Η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να ανατρέπει όσα είχε κατορθώσει τους τελευταίους μήνες στο ουκρανικό ζήτημα και μάλιστα με τρόπο που όχι μόνο ακυρώνει την έως τώρα πρόοδο, αλλά δημιουργεί και ένα νέο, μεγαλύτερο στρατηγικό πονοκέφαλο που θα ταλαιπωρεί την Ουάσινγκτον για χρόνια. Το παράδοξο, όπως επισημαίνει ο αναλυτής και πρώην σύμβουλος του Μπάιντεν, Τόμας Ράιτ, στο Atlantic, είναι ότι αυτή η απότομη στροφή έρχεται ακριβώς τη στιγμή που η πολιτική της απέναντι στην Ουκρανία είχε αρχίσει επιτέλους να σταθεροποιείται, μετά από μια περίοδο έντονων διακυμάνσεων.
Πολλά αμερικανικά ΜΜΕ, επικαλούμενα αξιωματούχους με γνώση των γεγονότων, αποκάλυψαν λεπτομέρειες ενός νέου ειρηνευτικού σχεδίου των ΗΠΑ που στην ουσία ισοδυναμεί με ουκρανική παράδοση. Σύμφωνα με το προσχέδιο, η Ουκρανία θα έπρεπε να εγκαταλείψει τα εδάφη του Ντονμπάς που ακόμη διατηρεί, να μειώσει στο μισό το στρατό της, να αποσύρει οπλικά συστήματα που η Ρωσία θεωρεί «επιθετικά» (όπως οι πυραύλοι μεγάλου βεληνεκούς), να τερματίσει τη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ και να δεχθεί απαγόρευση παρουσίας ξένων στρατευμάτων στο έδαφός της. Η Ουάσινγκτον προσφέρει ως αντάλλαγμα κάποια μορφή «εγγύησης ασφαλείας» εναντίον μελλοντικής ρωσικής επίθεσης, αλλά το περιεχόμενο της υπόσχεσης αυτής είναι ασαφές και σίγουρα πολύ κατώτερο από μια ουσιαστική, συλλογική άμυνα τύπου ΝΑΤΟ. Στην πράξη, το σχέδιο αποδυναμώνει το μόνο αξιόπιστο μέσο ασφάλειας της Ουκρανίας: τη δυνατότητά της να υπερασπίζεται τον εαυτό της.
Η Μόσχα απαιτεί τέτοιους όρους εδώ και χρόνια, αλλά μέχρι τώρα η κυβέρνηση Τραμπ τους είχε απορρίψει. Ο Τραμπ είχε και στο παρελθόν προτείνει ένα σχέδιο που ευνοούσε τη Ρωσία: πάγωμα των γραμμών του μετώπου, αποκλεισμό της Ουκρανίας από το ΝΑΤΟ, αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικής και άρση όλων των κυρώσεων. Παρ’ όλα αυτά, τότε δεν είχε ζητήσει επιπλέον παραχώρηση εδαφών ούτε αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας. Οι διαπραγματεύσεις εκείνες κατέρρευσαν και ο Τραμπ βρέθηκε μπροστά σε μια επιλογή: είτε να συνεχίσει τη στήριξη προς το Κίεβο, μέσω πωλήσεων όπλων και πίεσης στη Μόσχα, είτε να στραφεί υπέρ της Ρωσίας και να προσπαθήσει να επιβάλει στους Ουκρανούς ένα προσύμφωνο εμπνευσμένο από τον Πούτιν.
Τελικά, είχε προτιμήσει την πρώτη επιλογή. Δέχθηκε ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί, παρότι επιθυμούσε διακαώς να τον τελειώσει, και προσπάθησε να δημιουργήσει προϋποθέσεις για μια έντιμη διαπραγμάτευση στην πορεία της θητείας του.
Οι τελευταίες εξελίξεις, όμως, τα ακυρώνουν όλα. Υπάρχουν υπόνοιες, γράφει το Atlantic, ότι ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ, βρίσκεται πίσω από το νέο σχέδιο. Μάλιστα ο ίδιος φάνηκε άθελά του να το επιβεβαιώνει, όταν απάντησε σε ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα με μήνυμα που μάλλον προοριζόταν για ιδιωτική συνομιλία, λέγοντας ότι η διαρροή προήλθε από κάποιον «Κ.». Πιθανότατα αναφερόταν στον ρώσο διαπραγματευτή Κίριλ Ντμίτριεφ. Το ίδιο βράδυ, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί, δηλώνοντας ότι οι ΗΠΑ «επεξεργάζονται ιδέες με τη συμβολή και των δύο πλευρών», μια φράση που ερμηνεύτηκε ως έμμεση αποδοκιμασία του σχεδίου.
Η διαρροή έρχεται σε μια στιγμή που ο Ζελένσκι έχει αποδυναμωθεί πολιτικά από σκάνδαλο διαφθοράς, ενώ ταυτόχρονα ο στρατηγός Κιθ Κέλογκ, ο πιο φιλοουκρανός αξιωματούχος της αμερικανικής διοίκησης και ειδικός απεσταλμένος για την Ουκρανία, ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί από τον ρόλο του τον Ιανουάριο. Ισως ο Γουίτκοφ θεώρησε ότι είναι ευκαιρία να πιέσει για μια λύση. Ομως ο Ζελένσκι δεν μπορεί να δεχτεί μια συμφωνία τόσο τιμωρητική, όσο εύθραυστη κι αν είναι η πολιτική του θέση. Ακόμη κι αν την υπέγραφε, όμως, σύμφωνα με το Atlantic «η κυβέρνηση Τραμπ θα έσκαβε η ίδια τον λάκκο της».
Ο Τραμπ πιθανότατα θυμάται ότι τα ποσοστά δημοτικότητας του Τζο Μπάιντεν δεν ανέκαμψαν ποτέ μετά το χάος της αποχώρησης από το Αφγανιστάν. Κάτι ανάλογο θα συνέβαινε και τώρα: αν η Ουάσινγκτον διακόψει τις πωλήσεις όπλων και τη συνεργασία στον τομέα των πληροφοριών με το Κίεβο, θα θεωρηθεί υπεύθυνη για την επερχόμενη, αργή και οδυνηρή ουκρανική ήττα. Η Ρωσία, ενισχυμένη, δεν θα σταματούσε εκεί. Θα συνέχιζε να εξαλείφει κάθε ίχνος ουκρανικής κυριαρχίας, παρουσιάζοντάς το ως «εφαρμογή της συμφωνίας». Θα μπορούσε να στραφεί και κατά των Ευρωπαίων που συνεχίζουν να βοηθούν την Ουκρανία. Η Κίνα και η Βόρεια Κορέα θα έβλεπαν τον θρίαμβο της Ρωσίας ως ευκαιρία για επιθετικότερη στάση. Και έτσι το πρόβλημα των ΗΠΑ θα μεγάλωνε αντί να περιορίζεται.
Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αναπόφευκτο, σημειώνει το Atlantic. Πριν από την ανατροπή, η κυβέρνηση Τραμπ είχε καταφέρει να διαμορφώσει μια ρεαλιστική πολιτική για την Ουκρανία, συνεπή με τις απόψεις του και χωρίς υπερβολικό κόστος. Οι ΗΠΑ δεν χρηματοδοτούσαν πλέον την Ουκρανία άμεσα. Παράλληλα, Κίεβο και Ευρωπαίοι ήταν κοντά στο να δημιουργήσουν μια τεράστια αγορά οπλικών συστημάτων αξίας 90 δισ. δολαρίων· μεγάλο μέρος της παραγωγής θα γινόταν στις ΗΠΑ, ενισχύοντας την αμερικανική αμυντική βιομηχανία. Μια ισχυρή Ουκρανία, επαρκώς εξοπλισμένη, δεν θα χρειαζόταν αμερικανικές «εγγυήσεις». Η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να συνεχίσει τις πωλήσεις όπλων, επιμένοντας ταυτόχρονα σε μια διαπραγμάτευση που θα διασφάλιζε την ουκρανική ανεξαρτησία και ίσως να έφθανε σε συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου το 2026 ή το 2027.
Αντί γι’ αυτό, ο Γουίτκοφ φαίνεται να πίστεψε ότι μπορεί να επαναλάβει το μοντέλο που έφερε τη συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου στη Γάζα. Ομως η κατάσταση εκεί ήταν τελείως διαφορετική, γράφει το Atlantic: το Ισραήλ είχε επικρατήσει στρατιωτικά της Χαμάς και του Ιράν, και οι ΗΠΑ απλώς επικύρωσαν το αποτέλεσμα. Στην Ουκρανία τίποτα ανάλογο δεν ισχύει. Η Ρωσία δεν έχει νικήσει την Ουκρανία και, φυσικά, δεν είναι σύμμαχος των ΗΠΑ. Το νέο σχέδιο αντικαθιστά μια πολιτική που παρήγαγε αποτελέσματα με μια άλλη που απειλεί να μετατραπεί σε στρατηγική ήττα.
Το μεγάλο ερώτημα τώρα είναι αν αυτή η πρωτοβουλία αποτελεί προσωπικό εγχείρημα του Γουίτκοφ, που πιθανώς διέρρευσε από τη Ρωσία για να πληγεί η Ουκρανία, ή αν έχει την υποστήριξη του προέδρου και της υπόλοιπης κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, η εξέλιξη είναι αυτοκαταστροφική.
