Σύμφωνοι, πρέπει να νιώθουμε τυχεροί που ήταν η Ανγκελα Μέρκελ καγκελάριος και όχι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, την εποχή της ελληνικής κρίσης. Τυχεροί και που η Μέρκελ δεν άκουσε τον Σόιμπλε και δεν μας έστειλε στο απώτερο Grexit, τυχεροί που είναι αυτή που είναι με τα βαρετά της ταγέρ, την πίστη της στους κανόνες, την καταστολή του εγωισμού της και όλα τα άλλα ωραία που ακούσαμε τις τελευταίες ημέρες, σε μια σχεδόν γενικευμένη υμνολογία με αφορμή την παρουσία και τα λεγόμενά της στην Αθήνα –ακόμα και η Ολγα Γεροβασίλη ενθουσιάστηκε και απεφάνθη πως αφού η Μέρκελ είπε ότι δεν την κορόιδεψε ο Αλέξης Τσίπρας αυτό αποδεικνύει ότι ο τελευταίος δεν κορόιδεψε ούτε τον ελληνικό λαό.
Αλλά, ας προσπεράσουμε την πολιτική συγκυρία και το πώς, στο μεταξύ, η Μέρκελ επιστρατεύτηκε για να λουστράρει κι αυτή το προφίλ του πρώην Πρωθυπουργού, στα 10χρονα του καταστροφικού δημοψηφίσματος και καθώς ο πρωταγωνιστής του επιχειρεί να παρουσιαστεί ως παίκτης διεθνούς εμβέλειας. Ας μείνουμε στα όσα μας είπε, σε μια συζήτηση στο ΚΠΙΣΝ και σε μια συνέντευξη στον ΣΚΑΙ με διαφορά ενός 24ωρου, η πρώην καγκελάριος, η οποία στα 70 της πια και μακριά από την εξουσία αφέθηκε και έγινε κάπως πιο αποκαλυπτική για την ελληνική και ως εκ τούτου ευρωπαϊκή περιπέτεια.
Γίναμε πιο σοφοί για την κρίση και τα παρασκήνια εκείνης της δραματικής περιόδου; Οχι απαραίτητα. Η Μέρκελ δεν μας είπε κάτι που ουσιαστικά δεν ξέραμε –η καλή χημεία με τον Αλέξη Τσίπρα, η κακή χημεία με τον Αντώνη Σαμαρά και η καθόλου χημεία με τον Γιώργο Παπανδρέου ήταν γνωστά πράγματα, όπως και το σοκ της για την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου και το πώς έβλεπαν οι ξένοι ηγέτες και ο Σόιμπλε την κατάσταση, μια συνθήκη που από ένα σημείο και μετά είχε κάνει το Grexit ένα σενάριο με όλο και πιο αυξημένες πιθανότητες να συμβεί.
Μάθαμε, βέβαια, ότι έβαλε κάποια στιγμή τα κλάματα –στην αρχή της κρίσης, όχι μετά. Δεν είναι κάτι που παραδέχεσαι εύκολα δημόσια, ούτε ως ηγέτης, ούτε ως γυναίκα.
Οπως, όμως, μάθαμε και κάτι άλλο. Οτι τελικά έβλεπε το ελληνικό ζήτημα με τα μάτια μιας Ανατολικογερμανίδας και όχι ακριβώς της γερμανίδας καγκελαρίου· είπε σε ένα κρίσιμο σημείο στη συνέντευξή της στον Αλέξη Παπαχελά: «Ισως να με έχει διαμορφώσει βαθιά το ότι κατάγομαι από την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, από τα λεγόμενα νέα ομόσπονδα κρατίδια. Περάσαμε από μια τρομακτική ριζική οικονομική αλλαγή το 1990, για παράδειγμα μέχρι και το 2000 υπήρχε ποσοστό ανεργίας άνω του 20% στη δική μου εκλογική περιφέρεια. Ετσι ήξερα τι σήμαιναν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τι σήμαινε μια αναποτελεσματική οικονομία. Από τη μία πλευρά ίσως ήμουν σκληρή, από την άλλη όμως, γνώριζα ότι δεν μπορείς να το ξεπεράσεις υποκρινόμενος. Και η ΛΔΓ είχε καταρρεύσει οικονομικά».
Εδώ λοιπόν εμφανίζεται ξαφνικά το ανθρώπινο στοιχείο –και ιδίως εκείνο το ανθρώπινο στοιχείο που μετατρέπεται σε πολιτική και πολιτικές. Εδώ υπάρχει το «εγώ» πάνω από το «εμείς», σε αντίθεση με τον περίφημο αντικειμενισμό που αναγνώριζαν στη Μέρκελ τόσα χρόνια και που της τον χειροκρότησαν και τον εξύμνησαν τόσοι στο ΚΠΙΣΝ. Η Μέρκελ δεν ήταν απαραίτητα η πειθαρχημένη καγκελάριος, ήταν η κατά βάθος ταλαιπωρημένη Ανατολικογερμανίδα που ένιωθε, ήξερε, προκατέβαλλε τι μαρτύρια όφειλε να περάσει ο ελληνικός λαός για να βρει την κατ’ αυτήν λύτρωση. Μετά της έκανε εντύπωση που αντέξαμε κιόλας. «Ισως ήμουν σκληρή…»
Ισως; Αν γυρίσεις την κασέτα των ομιλιών στην αρχή, θα ακούσεις τη Μέρκελ να εκμυστηρεύεται στον διευθυντή της «Καθημερινής» ένα άλλο ελληνικό της απωθημένο, της εφηβικής της ηλικίας μάλιστα: όταν ήταν 18 ετών και ως Ανατολικογερμανίδα μπορούσε να πάει διακοπές μόνο στην κομμουνιστική Βουλγαρία, εκείνη πήγαινε στα σύνορα με την Ελλάδα, κοίταζε πάνω από το σύρμα, έβλεπε τη θάλασσα (;) και σκεφτόταν πόσο τυχεροί είμαστε…
Επαιξαν άραγε τα τραύματα της μικρής και της μεγαλύτερης Ανγκελα Μέρκελ ρόλο στην ελληνική κρίση; Κι αν έπαιξαν, μπορείς να βγάλεις το ανθρώπινο στοιχείο από το αξίωμα; Να απομονώσεις τον ηγέτη μακριά από τις εμπειρίες που τον καθόρισαν ως άνθρωπο; Είναι πολύ δύσκολο να απαντήσει κανείς ακόμα και αν έχει ψυχαναλυτικές δεξιότητες.
Αλλά, από την άλλη, η ίδια η Μέρκελ φαίνεται να ανατρέχει συχνά σε προσωπικούς χώρους, προκειμένου να εξηγήσει τη μεταγενέστερη στάση της, γεγονός που μπορεί να σε οδηγήσει σε κάποια ερωτήματα για ότι το αν ήμασταν τελικά τόσο τυχεροί που ήταν εκείνη στο τιμόνι της Γερμανίας την επίμαχη περίοδο.
Μάθαμε εξάλλου και κάτι άλλο –σωστότερα: ξαναμάθαμε. Πόσο η Ανγκελα Μέρκελ φοβάται τους σκύλους και πόσο απρεπής υπήρξε ο Βλαντίμιρ Πούτιν που όχι μόνο στην πρώτη τους συνάντηση είχε εμφανίσει σκόπιμα ένα ωραίο λαμπραντόρ, αλλά την επόμενη φορά της έδωσε μια πάνινη κούκλα σε σχήμα σκύλου λέγοντας της πως «δεν δαγκώνει». Φοβερό κι αυτό. Αλλά ενώ συμπαραστεκόμαστε στην πρώην καγκελάριο που φοβάται τα σκυλιά και δεν είχε εγκαίρως καταλάβει τι παλιάνθρωπος είναι ο ρώσος πρόεδρος, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτό, όταν η συζήτηση πηγαίνει στον Πούτιν αυτή να μονοπωλείται από το παιδικό τραύμα της Ανγκελα που την είχε δαγκώσει ένα σκυλί.
Η Μέρκελ που έλεγε ότι επειδή ξέρει ρώσικα, που τα είχε μάθει ως καλή παιδούλα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, θα κατεύναζε τάχα μου τον Πούτιν (που κι αυτός ξέρει γερμανικά ως δευτεροκλασάτος πράκτορας της KGB στη Δρέσδη, αλλά δεν το διαφημίζει κιόλας), θα έπρεπε καλύτερα να μας πει πώς έριξε τη χώρα της –και μαζί της ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση– στην ενεργειακή παγίδα του Πούτιν ή έστω τι του έλεγε στα πολύωρα τηλεφωνήματα που είχαν –προτού καταλάβει, το 2014 πια, απελπιστικά αργά, ότι της έλεγε ψέματα και τον άφηνε πια στις αναπάντητες.
Αλλά είπαμε, αυτά τα λύνουν οι ψυχολόγοι. Ή θα έπρεπε να τα έχουν λύσει…
