Την 4η Ιουλίου, Ημέρα Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα νομοσχέδια φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών.
Το νομοσχέδιο, το οποίο πέρασε, τελικά, και από τα δύο νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ, Κογκρέσο και Γερουσία, και το οποίο ο ίδιος περιγράφει ως «ένα μεγάλο, όμορφο νομοσχέδιο» (Big Beautiful Bill – ΒΒΒ), αποτελεί μια προσπάθεια του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να εδραιώσει τις βασικές αρχές του οικονομικού του δόγματος: χαμηλότερη φορολογία, περιορισμός του κράτους πρόνοιας και ενίσχυση της ασφάλειας και των συνόρων.
Ωστόσο, τόσο οι αναλυτές όσο και οι κοινωνικές οργανώσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις βαθιές ανισότητες και τις δημοσιονομικές συνέπειες που ενδέχεται να προκαλέσει.
Υπέρ των λίγων, κατά των πολλών
Ο βασικός άξονας του νομοσχεδίου είναι η παράταση των φορολογικών περικοπών που θεσπίστηκαν κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ το 2017. Οπως σημειώνει ο Guardian, αυτές οι περικοπές «απευθύνονται στους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης που υποστήριξαν την επανεκλογή του, αλλά στην πραγματικότητα, όπως δείχνουν οι αναλύσεις, οι υψηλότερα αμειβόμενοι είναι αυτοί που έχουν το μεγαλύτερο όφελος από το φορολογικό καθεστώς». Οπως και οι πλούσιοι.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) εκτιμά ότι το νέο νομοσχέδιο θα προσθέσει 3,3 τρισ. δολάρια στο δημόσιο έλλειμμα, έως το 2034. Παρότι οι υποστηρικτές του ισχυρίζονται ότι η αναμενόμενη ανάπτυξη θα αντισταθμίσει τις απώλειες, η Μάγια Μακ Γκίνες, πρόεδρος της Επιτροπής για έναν Υπεύθυνο Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό, προειδοποιεί: «Ναι, η οικονομία μπορεί κάλλιστα να παραμείνει σε ένα υψηλό επίπεδο τα επόμενα δύο χρόνια. Ομως αυτό δεν θα διατηρηθεί. Θα προκαλέσει πραγματική ζημιά και, συχνά, αυτό που ακολουθεί είναι η κατάρρευση», λέει στον Guardian.
Ο Economist συνοψίζει την οικονομική λογική του νομοσχεδίου ως «παράταση του status quo», το οποίο όμως, όπως σημειώνει, «δεν είναι βιώσιμο», κάτι που δεν καταλαβαίνουν ούτε οι Ρεπουμπλικανοί, αλλά ούτε και οι Δημοκρατικοί πριν από αυτούς. Το έλλειμμα των ΗΠΑ φτάνει ήδη το 6,7% του ΑΕΠ, και η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ ενδέχεται να ξεπεράσει σύντομα το ιστορικό όριο του 106% που είχε καταγραφεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι χαμένοι: το Medicaid και τα κοινωνικά επιδόματα
Το νομοσχέδιο δεν περιορίζεται στη φορολογική πολιτική. Περιλαμβάνει και σαρωτικές αλλαγές στα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης Medicaid και SNAP (επισιτιστική βοήθεια), τα οποία στηρίζουν εκατομμύρια Αμερικανούς με χαμηλό εισόδημα.
Σύμφωνα με το CBO, «οι αλλαγές του νομοσχεδίου στο Medicaid θα μπορούσαν να κοστίσουν σε έως και 11,8 εκατομμύρια ανθρώπους την υγειονομική τους περίθαλψη», ενώ το Κέντρο Προϋπολογισμού και Πολιτικών Προτεραιοτήτων εκτιμά ότι «περίπου 8 εκατομμύρια άνθρωποι, ή ένας στους πέντε δικαιούχους, ενδέχεται να χάσουν τα επιδόματα Snap». Η Λιλέιν Μπίγκελοου του Κέντρου για τη Φτώχεια και την Ανισότητα εξηγεί στον Guardian: «Αυτό αφορά όλους μας. Μιλάμε για τον γείτονά σας, τους ανθρώπους με τους οποίους παίζετε ποδόσφαιρο. Ολα αυτά θα έχουν τεράστιο αντίκτυπο σε πολλούς ανθρώπους, σε όλη τη χώρα».
Ο Economist προσθέτει ότι η θέσπιση νέων εργασιακών απαιτήσεων για την πρόσβαση σε αυτά τα προγράμματα «έχει δημιουργήσει στο παρελθόν μια πορεία γραφειοκρατικών εμποδίων για τους αιτούντες, χωρίς να ενισχύσει την απασχόληση». Οσο για τον αποκλεισμό σχεδόν 12 εκατομμυρίων Αμερικανών από την ασφάλιση υγείας, γράφει απλώς ότι «είναι ένας σκανδαλώδης αριθμός για την πλουσιότερη χώρα του κόσμου».
Ακόμα και αν δεν επηρεάζεται κανείς άμεσα από την περικοπή των κοινωνικών επιδομάτων, οι συνέπειές της θα είναι ευρείες στις τοπικές οικονομίες. Ο Ρόμπερτ Μαντούκα, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, υπολογίζει τις ετήσιες απώλειες για τις τοπικές οικονομίες από τις περικοπές στα επιδόματα, στα 120 δισ. δολάρια. Οπως λέει στον Guardian: «Οι εργαζόμενοι και οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων μπορεί να δουν το εισόδημά τους να γίνεται λιγότερο ασφαλές, επειδή η ζήτηση στην τοπική οικονομία τους θα μειώνεται».
Περιβαλλοντική οπισθοδρόμηση
Ακόμη ένα αμφιλεγόμενο σημείο του νομοσχεδίου είναι η κατάργηση των πράσινων κινήτρων που είχαν θεσπιστεί επί Μπάιντεν. Ο Guardian επισημαίνει ότι οι Ρεπουμπλικανοί «συμπεριέλαβαν σε αυτό διατάξεις για τον τερματισμό των κινήτρων για την πράσινη ενέργεια». Ο Economist, αν και επικριτικός απέναντι στο σύνθημα «αγοράστε αμερικανικά προϊόντα» που συνόδευαν αυτά τα κίνητρα, τονίζει ότι η κατάργησή τους, χωρίς αντικατάσταση από κάποιες εναλλακτικές πολιτικές, σημαίνει ότι «θα αυξηθούν κατακόρυφα οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου».
Σε μια περίοδο κατά την οποία η Τεχνητή Νοημοσύνη απαιτεί τεράστιες ποσότητες ενέργειας, γράφει, «η νοσταλγία του Τραμπ για τα ορυκτά καύσιμα αγνοεί τη δυνατότητα των ανανεώσιμων πηγών να κάνουν την ενέργεια πολύ πιο άφθονη, προσιτή και καθαρή».
Eπιστροφή στη «ρεπουμπλικανική παράδοση»
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πολιτική διάσταση του νομοσχεδίου. Ο Economist παρατηρεί ότι το νομοσχέδιο μοιάζει «περισσότερο με τον παραδοσιακό Ρεπουμπλικανισμό του Πολ Ράιαν ή του Μιτ Ρόμνεϊ, παρά με μια φαντασίωση του MAGA». Αυτό εξηγεί και την αναζωπύρωση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων, με τον δείκτη S&P 500 να καταγράφει ιστορικά υψηλά: «Ο επιχειρηματικός κόσμος είναι και πάλι πρόθυμος να δει τον Τραμπ ως κάτι διαφορετικό από τον λαϊκιστή που υπήρξε στην πρώτη θητεία του· τον αντιμετωπίζουν ως έναν άνθρωπο που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά, αλλά όχι κυριολεκτικά, υπ’ όψιν», γράφει.
Ωστόσο, παρά τη ρητορική περί οικονομικής ανάπτυξης, οι προβλέψεις είναι συγκρατημένες. Η κυβέρνηση εκτιμά σχεδόν 5% αύξηση παραγωγής τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλά ο Economist επισημαίνει ότι «είναι λάθος να περιμένουμε ότι αυτό το νομοσχέδιο θα δημιουργήσει μια άνθηση της ανάπτυξης».
«Τα επιτόκια είναι τρεις φορές πιο υψηλά από την τελευταία φορά που ο Τραμπ μείωσε τους φόρους και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα είναι πιο πιθανό να εξισορροπήσει τη χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική με τροποποιήσεις στη νομισματική στάση της. Οι φορολογικές περικοπές από την πλευρά της προσφοράς θα βοηθήσουν στην τόνωση των επενδύσεων, αλλά αντιπροσωπεύουν μόνο το 8% του συνόλου, σε κόστος. Πολλές νέες φορολογικές περικοπές, συμπεριλαμβανομένων των εξαιρέσεων για τα φιλοδωρήματα και τις υπερωρίες, είναι τεχνάσματα», γράφει.
Δημοκρατική δυσλειτουργία
Ο τρόπος που πέρασε το νομοσχέδιο υπογραμμίζει τις θεσμικές δυσλειτουργίες της Ουάσινγκτον, γράφει ο Economist. Επειδή «τα κυβερνώντα κόμματα σπάνια έχουν περισσότερες από μία ευκαιρίες τον χρόνο να ψηφίσουν ένα νομοσχέδιο για τους φόρους και τις δαπάνες, καταλήγουν να περνούν γιγαντιαία νομοθετήματα που συνδυάζουν φορολογική, κοινωνική και μεταναστευτική πολιτική, χωρίς επαρκή έλεγχο».
Το νομοσχέδιο BBB, εκτός των οικονομικών διατάξεων, περιλαμβάνει δεκάδες δισεκατομμύρια για την ενίσχυση του πολέμου κατά της μετανάστευσης και την κατασκευή τείχους στα σύνορα με το Μεξικό. Η επιλογή της 4ης Ιουλίου για την υπογραφή του νομοσχεδίου δεν είναι τυχαία: πρόκειται για μια θεατρική επίδειξη της «επανεκκίνησης» του Τραμπ ως υπερασπιστή της αμερικανικής ταυτότητας και οικονομίας.
Σε μια εποχή που η Αμερική καλείται να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ανισότητας, της δημοσιονομικής αστάθειας και της ενεργειακής μετάβασης, το νέο νομοσχέδιο του Τραμπ φέρνει βαθιές τομές με αβέβαιο αποτέλεσμα. Ή, όπως το θέτει ο Economist, «αποκαλύπτει τη μακροπρόθεσμη ζημιά που προκαλεί ο Τραμπ στα θεμέλια της αμερικανικής οικονομίας». Είναι σίγουρα «μεγάλο». Αν θα αποδειχθεί όντως και «όμορφο», θα το δείξει ο χρόνος. Και η κάλπη.
