Σε ποια ταινία είναι καλύτερη η Αθήνα;
| CreativeProtagon
Θέματα

Σε ποια ταινία είναι καλύτερη η Αθήνα;

Από τα πρώτα φιλμ, πριν από έναν αιώνα, έως τη «Σπασμένη φλέβα» του Γιάννη Οικονομίδη, η οποία αναμένεται στις 27 Νοεμβρίου, οι πολλές όψεις της Αθήνας χώρεσαν σε ορισμένες από τις πιο σημαντικές ταινίες του ελληνικού σινεμά
Protagon Team

Ποτέ μια πόλη δεν αποτυπώνεται με αυθεντικό τρόπο στον κινηματογράφο – αυτό θα ήταν εκτός πραγματικότητας και, πιθανότατα, εκτός δυνατοτήτων του ίδιου του μέσου. Οι εναλλακτικές όμως όψεις των μεγαλουπόλεων, όπως η Αθήνα, μπορούν να χωρέσουν στις δημιουργίες διαφορετικών δεκαετιών.

Και από την κινηματογράφηση, που ακολουθεί διαρκώς τις μεταμορφώσεις του τόπου, να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας για το πόσο έχουν αλλάξει τα πολλαπλά στρώματα της ίδιας πόλης. Με αφορμή την επερχόμενη κυκλοφορία της «Σπασμένης φλέβας» (27 Νοεμβρίου) του Γιάννη Οικονομίδη, τα γυρίσματα της οποίας είχαν ξεκινήσει στα νότια προάστια της πρωτεύουσας, ανατρέχουμε σε έναν αιώνα όπου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «πρωταγωνιστεί» η Αθήνα.

«Οι περιπέτειες του Βιλάρ», 1924

Είναι η πρώτη φορά που η Αθήνα μπαίνει σε φιλμ ως σκηνικό και μάλιστα με «πρωταγωνιστικό» ρόλο. Οι σκηνές του Ζόζεφ Χεπ, κινηματογραφιστή ουγγρικής καταγωγής που ζει τότε στην ελληνική πρωτεύουσα, γυρίστηκαν στο εμπορικό κέντρο, την οδό Πανεπιστημίου, τη Λεωφόρο Αμαλίας και το Ζάππειο, με φόντο τις διάφορες αρχαιότητες της πρωτεύουσας (Ακρόπολη, Φιλοπάππου, ναός Ολυμπίου Διός).

(Ταινιοθήκη της Ελλάδος)

Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκηνή στον «Φλοίσβο» του Παλαιού Φαλήρου, με τον ήρωα να τρέχει προς τη λεωφόρο Συγγρού για να προλάβει το τραμ που τη διασχίζει. Είναι όλα πλάνα με φόντο το αθηναϊκό κέντρο, τον Λυκαβηττό και την άδεια λεωφόρο.

«Κοινωνική σαπίλα», 1932

Θεωρείται το πρώτο ελληνικό φιλμ κοινωνικής κριτικής, πρόδρομος του νεορεαλισμού στην Ελλάδα. Και η πρώτη ταινία που ασχολήθηκε με την κατάσταση των άνεργων και φτωχών εργατικών πληθυσμών των αστικών κέντρων απεικονίζοντας ταυτόχρονα τους αγώνες για την οργάνωση της βιομηχανικής εργασίας σε συνδικάτα.

Με τον τρόπο της επίσης προσέβαλε τα ήθη της εποχής απεικονίζοντας με λεπτομέρειες την εξάρτηση από τα ναρκωτικά. Ετσι, η πρώτη διανομή της στις αίθουσες συνοδεύτηκε από αστυνομικές επεμβάσεις και ματαιώσεις προβολών.

(Ταινιοθήκη της Ελλάδος)

Ο σκηνοθέτης Στέλιος Τατασόπουλος ήταν μόλις 25 χρονών όταν τη γύρισε. Εγραψε το σενάριο και έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του φτωχού φοιτητή που γίνεται καπνεργάτης και συνδικαλιστής μετά το παραλίγο μοιραίο κατρακύλημά του στα καταγώγια του αθηναϊκού υποκόσμου από όπου τον σώζουν κάποιοι καπνεργάτες. Η ψηφιακή αποκατάσταση της ταινίας πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την Documenta 14: Learning from Athens.

«Οι Γερμανοί ξανάρχονται», 1948

Στις πρώτες ταινίες του μεταπολεμικού κινηματογράφου και ενώ η Ελλάδα μετράει πληγές από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και τον Εμφύλιο, όψεις της Αθήνας – θέλοντας ή μη – περνούν σε αρκετά πλάνα. Κυρίως οι φτωχογειτονιές, οι αυλές με τα χαγιάτια και τα δωματιάκια που στεγάζουν οικογένειες, τα πηγάδια, οι μάντρες με αγιόκλημα.

Η διεθνής αφίσα της ταινίας. (wikimedia)

Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνονται οι ταινίες «Παπούτσι από τον τόπο σου», «Πρόσωπα λησμονημένα», «100 χιλιάδες λίρες» και το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (στη φωτογραφία ξαναβρίσκουμε το όνομα του Γιόζεφ Χεπ), ένα έμμεσο σχόλιο για τον εμφύλιο σπαραγμό της περιόδου.

«Μαγική πόλις», 1954

Η αθηναϊκή αυλή κυριαρχεί ως τυπολογία μέσα στις ταινίες της δεκαετίας του 1950, αλλά οι σκηνοθέτες στρέφουν τον φακό και στις αθέατες γειτονιές. Η δεκαετία ξεκινάει με το «Πικρό ψωμί» (1951) του Γρηγόρη Γρηγορίου, από τα λίγα δείγματα ελληνικού νεορεαλισμού.

«Μαγική Πόλις», του Νίκου Κούνδουρου. (Νίκος Κούνδουρος, “Stop carre”, εκδ. Καστανιώτης)

Στη «Μαγική πόλη», από την άλλη, ο Νίκος Κούνδουρος περιγράφει τις συνθήκες ζωής σε μια παραγκούπολη και την αγωνία επιβίωσης των κατοίκων της. Την ίδια χρονιά, ο Μιχάλης Κακογιάννης κινηματογραφεί την πρωτεύουσα στο «Κυριακάτικο ξύπνημα», για να επανέλθει ένα χρόνο μετά στη «Στέλλα». Με έναν διαφορετικό τρόπο, η απειλή που κρύβει η μεταπολεμική συνθήκη αναδεικνύεται και στον «Δράκο», επίσης του Ν.Κούνδουρου.

«Η σωφερίνα», 1960

Στη δεκαετία του 1960 ο κινηματογράφος πρέπει να καταγράψει την τάση της νέας ανοικοδόμησης, την επέλαση του αυτοκινήτου και τις φολκλόρ, τουριστικές αναπαραστάσεις της πρωτεύουσας. Οι σταρ της εποχής ανεβαίνουν σε νέα μοντέλα, το «Χίλτον» και το «Λοξόν» Ομονοίας είναι το σήμα κατατεθέν κάθε φορά που η κάμερα στρίβει, οι θυρωροί και οι χαρτοπαίχτες εντός των διαμερισμάτων ανήκουν στην καθημερινότητα της εποχής. Με μεγάλο όνομα την Αλίκη Βουγιουκλάκη η «Σωφερίνα» του Αλέκου Σακελλάριου δείχνει μια ανοιχτή πόλη, έτοιμη να δεχτεί το καινούριο και να πιάσει το τιμόνι.

Αλίκη Βουγιουκλάκη και Μάρω Κοντού σε σκηνή της «Σωφερίνας». (Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης Αιγαίων Φιλμ G. Roussos & Co.)

Το ίδιο συμβαίνει και στην ταινία «Ξιπόλητος πρίγκιπας» (1966), όπου δίνεται η ευκαιρία να κινηματογραφηθούν και οι πλαζ της πρωτεύουσας. Παράλληλα, ακμάζει η ίδια η βιομηχανία: οι 60 ταινίες που γυρίζονται την περίοδο 1960-61 γίνονται 117 το 1966, χρονιά ρεκόρ για τον ελληνικό κινηματογράφο.

«Ευδοκία», 1971, «Το προξενειό της Αννας», 1972

Η ωραιοποίηση δεν ταιριάζει στη δεκαετία του 1970 και ειδικά για τους σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς που επιχειρούν μια άλλη προσέγγιση του κινηματογραφικού προϊόντος. Εδώ ανήκουν ο «Ιωάννης ο βίαιος» της Τώνιας Μαρκετάκη, το «Άλλο γράμμα» του Λάμπρου Λιαρόπουλου κ.ά.

Σκηνή από το «Προξενιό της Αννας». (Αρχείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)

Στο «Προξενειό της Αννας» (1972), ο Παντελής Βούλγαρης κινηματογραφεί την Αθήνα ως τον τόπο όπου καταλήγουν οι επιθυμίες των νέων που ασφυκτιούν στην επαρχία και ονειρεύονται μια άλλη ζωή. Εχει προηγηθεί η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, όπου πρωταγωνιστούν οι «παρυφές» της  πόλης και η επιθυμία δύο ερωτευμένων νέων -της πόρνης και του λοχία- για μια καλύτερη ζωή.

«Απέναντι», 1981

Ολόκληρη η δεκαετία του 1980 θέτει το άτομο απέναντι στις επιθυμίες του, την αίσθηση μοναξιάς μέσα στην τσιμεντούπολη, τα αδιέξοδα που δημιουργούν οι ανθρώπινες σχέσεις.

Στους «Απέναντι», ο έρωτας του Αρη Ρέτσου μέσα στην ψυχρή Αθήνα γίνεται ο άξονας στην ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου, όπου οι μηχανόβιοι ζουν την πόλη με τον δικό τους ενθουσιασμό.

Ο Αρης Ρέτσος στους «Απέναντι» του Πανουσόπουλου

Στο «Ρεπό» (1982) του Βασίλη Βαφέα κυριαρχούν οι εργασιακοί χώροι, στη «Γλυκιά συμμορία» (1983) του Νίκου Νικολαΐδη η πόλη ως κοινοβιακός χώρος.

Πέτρος Ζαρκάδης και Δημήτρης Πιατάς στο «Ρεπό» του Βαφέα

Στο τέλος, ο Χρήστος Βακαλόπουλος κινηματογραφεί την πόλη από ψηλά (από ταράτσες) στο «Όλγα Ρόμπαρτς» (1989).

«Αντε γεια», 1990

Η Αθήνα είναι παντού αναγνωρίσιμη σε αυτή την ταινία κοινωνικού ρεαλισμού του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, καθώς σκιαγραφείται η ζωή των διπλανών ενοίκων, των μικρών καταστηματαρχών, των μικροαστών νοικοκυραίων.

Ο Αλκης Κούρκουλος στο «Αντε Γειά». (Αρχείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)

Είναι μια πόλη με μεγάλα μεγέθη και μικρά δράματα που μπορεί να εκτυλίσσονται στο απέναντι ή το παράπλευρο διαμέρισμα. Θα ακολουθήσει πάντως σε άλλο ύφος -ολίγον παρωδιακό- το «Πάνω, κάτω και πλαγίως» του Μιχάλη Κακογιάννη το 1992.

«Απ’ το χιόνι», 1993

Ο Σωτήρης Γκορίτσας καταφέρνει να δει την «άλλη» πόλη που αλλάζει -και θα αλλάζει συνεχώς από εδώ και πέρα- μέσα από τις ιστορίες των μεταναστών της Ομόνοιας.

(Hyperion Production/ ΕΚΚ)

Μένει από εκείνη την ταινία, εκτός όλων των άλλων, η σκηνή με τους καθαριστές που πετούν τόνους νερό με τεράστιες αντλίες στους ανύποπτους μετανάστες, που έχουν επιλέξει την πλατεία για νυχτερινό κατάλυμα.

«Από την άκρη της πόλης», 1998

Είναι η στιγμή του Κωνσταντίνου Γιάνναρη. Με την κάμερα στο χέρι και τον σκληρό ρεαλισμό αποτυπώνει την Αθήνα «ως έχει» χωρίς ωραιοποιήσεις.

Οι έφηβοι Ελληνοπόντιοι ήρωές του εφορμούν με rollerskates από το Μενίδι στο αθηναϊκό κέντρο για να γευτούν τις απολαύσεις που ψάχνουν και οι άλλοι. Ο σκηνοθέτης θα επανέλθει με περισσότερο εσωτερική κινηματογράφηση στην Αθήνα των παράπλευρων δρόμων στον «Δεκαπενταύγουστο» (2001).

«Σπιρτόκουτο», 2003

Ο 21ος αιώνας ξεκινούσε με μια ταινία «love or hate». Και αυτή θα ήτνα εν πολλοίς η στάση του κοινού απέναντι στον Γιάννη Οικονομίση, ο οποίος επέλεγε να ξεγυμνώσει την αγία ελληνική οικογένεια με το «Σπιρτόκουτο», μια «τραγική κωμωδία της ζωής των νεκρών που προχωρούν» σύμφωνα με τον ίδιο.

Ολα ξεκινούν από ένα χαλασμένο air condition και πολύ σύντομα εν μέσω καύσωνα το σπίτι του Δημήτρη, ενός μικρομεσαίου 50άρη κάπου στον Κορυδαλλό (η «άλλη» Αθήνα) μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Όλα τα μέλη της οικογένειας ξεσπούν ο ένας στον άλλο με λεκτική βία και αποκαλύψεις.

«Delivery», 2004

Τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων ο έμπειρος Νίκος Παναγιωτόπουλος περιπλανάται στη νυχτερινή Αθήνα της Ομόνοιας, της πλατείας Βάθης και των πέριξ δείχνοντας τους ανέργους, τους μετανάστες, τους τζάνκι, εκείνους που ξημεροβραδιάζονται μπας και ανακαλύψουν την επόμενη ευκαιρία στη γωνία (πριν και αυτή χαθεί, όπως φάνηκε).

Είναι σαν μια μικρή προειδοποίηση ότι η πόλη αλλάζει ερήμην της μελαγχολίας ή της νοσταλγίας των κατοίκων της.

«Αν», 2012

Προφανώς η κινηματογράφηση της πόλης –εκτός άλλων, με στέκια της Πλάκας σαν να είναι Μονμάρτη- περνάει μέσα από το γνωστό φίλτρο του Χριστόφορου Παπακαλιάτη και είναι να περιμένεις κάτι πιο «γλυκό» ακόμη και όταν περιπλανιέσαι στην Αθήνα της κρίσης.

Στο βάθος ο Παπακαλιάτης. (Village Plus Productions/ Universal Music Greece)

Εστω κι έτσι, η πόλη δεν μπορεί να λείπει από το κινηματογραφικό ντεμπούτο του σκηνοθέτη, το οποίο αποτελεί την ανάπτυξη μιας πιθανότητας: «αν ο Δημήτρης έβγαινε από το σπίτι του εκείνο το βράδυ θα γνώριζε τη Χριστίνα. Θα ερωτεύονταν, θα έμεναν μαζί, θα μεγάλωναν ένα παιδί, θα ζούσαν μαζί την κρίση μιας ολόκληρης χώρας και της σχέσης τους, Αν όμως ο Δημήτρης εκείνο το βράδυ του 2009 δεν έβγαινε από το σπίτι του, δεν θα γνώριζε τη Χριστίνα και θα παρέμεναν δύο άγνωστοι στην ίδια πόλη».


Για το σημείωμα αντλήθηκαν πληροφορίες από τα βιβλία «Κινηματογραφημένες πόλεις» (Πατάκης – ΠΕΚΚ, 2002), «Κινούμενα τοπία» της Χρυσάνθης Σωτηροπούλου (Μεταίχμιο, 2001), «Δεύτερη προβολή – κείμενα για τον κινηματογράφο. 1976 – 80» του Χρήστου Βακαλόπουλου (Αλεξάνδρεια, 1990), «Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου» του Γιάννη Σολδάτου (Αιγόκερως).

 

 

 

Exit mobile version