| CreativeProtagon
Θέματα

Λιβύη: Τι διδάσκει στη Δύση το χάος μετά τον Καντάφι

Η αιματηρή ανατροπή του και όσα τη συνόδευσαν δείχνουν, ακόμη και μετά από δέκα χρόνια, με ποιον τρόπο δεν πρέπει να γίνεται η αλλαγή ενός αυταρχικού καθεστώτος. Η χρήση βίας είναι η πιο γρήγορη οδός για να πεθάνει η οποιαδήποτε ελπίδα για μία ομαλή μετάβαση σε δημοκρατικό καθεστώς
Protagon Team

Στη σκιά του πολέμου στη Συρία, η διεθνής κοινότητα δεν μελέτησε όσο έπρεπε τα μαθήματα που πρόσφερε η κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Λιβύη μετά το δημόσιο λιντσάρισμα του Μουαμάρ Καντάφι, πριν από 10 χρόνια, στη Σύρτη.

Το καθεστώς Καντάφι, απειλούμενο από τις διάφορες φράξιες των ανταρτών, είχε καταφύγει στην τρομοκράτηση και την τιμωρία όσων διαφωνούσαν μαζί του για να εξασφαλίσει λίγη ζωή ακόμα. Τα χτυπήματα του ΝΑΤΟ όμως, το αποτελείωσαν, δίνοντας την ευκαιρία στους αντάρτες να εισβάλουν τον Οκτώβριο του 2011 στο τελευταίο του προπύργιο, τη Σύρτη και να σκοτώσουν τον λίβυο δικτάτορα.

Μία δεκαετία αργότερα, ο Guardian, σε αφιέρωμά του στην Αραβική Ανοιξη, θεωρεί ότι εκείνη η μάχη, με τις αντίπαλες ομάδες ανταρτών, που μάχονταν να φτάσουν πρώτες στον Καντάφι, ήταν συμβολική για το χάος που ακολούθησε και τις ατελείωτες συγκρούσεις για την εξουσία, ανάμεσα στους πολέμαρχους της ανατολικής και της δυτικής Λιβύης και τις αντίπαλες πόλεις.

Παράλληλα, όμως, ο εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη δημιούργησε προβλήματα και στις σχέσεις τρίτων χωρών μεταξύ τους.

Το 2016, ο Μπαράκ Ομπάμα, είχε εκφράσει την απογοήτευσή του για τις προσπάθειες των Ευρωπαίων στη Λιβύη μετά την πτώση του Καντάφι, αφήνοντας να εννοηθεί ότι συνέβαλαν -ειδικά ο Ντέιβιντ Κάμερον- στο χάος. Οσο για τον Νικολά Σαρκοζί, η εμπλοκή του τού δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, καθώς βαρύνεται με την κατηγορία της δωροδοκίας με εκατομμύρια ευρώ από τον Καντάφι, για την προεκλογική του εκστρατεία, το 2007.

Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Λιβύη είναι το ιδανικό παράδειγμα για το «γιατί δεν πρέπει να παρεμβαίνουν οι χώρες της Δύσης» σε έναν εμφύλιο. Ξεχνούν βέβαια, σημειώνει ο Ισάντρ Ελ Αμράνι, ειδικός στα θέματα της Βόρειας Αφρικής, με έδρα το Αμάν, ότι ο Καντάφι ήταν έτοιμος να διατάξει  σφαγή του πληθυσμού στη Βεγγάζη, που ήταν προπύργιο των ανταρτών και η επέμβαση της Δύσης τον πρόλαβε.

Το πρόβλημα ήταν αλλού, λέει ο ίδιος: Δεν υπήρχε ενωμένη διεθνής ηγεσία, δεν είχαν σκεφτεί οι ξένες δυνάμεις τι ακριβώς θα γίνει αφού πέσει ο Καντάφι και πώς θα αποφευχθεί η αιματοχυσία ανάμεσα στις διάφορες ομάδες των ανταρτών, ενώ οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν τελείως από την ειρηνευτική διαδικασία το 2017, επί Ντόναλντ Τραμπ.

Οι δυτικές χώρες δεν γνώριζαν καλά την ιδιάζουσα κατάσταση στη χώρα, σε αντίθεση με την Αίγυπτο και την Τυνισία, όπου οι πολιτικές δυνάμεις που πρωτοστάτησαν στην Αραβική Ανοιξη ήταν πιο ευδιάκριτες.

Μετά την πτώση του Καντάφι, τα μεγάλα αποθέματα όπλων που διατηρούσε το καθεστώς, διασκορπίστηκαν σε πολλές ομάδες και σε γειτονικές χώρες, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίησή τους, όπως για παράδειγμα στο Μάλι.

Την ίδια στιγμή, δεκάδες χιλιάδες αφρικανοί μετανάστες που ζούσαν στη χώρα έγιναν ανεπιθύμητοι με αποτέλεσμα την προσπάθειά τους να αναζητήσουν καταφύγιο στην Ευρώπη, με όλες τις γνωστές συνέπειες του προσφυγικού ζητήματος στη Μεσόγειο.

Το κενό εξουσίας που ακολούθησε, βοήθησε τις οργανώσεις των τζιχαντιστών να αναπτυχθούν ανενόχλητες σε μία χώρα-πεδίο συγκρούσεων.

Το 2012, σε άρθρο του στο περιοδικό Foreign Affairs, ο Ζαχία Ζουμπίρ, τα είχε προβλέψει όλα αυτά και είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο κατακερματισμού της Λιβύης σε μικρότερες περιοχές και ζώνες επιρροής των διαφορετικών φυλών. «Η μεγάλη πρόκληση για τη Λιβύη είναι να αποφύγει το σχίσμα, όπως έγινε στο Σουδάν ή ακόμα χειρότερα στη Σομαλία, όπου η κεντρική ηγεσία δεν μπορεί να ελέγξει τις διαφορετικές ένοπλες ομάδες, που εφαρμόζουν η καθεμία τους δικούς της νόμους στις περιοχές τους».

Βομβαρδισμός του ΝΑΤΟ στην Τρίπολη, το 2001 / EPA

Η Κλόντια Γκαζίνι, ειδική στη Λιβύη που παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις την τελευταία δεκαετία, τονίζει ότι η βάρβαρη δολοφονία του Καντάφι μπροστά στις κάμερες έθεσε τις βάσεις πάνω στις οποίες κινήθηκε η χώρα τα επόμενα χρόνια και ευνόησε την εξάπλωση της βίας.

«Η επέμβαση του ΝΑΤΟ έσπειρε τους σπόρους για το χάος που ακολούθησε. Ξεκίνησε ως μία ιδεαλιστική επίκληση στην ευθύνη των άλλων χωρών να προστατέψουν τον λαό της Λιβύης, αλλά δεν υπήρχε ένα πλάνο για την επόμενη ημέρα και εξελίχθηκε σε μία βίαιη ανεξέλεγκτη αλλαγή καθεστώτος», επισημαίνει.

Ο κατακερματισμός της εξουσίας και οι συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες φυλές, που ακολούθησαν, έδωσαν την ευκαιρία σε χώρες του Κόλπου, την Τουρκία, και τζιχανιστικές οργανώσεις να βάλουν το πόδι τους στη Λιβύη.

Παράλληλα, κατέδειξε με ποιον τρόπο δεν πρέπει να γίνεται η αλλαγή ενός αυταρχικού καθεστώτος. Η χρήση βίας είναι η πιο γρήγορη οδός για να πεθάνει η οποιαδήποτε ελπίδα για μία ομαλή μετάβαση σε δημοκρατικό καθεστώς, αναφέρει ο Ζορζ Φάμι, σε έκθεσή του για λογαριασμό του Chatham House. «Οι διαδηλωτές που πιάνουν τα όπλα δίνουν στο καθεστώς την ευκαιρία να επιλέξει το βολικό αφήγημα της εμφύλιας σύγκρουσης, όπως έγινε στη Συρία. Ακόμα και όταν καταφέρνουν να ρίξουν το καθεστώς, οι ένοπλες ομάδες βάζουν σε κίνδυνο την μετάβαση στη δημοκρατία, όπως έγινε στη Λιβύη».

Την ίδια στιγμή, η έγνοια της Ευρώπης να σταματήσει τις προσφυγικές ροές από τις ακτές της χώρας έβαλε σε δεύτερη μοίρα την μετάβαση στη σταθερότητα και το χτίσιμο της δομής ενός δημοκρατικού καθεστώτος, εκτιμά η Γκαζίνι. Παράλληλα, οι Ευρωπαίοι απέτυχαν να αναγνωρίσουν τον κίνδυνο της συγκέντρωσης τζιχαντιστών στην Λιβύη από όπου κατάφεραν να επέμβουν στη Βόρεια και Κεντρική Αφρική, προκαλώντας μεγάλα προβλήματα.

Οι αναλυτές πάντως, αφήνουν μία χαραμάδα αισιοδοξίας για το μέλλον: Μετά από 10 χρόνια αιματοχυσίας, όλοι στη Λιβύη έχουν κουραστεί και υπάρχει ελπίδα για τη νέα ειρηνευτική διαδικασία που προβλέπει εκλογές στο τέλος του χρόνου. «Οι Λίβυοι φαίνεται πως θέλουν πια τη χώρα που έχουν στερηθεί εξαιτίας όλων αυτών των συγκρούσεων», αισιοδοξεί η Γκαζίνι.

Κάτι που μένει να αποδειχθεί…