Πριν από περίπου τέσσερις μήνες, αφού απείλησε να προκαλέσει «έμφραγμα» στην παγκόσμια οικονομία με ένα μπαράζ δασμών σε όλον τον κόσμο, η άμεση αντίδραση των αγορών αλλά και της Κίνας ανάγκασαν τον Ντόναλντ Τραμπ να υποχωρήσει, εξέλιξη που χαιρετίστηκε με έναν διεθνή αναστεναγμό ανακούφισης.
Και πριν από μία-δύο εβδομάδες, εν μέσω της καταιγίδας «Επσταϊν», ένας πρόεδρος που επί χρόνια κατήγγελλε ένα βαθύ κράτος παιδεραστών που επρόκειτο να καταλυθεί μόλις επέστρεφε στον Λευκό Οίκο, επέλεξε να κηρύξει την υπόθεση λήξασα, προκαλώντας, κυρίως μεταξύ των πιο πωρωμένων από τους υποστηρικτές του, έντονες αντιδράσεις και δίνοντας συγχρόνως την εντύπωση ότι ανησυχεί για τυχόν αποκαλύψεις που θα μπορούσαν να τον ζημιώσουν.
Με λίγα λόγια, ο Ντόναλντ Τραμπ φάνηκε ευάλωτος: «Για πρώτη φορά ένας ηγέτης που είναι δεινός όσο και αδίστακτος, ικανός να αρνείται τα αυταπόδεικτα, να ψεύδεται και να αποσπά την προσοχή των πολιτών από άβολα ζητήματα, ακόμη και διαδίδοντας θεωρίες συνωμοσίας, φαινόταν ανίκανος να διατηρήσει τον έλεγχο του αφηγήματος», σχολιάζει ο Μάσιμο Γκάτζι, αρθρογράφος της Corriere della Sera με πολυετή θητεία στις ΗΠΑ.
Ωστόσο έπειτα από λίγες ημέρες το σκηνικό ήταν εντελώς διαφορετικό, με τον αμερικανό πρόεδρο, από τον οποίο κανείς δε ζητά πια να λογοδοτεί για τους όποιους αβάσιμους ισχυρισμούς του και τις απειλές που βασίζονται σε ανύπαρκτα στοιχεία, να πηγαίνει να επισκεφτεί (με χρήματα των αμερικανών φορολογουμένων) τις ιδιοκτησίες του (γκολφ κλαμπ) στη Σκωτία, όπου η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν σπεύδει να τον συναντήσει, ευελπιστώντας να εξασφαλίσει μειώσεις στους συντριπτικούς δασμούς που είχαν ανακοινωθεί τις προηγούμενες εβδομάδες.
Εν τω μεταξύ, στη Φλόριντα, ο Τοντ Μπλανς, νυν υφυπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και πρώην δικηγόρος του Τραμπ στις πιο πολύκροτες από τις ποινικές υποθέσεις του, ανακρίνει την Γκισλέιν Μάξγουελ, πρώην σύντροφο και δεξί χέρι του Τζέφρι Eπσταϊν, η οποία εκτίει ποινή κάθειρξης είκοσι ετών, έχοντας καταδικαστεί για συνεργία στα αποτρόπαια εγκλήματα του δισεκατομμυριούχου παιδεραστή και μαστροπού που αυτοκτόνησε (σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή) το 2019 στο κελί του σε φυλακή της Νέας Υόρκης.
«Δασμοί και σεξουαλικά σκάνδαλα, δύο πολύ διαφορετικές υποθέσεις, αλλά το θράσος στον χειρισμό τους, η βάναυση και σαφής κατάχρηση εξουσίας δεν αλλάζουν», σχολιάζει ο ιταλός δημοσιογράφος. «Πρόκειται για την ίδια αυταρχική λογική με την οποία αντιμετωπίστηκε ο ουκρανός πρόεδρος Ζελένσκι: “Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά δεν έχεις τα χαρτιά”», προσθέτει αναφερόμενος στον τραμπουκισμό του ουκρανού ηγέτη τον περασμένο Φεβρουάριο στον Λευκό Οίκο.
Η Ευρώπη, σε αντίθεση με την Κίνα, είχε επίσης λίγα χαρτιά, τουλάχιστον όσον αφορά το εμπόριο και την ενεργειακή αυτάρκεια, γι’ αυτό και η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναγκάστηκε να βάλει πολύ νερό στο κρασί της κατά τη συνάντησή της με τον αμερικανό πρόεδρο, η οποία ολοκληρώθηκε με νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, προσέφερε όμως μια ανάσα στην Ευρώπη.
Οσο για την υπόθεση Επσταϊν, ο Τραμπ τη διαχειρίστηκε με ακόμη μεγαλύτερη θρασύτητα. Ηταν πεπεισμένος πως θα μπορούσε και σε αυτήν την περίπτωση να προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση, χωρίς να υποχρεούται να αποδεικνύει με στοιχεία τους όποιους ισχυρισμούς του, με κύριους στόχους, αφενός την πώρωση των οπαδών του, αφετέρου τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης.
Πρόκειται για μια παλιά και δοκιμασμένη τακτική, με τον Μάσιμο Γκάτζι να αναφέρει ενδεικτικά πως το 2016, βάλλοντας κατά του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Τεντ Κρουζ, ο οποίος διεκδικούσε το προεδρικό χρίσμα, είχε υποστηρίξει –ψευδώς– ότι ο πατέρας του ήταν φίλος, αν όχι συνεργός, του Λι Χάρβεϊ Οσβαλντ, του δολοφόνου του προέδρου Κένεντι.
Και το 2020, εν μέσω της προεκλογικής εκστρατείας με αντίπαλο τον Τζο Μπάιντεν, έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι ο Οσάμα μπιν Λάντεν στην πραγματικότητα δεν είχε εξοντωθεί (τον Μάιο του 2011, στην πρώτη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα) και ήταν ακόμη ζωντανός, αναγκάζοντας τον Ρόμπερτ Ονίλ, οτον Ρεπουμπλικανό πρώην πεζοναύτη που έβαλε τέλος στη ζωή του αρχηγού της Αλ Κάιντα, να τον διαψεύσει.
Πιο πρόσφατα, ενώ αναίσχυντα άρχισε να παίζει και στην αγορά των κρυπτονομισμάτων, εκδίδοντας το δικό του $TRUMP, ο Τραμπ κατάφερε να αποσπάσει την προσοχή όλων όσοι προβληματίζονται από την άυλη φύση ενός κλάδου που δεν συνδέεται με πραγματικές αξίες, αμφισβητώντας (από κοινού με τον ακόμα φίλο του τότε Ελον Μασκ) την ύπαρξη των αποθεμάτων σε χρυσό των ΗΠΑ στο Φορντ Νοξ.
«Είναι κατανοητό, λοιπόν, να αιφνιδιάστηκε ο Τραμπ όταν, για πρώτη φορά, η κοινή γνώμη επαναστάτησε ενάντια σε μια ακόμη διαλεκτική πιρουέτα στην οποία προέβη, κηρύσσοντας την υπόθεση Επσταϊν –διαρκές σημείο αναφοράς κατά την προεκλογική εκστρατεία του– ανύπαρκτη. Αλλά αυτή τη φορά έπαιξαν ρόλο η διάθεση εκδίκησης του Ελον Μασκ, ο οποίος είχε ήδη ρίξει την βόμβα του τον Ιούνιο, υποστηρίζοντας ότι “ο Τραμπ είναι στους φακέλους Επσταϊν”, και η οργή των πιο φανατικών από τους οπαδούς του MAGA, ενώπιον της κατάρρευσης των όποιων θεωριών τους συνωμοσίας», συνοψίζει ο αρθρογράφος της Corriere.
Αρχικά ο αμερικανός πρόεδρος κράτησε σκληρή στάση, κατηγορώντας τα ΜΜΕ ότι ασχολούνταν με μια υπόθεση ήσσονος (ξαφνικά) σημασίας, αντί να εστιάζουν στις επιτυχίες των πρώτων έξι μηνών της δεύτερης κυβέρνησή του. Ο Τραμπ δεν δίστασε να στραφεί ακόμη και εναντίον οπαδών του, χαρακτηρίζοντάς τους εύπιστους και αδύναμους, που το μόνο που καταφέρνουν να κάνουν είναι να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των Δημοκρατικών, δηλαδή των πραγματικών συνωμοσιολόγων της Αμερικής.
Ωστόσο ο σάλος δεν κόπασε, ενώ η Wall Street Journal έριξε περισσότερο λάδι στη φωτιά, εξ ου και η επιθέσεις στη συνέχεια κατά του Μπαράκ Ομπάμα –με στόχο και αυτή τη φορά τον αποπροσανατολισμό του κοινού–, τον οποίο ο Τραμπ χαρακτήρισε «ένοχο προδοσίας».
«Αλλά ποιος νοιάζεται;», γράφει ο Μάσιμο Γκάτζι, υποστηρίζοντας πως θα έπρεπε να είχαν υπάρξει πολύ πιο έντονες αντιδράσεις μήνες πριν, όταν ο Τραμπ μετέτρεπε το παραδοσιακά ανεξάρτητο από τον Λευκό Οίκο υπουργείο Δικαιοσύνης σε πιστό όργανό του, διορίζοντας στις θέσεις του υπουργού και του υφυπουργού πρώην δικηγόρους του.
Και τώρα επιχειρεί ακόμα μία ξεδιάντροπη ανατροπή, στέλνοντας τον υφυπουργό Δικαιοσύνης στη φυλακή, όπου κρατείται η Γκισλέιν Μάξγουελ, ώστε να διαπραγματευτεί μαζί της ενόψει της κατάθεσής της ενώπιον της Επιτροπής Εποπτείας της αμερικανικής Βουλής τον επόμενο μήνα.
Κατά τις συναντήσεις της με τον υφυπουργό Δικαιοσύνης τής χορηγήθηκε μερική ασυλία, ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι ο μοναδικός που μπορεί να τη βγάλει από τη φυλακή είναι ο Τραμπ, ο οποίος δεν αισθάνεται καν την ανάγκη να αποστασιοποιηθεί από τις εξελίξεις. «Χάρη; Είμαι ο μοναδικός που έχει την εξουσία να τη χορηγήσει. Δεν το έχω σκεφτεί ακόμα», ανέφερε πριν από λίγες ημέρες ο πρόεδρος των ΗΠΑ. «Πιο σημαντικό από το να διασκεδαστούν οι όποιες υποψίες είναι ναγίνει ξεκάθαρο ποιος “κρατάει τα χαρτιά”», καταλήγει ο Μάσιμο Γκάτζι.
