθητική ατζέντα.
Oλα αυτά θα μπορούσαν να είναι και το προοίμιο ενός πανελλήνιου (ή πανευρωπαϊκού;) πολιτικού κινήματος, αν δεν αφορούσαν έναν αμερικανό σοσιαλδημοκράτη, ο οποίος εξελέγη δήμαρχος με τη στήριξη του Ομπάμα —και όχι με φλογερές υποσχέσεις, αλλά με τρία-τέσσερα πράγματα που μοιάζουν μετρημένα. Υπάρχουν, με λίγα λόγια, κάποιες διαφορές με τα δικά μας.
Ο Μαμντάνι δεν υποσχέθηκε την «επανάσταση». Μίλησε για ένα πάγωμα ενοικίων στα διαμερίσματα που υπάγονται σε δημοτική ρύθμιση και για την κατασκευή 200.000 νέων μονάδων προσιτής κατοικίας. Πρότεινε δωρεάν παιδική φροντίδα για όλες τις οικογένειες της Νέας Υόρκης, για παιδιά από έξι εβδομάδων έως πέντε ετών. Και δεσμεύθηκε για λεωφορεία χωρίς εισιτήριο, ως μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης και περιβαλλοντικής ανακούφισης. Τίποτα για μείωση της θερμοκρασίας της πόλης το καλοκαίρι.
Σε αντίθεση με τον κ. Τσίπρα της περιόδου 2012-2015, ο Μαμντάνι υποσχέθηκε —παραδόξως— λίγα και είπε ότι θα βρει τα λεφτά από την αύξηση της φορολόγησης των πολύ πλουσίων και των μεγάλων εταιρειών. Θα φανεί τι θα γίνει από εδώ και εμπρός. Είτε θα σπάσει τα μούτρα του και θα βοηθήσει τον Τραμπ να τον δαιμονοποιήσει (κι άλλο), είτε θα ζητήσει λίγα ψίχουλα από τη Wall Street και θα του τα δώσουν. Οχι επειδή φοβούνται τον σοσιαλισμό, αλλά γιατί θέλουν να τα έχουν καλά και με τους Δημοκρατικούς και να συνεχίσουν να λειτουργούν σε μια σταθερή, προβλέψιμη πόλη.
Βεβαίως, υπάρχουν και σοβαρές αντιρρήσεις. Η υπερφορολόγηση μπορεί να διώξει κεφάλαια προς το Κονέκτικατ, να παγώσει επενδύσεις και να αυξήσει την ανεργία. Οι ανησυχίες δεν είναι αβάσιμες: το να κυβερνάς τη Νέα Υόρκη δεν είναι μικρό εγχείρημα, ειδικά όταν η πόλη συνδυάζει υψηλό κόστος ζωής, πολιτειακούς φόρους-ρεκόρ και μια αγορά real estate που λειτουργεί σαν θερμόμετρο του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Το ενδιαφέρον για εμάς όμως είναι μάλλον αλλού. Ο Μαμντάνι δεν εξελέγη γιατί υποσχέθηκε τον ουρανό με τα άστρα. Εξελέγη γιατί μίλησε για αξιοπρέπεια, όχι αφηρημένα αλλά στην καθημερινότητα, για το δικαίωμα των ανθρώπων να ζουν σε μια πόλη που λειτουργεί, που δεν τους συντρίβει. Μίλησε καθαρά, χωρίς ρητορικές εξάρσεις, χωρίς ύφος προφήτη. Και γι’ αυτό ίσως ενόχλησε τόσο, αλλά και ενέπνευσε τόσο.
Αν θα καταφέρει να υλοποιήσει όσα είπε, μένει να φανεί. Οι πιο επιφυλακτικοί προβλέπουν (μεγαλύτερη) φτώχεια, έξοδο κεφαλαίων και «δημόσια σουπερμάρκετ της φτωχολογιάς». Οι αισιόδοξοι βλέπουν την αρχή μιας πιο δίκαιης μητρόπολης. Ισως τελικά η αλήθεια να βρίσκεται κάπου ανάμεσα — όχι στα συνθήματα, αλλά στους προϋπολογισμούς.
Μέχρι τότε, αυτό που σίγουρα βρήκαν οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ —και δεν το έχει βρει ακόμη η κεντροαριστερή και αριστερή αντιπολίτευση στην Ελλάδα— είναι ένα: πρόσωπο. Και μάλιστα που να «τραβάει».
