Η Δύση παρακολουθεί με κομμένη ανάσα ένα πολιτικό θρίλερ χωρίς τέλος, με τον Ντόναλντ Τραμπ στο επίκεντρο ενός αδιέξοδου το οποίο ο ίδιος είχε υποσχεθεί να λύσει «σε 24 ώρες». Πάνω από δέκα μήνες μετά τη δεύτερη ορκωμοσία του, ο αμερικανός πρόεδρος βρίσκεται εγκλωβισμένος ανάμεσα σε δύο αμετακίνητους «βράχους»: τη Ρωσία, που παραμένει ανυποχώρητη στις αξιώσεις της, και την Ουκρανία μαζί με τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που εξακολουθούν να στηρίζουν το Κίεβο. Το αποτέλεσμα είναι μια γεωπολιτική σύγκρουση που συνεχίζεται, παρά τις κατά καιρούς υποσχέσεις για γρήγορη ειρήνη.
Οι τελευταίες επαφές των αμερικανικών απεσταλμένων, του Στιβ Γουίτκοφ και του Τζάρεντ Κούσνερ, με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στη Μόσχα, δεν απέφεραν καρπούς. Αντιθέτως, ο στενός συνεργάτης του ρώσου προέδρου, Γιούρι Ουσάκοφ, δήλωσε ότι οι συνομιλίες δεν οδήγησαν σε κανενός είδους συμβιβασμό: «Η ειρήνη δεν είναι πιο κοντά, αλλά ούτε και πιο μακριά», είπε. Η Telegraph επισημαίνει ότι τα δύο βασικά ζητήματα, οι εδαφικές παραχωρήσεις που ζητάει ο Πούτιν και οι προοπτικές ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, παραμένουν αγκάθια που κανείς δεν δείχνει πρόθυμος να αγγίξει.
Το προηγούμενο κοινό σχέδιο 28 σημείων Ουάσινγκτον – Μόσχας είχε χαρακτηριστεί από τη Γαλλία ως «πράξη παράδοσης» της Ουκρανίας: προέβλεπε αναγνώριση της de facto ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία, στο Λουχάνσκ και στο Ντονέτσκ, περιορισμό του ουκρανικού στρατού και πάγωμα των γραμμών, που θα επέτρεπαν στη Μόσχα να κρατήσει στρατηγικά το πάνω χέρι. Ακόμη και η αμερικανική διπλωματία έσπευσε να αποστασιοποιηθεί όταν το περιεχόμενο του σχεδίου διέρρευσε.
Παρά τις προσπάθειες των ΗΠΑ και του Κιέβου να διαμορφώσουν ένα νέο, ηπιότερο για την Ουκρανία πλαίσιο συνομιλιών πριν από τη συνάντηση στη Μόσχα, οι διαφορές παρέμειναν αγεφύρωτες, σημειώνει η Telegraph. Η Ρωσία συνέχισε να προβάλλει μαξιμαλιστικές απαιτήσεις, την ώρα που η ουκρανική πλευρά ζητούσε «ειρήνη χωρίς εξευτελισμό». Για τον Πούτιν, κάθε συζήτηση ξεκινά από την πλήρη εξασφάλιση των εδαφικών κερδών ενός πολέμου που διαρκεί ήδη σχεδόν τέσσερα χρόνια.
Μπροστά σε αυτό το τέλμα, ο Λευκός Οίκος φαίνεται να αναζητά νέες επιλογές. Η αμερικανική στρατηγική μέχρι σήμερα είχε δύο σκέλη: αφενός την πίεση προς τη Ρωσία μέσω κυρώσεων και απειλών στρατιωτικών ενισχύσεων προς την Ουκρανία· αφετέρου την ταυτόχρονη προσπάθεια να δοθεί στο Κίεβο κίνητρο για ευελιξία. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Πούτιν αντιλήφθηκε ότι ο Τραμπ εξετάζει την πώληση πυραύλων Tomahawk στο Κίεβο και την επιβολή νέων κυρώσεων, επέστρεψε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ομως ο πρόεδρος των ΗΠΑ, μια ημέρα μετά το τηλεφώνημα με το Κρεμλίνο, «πάγωσε» την πώληση των πυραύλων ώστε να μη διαρραγεί το κλίμα της διαμεσολάβησης που μόλις είχε αρχίσει.
Αυτό το τακτικό μπρα-ντε-φερ ενδέχεται να μην επαναληφθεί. Ο Τραμπ, εξαντλημένος από μια υπόθεση που δεν αποδίδει πολιτικό όφελος στο εσωτερικό των ΗΠΑ, φαίνεται να έχει χάσει την υπομονή του. Εδώ και μήνες απειλεί ότι θα εγκαταλείψει τη διαδικασία εάν η Ουκρανία δεν κάνει δεκτούς ορισμένους όρους, φτάνοντας μέχρι το σημείο να θέσει «τελεσίγραφο Ημέρας των Ευχαριστιών» για την αποδοχή τους. Μάλιστα, είχε αφήσει να εννοηθεί ότι σε περίπτωση ουκρανικής άρνησης, οι ΗΠΑ θα διακόψουν την παροχή πληροφοριών και στρατιωτικής βοήθειας, με συνέπειες που θα ήταν καταστροφικές για το Κίεβο.
Οι φόβοι μιας τέτοιας εξέλιξης μεγαλώνουν στο ευρωπαϊκό στρατόπεδο. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι δεν προτίθεται να «πετάξει την Ουκρανία στα σκυλιά», ο Τραμπ έχει ήδη το ένα πόδι έξω από την υπόθεση, γράφει η Telegraph. Το περιβάλλον του υποστηρίζει ότι η Αμερική δεν έχει λόγο να συνεχίσει μια ακριβή δέσμευση. Το μήνυμα προς την Ευρώπη είναι σαφές: αν θέλετε η Ουκρανία να σταθεί, πληρώστε.
Την ίδια ώρα, η Μόσχα συνεχίζει να εφαρμόζει τη δική της στρατηγική πίεσης. Μόλις λίγες ώρες μετά την αποχώρηση Κούσνερ και Γουίτκοφ από τη ρωσική πρωτεύουσα, η Ρωσία εξαπέλυσε τη μεγαλύτερη έως τότε επίθεση με drones εναντίον ουκρανικών πόλεων, προκαλώντας θύματα και καταστροφές σε πολλές περιοχές, από τη Ντνιπροπετρόφσκ έως τη Χερσώνα και την Οδησσό. Η κίνηση αυτή ερμηνεύθηκε από την Ευρώπη ως μήνυμα ότι ο Πούτιν δεν σκοπεύει να χαλαρώσει την πολεμική πίεση, ώστε να κερδίσει περισσότερα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
«Δεν ξέρω τι κάνει το Κρεμλίνο», είπε από την πλευρά του ο Ντόναλντ Τραμπ. «Μπορώ να σας πω ότι (Γουίτκοφ και Κούσνερ) είχαν μια αρκετά καλή συνάντηση με τον Πρόεδρο Πούτιν. Θα το μάθουμε».
Η ευρωπαϊκή διπλωματία, από την πλευρά της, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη στήριξης της Ουκρανίας και στον φόβο ότι κάθε αυστηρό βήμα έναντι της Ρωσίας θα δυναμιτίσει τις όποιες πιθανότητες ειρήνης. Στις Βρυξέλλες, ο Ζελένσκι παρότρυνε τους Ευρωπαίους να προχωρήσουν στη χρήση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, μια συζήτηση που επανέρχεται διαρκώς αλλά σκοντάφτει στις αντιρρήσεις του Βελγίου λόγω νομικών κινδύνων. Η Κομισιόν, ωστόσο, ανακοίνωσε σχέδιο για δάνειο 210 δισ. ευρώ προς την Ουκρανία, εξασφαλισμένο κυρίως από τα δεσμευμένα ρωσικά κεφάλαια, με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να δηλώνει ότι «μόνο η πίεση αποδίδει απέναντι στο Κρεμλίνο».
Παράλληλα, ο ΝΑΤΟϊκός μηχανισμός προειδοποιεί ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί τις διαπραγματεύσεις ως κάλυψη για να προετοιμάσει νέα φάση επιθετικών επιχειρήσεων. Οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, γνωρίζοντας ότι ίσως σύντομα βρεθούν μόνες τους μπροστά στο βάρος της ουκρανικής άμυνας, επιχειρούν να καλλιεργήσουν μια ακόμα «εκστρατεία γοητείας» προς τον Τραμπ, ελπίζοντας ότι μπορούν να αποτρέψουν μια απότομη αμερικανική αποχώρηση.
Το αδιέξοδο παραμένει βαθύ, επισημαίνει η Telegraph: Ο Πούτιν θέλει συνομιλίες, αλλά μόνο με τους δικούς του όρους. Ο Τραμπ θέλει ειρήνη, αλλά χωρίς πολιτικό κόστος. Η Ουκρανία θέλει λύση, αλλά όχι ταπεινωτική. Και η Ευρώπη, πιεσμένη, αναζητά τρόπο να διατηρήσει την ενότητά της.
Σε αυτό το περίπλοκο παιχνίδι ισχύος, το μόνο βέβαιο είναι ότι ο πόλεμος δεν θα τελειώσει σύντομα και κανείς από τους μεγάλους παίκτες δεν δείχνει έτοιμος να κάνει το αποφασιστικό βήμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πραγματική ειρήνη.
