Ο Πούτιν πιστεύει ακόμη ότι είναι ιδιοφυΐα και δεν σηκώνει αντίλογο
| Creative Protagon/ Reuters, Maxim Shipenkov
Επικαιρότητα

Ο Πούτιν πιστεύει ακόμη ότι είναι ιδιοφυΐα και δεν σηκώνει αντίλογο

Ο ρώσος πρόεδρος είναι σήμερα πιο... Πούτιν από ποτέ: πιο φοβισμένος, πιο κλεισμένος, πιο σίγουρος για τη δική του ιδιοφυΐα και πιο αποκομμένος από τη χώρα που κυβερνά. Ενώ βλέπει παντού συνωμοσίες της Δύσης, χάνει την ικανότητα να κατανοεί την ίδια τη Ρωσία. Ενας ηλικιωμένος αυταρχικός ηγέτης, αποκομμένος από την κοινωνία, ανίκανος να εμπνεύσει ή να διοικήσει· ένας μονάρχης μέσα σε χρυσό κλουβί
Protagon Team

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν του 2025 δεν είναι πια ο συγκρατημένος, υπολογιστικός ηγέτης του 2018. Ο τότε πρόεδρος της Ρωσίας, αν και ήδη αυταρχικός και επιρρεπής στη λατρεία της προσωπικότητάς του, έμοιαζε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διατήρηση της εξουσίας και του πλούτου της αυλής του παρά για την αναβίωση μιας χαμένης αυτοκρατορίας. Επτά χρόνια αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος έχει οδηγήσει τη χώρα του σε έναν καταστροφικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας και, εμμέσως, με τη Δύση.

Η εισβολή του 2022, δικαιολογημένη από τον Πούτιν με προπαγανδιστικά επιχειρήματα περί «ναζιστικού καθεστώτος» στο Κίεβο και υποτιθέμενης απειλής από το ΝΑΤΟ, έχει στοιχίσει τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα σε πάνω από ένα εκατομμύριο ρώσους στρατιώτες και σε εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανούς. Ο Πούτιν, γράφει στους Times ο Μαρκ Γκαλεότι, ιστορικός, ειδικευμένος στα ρωσικά πράγματα, αντί να αναγνωρίσει το αδιέξοδο, έχει πείσει τον εαυτό του ότι η Δύση έχει εξαπολύσει έναν «πραγματικό πόλεμο» εναντίον της Ρωσίας και απαντά με δίκτυα κατασκόπων, χάκερ, δολοφόνων και παρακρατικών σε όλο τον κόσμο.

Στο εσωτερικό της χώρας, το 40% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού διατίθεται πλέον για την ασφάλεια και την άμυνα. Η παλιά «σιωπηλή συμφωνία» –λιγότερη ελευθερία με αντάλλαγμα οικονομική ευημερία– έχει αντικατασταθεί από έναν συνδυασμό πατριωτικής ρητορικής και απειλών. Οι πολίτες βομβαρδίζονται με προπαγάνδα, ενώ κάθε διαφωνία τιμωρείται με μεγάλη αυστηρότητα.

Το ερώτημα που τίθεται, γράφουν οι Times είναι «τι άλλαξε;». Iσως τίποτε, απαντά ο Γκελεότι: Ο σημερινός Πούτιν δεν είναι ένας διαφορετικός και ριψοκίνδυνος παίκτης, αλλά η υπερβολική εκδοχή του παλιού του εαυτού. Ενας άνθρωπος που πιστεύει όλο και περισσότερο στη δική του ιδιοφυΐα και λιγότερο στην πραγματικότητα γύρω του.

Η απόφαση για την εισβολή στην Ουκρανία αποδεικνύει αυτή τη μετάλλαξη. Για τον Πούτιν, δεν ήταν ρίσκο. Πίστευε ακράδαντα ότι οι Ουκρανοί θα υποδέχονταν τους Ρώσους ως «απελευθερωτές». Είχε ήδη γράψει άρθρα στα οποία ισχυριζόταν ότι η Ουκρανία δεν αποτελεί πραγματικό έθνος, αλλά απλώς ένα παρακλάδι της ρωσικής ταυτότητας. Πείστηκε ότι η αντίσταση θα ήταν ασήμαντη και ότι μέσα σε λίγες εβδομάδες θα εγκαθιστούσε φιλορωσική κυβέρνηση στο Κίεβο.

Στην πραγματικότητα, οι αποφάσεις του βασίστηκαν σε πλήρη παρεξήγηση της κατάστασης. Οι στρατηγοί και οι σύμβουλοί του πιθανότατα γνώριζαν την αλήθεια, αλλά κανείς δεν τόλμησε να του την πει. Ο μόνος που προσπάθησε να προτείνει διάλογο, ο διαπραγματευτής Ντμίτρι Κόζακ, σύντομα απομακρύνθηκε.

Η αλλεργία του Πούτιν στην κριτική δεν είναι καινούργια, αλλά έχει οξυνθεί. Από τα πρώτα του χρόνια στην εξουσία, φάνηκε αμήχανος μπροστά στις αποτυχίες, όπως στην τραγωδία του υποβρυχίου Κουρσκ το 2000, ωστόσο τότε τουλάχιστον άκουγε τους τεχνοκράτες συμβούλους του, σημειώνουν οι Times. Σήμερα, απομονωμένος και καχύποπτος, ζει μέσα σε ένα σχεδόν μεσαιωνικό καθεστώς αυλής. Η πανδημία επιδείνωσε αυτή την απομόνωση. Κατά τη διάρκειά της, ο Πούτιν έμεινε κυριολεκτικά φυλακισμένος στα ανάκτορά του, μέσα σε μια «βιοασφαλή ζώνη» με αποστειρωμένα περάσματα και θαλάμους απολύμανσης. Οι συναντήσεις του γίνονταν εξ αποστάσεως μέσω βίντεο, ενώ ακόμη και οι στενότεροι συνεργάτες του περνούσαν καραντίνα για να τον δουν.

Ετσι, η πολιτική του σκέψη περιορίστηκε σε έναν μικρό κύκλο «φίλων» χωρίς θεσμικό ρόλο, όπως ο τραπεζίτης Γιούρι Κοβαλτσούκ, οι οποίοι ενίσχυαν τις εμμονές του για το «ρωσικό πεπρωμένο» και τη δήθεν αχαριστία της Ουκρανίας. Μέσα σε αυτό το κενό, ο Πούτιν μετατράπηκε σε έναν σύγχρονο βασιλιά Λιρ: περιτριγυρισμένος από αυλοκόλακες, περίπου συνομηλίκους του, πρώην πράκτορες της KGB από το Λένινγκραντ, οι οποίοι απλώς επαναλαμβάνουν τις απόψεις του.

Η μεγαλομανία του εκφράζεται στην εμμονή του με την υστεροφημία. Από τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του ρωτούσε δημοσιογράφους και ιστορικούς πώς θα καταγραφεί στα σχολικά εγχειρίδια, γράφει ο Γκαλεότι στους Times. Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, αναρωτήθηκε ειρωνικά: «Και τώρα; Τι θα γράφουν τα βιβλία;» Το 2022 ήλπιζε ότι η εισβολή στην Ουκρανία θα αποτελούσε την κορωνίδα της καριέρας του: την «επανένωση» των ιστορικών εδαφών των Ρως -Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία- υπό την Μόσχα.

Παράλληλα, όμως, ο Πούτιν δείχνει να αποφεύγει τις δύσκολες αποφάσεις. Κατά την πανδημία, αποσύρθηκε από κάθε διαχείριση και άφησε το βάρος στους τεχνοκράτες Μισούστιν και Σομπιάνιν. Περιμένει συνήθως από τους ειδικούς να επιλύσουν τα προβλήματα που ο ίδιος δημιουργεί, αλλά αγνοεί τις συμβουλές τους. Οταν η πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας, Ελβίρα Ναμπιούλινα, του είπε ευθέως ότι η εισβολή καταστρέφει την οικονομία, εκείνος απλώς διέκοψε τη συνομιλία τους.

Το μοτίβο αυτό, παράνοια, αλαζονεία και φόβος, έχει πλέον σταθεροποιηθεί. Ο Πούτιν δεν μπορεί να παραιτηθεί: κινδυνεύει όχι μόνο να χάσει την εξουσία και τα προνόμιά του, αλλά και να βρεθεί αντιμέτωπος με το Διεθνές Δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου. Δεν μπορεί, όμως, ούτε να ορίσει διάδοχο, γιατί κάτι τέτοιο θα φανεί ως ένδειξη αδυναμίας. Ούτε μπορεί να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία χωρίς να μπορεί να τον παρουσιάσει ως «νίκη». Ετσι, παγιδεύεται σε μια διαρκή σύγκρουση, προσπαθώντας να ελέγξει τους ολιγάρχες που λεηλατούν το κράτος, ενώ γνωρίζει ότι εξαρτάται από αυτούς για τη διατήρηση της εξουσίας.

Η απομόνωση αυτή φάνηκε ξεκάθαρα το 2023, με την ανταρσία του Γεβγκένι Πριγκόζιν, αρχηγού της ομάδας Βάγκνερ, γράφουν οι Times. Ο Πούτιν είχε επιτρέψει τη δημιουργία μιας ιδιωτικής στρατιωτικής δύναμης και είχε κλείσει τα μάτια στη σύγκρουση του Πριγκόζιν με τον υπουργό Αμυνας, Σεργκέι Σοϊγκού. Οταν ο μισθοφόρος στράφηκε εναντίον του, ο Πούτιν αντέδρασε με πανικό, σαν να μην μπορούσε να πιστέψει ότι η ίδια του η πολιτική γέννησε το χάος.

Πολλοί στη Μόσχα τότε είπαν: «Ο Πούτιν δεν είναι πια ο Πούτιν». Ομως στην πραγματικότητα, είναι περισσότερο Πούτιν από ποτέ: πιο φοβισμένος, πιο κλεισμένος, πιο σίγουρος για τη δική του ιδιοφυΐα και πιο αποκομμένος από τη χώρα που κυβερνά. Ενώ βλέπει παντού συνωμοσίες της Δύσης, χάνει την ικανότητα να κατανοεί την ίδια τη Ρωσία.

Ο θάνατος του Αλεξέι Ναβάλνι σε φυλακή της Αρκτικής, το 2024, αποκάλυψε όχι μόνο την αγριότητα, αλλά και την αδυναμία του καθεστώτος. Οπως παραδέχτηκε ένας πρώην αξιωματικός ασφαλείας, ο Πούτιν θα μπορούσε απλώς να τον είχε αφήσει να σαπίσει στη φυλακή· αντ’ αυτού, τον σκότωσε, δείχνοντας φόβο, όχι δύναμη.

Ο Πούτιν του σήμερα είναι παγιδευμένος από τις ίδιες του τις εμμονές, καταλήγουν οι Times. Δεν μπορεί να εγκαταλείψει τον πόλεμο, δεν μπορεί να μεταβιβάσει την εξουσία, δεν μπορεί να αλλάξει την πορεία του. Είναι ένας ηλικιωμένος αυταρχικός ηγέτης, αποκομμένος από την κοινωνία, ανίκανος να εμπνεύσει ή να διοικήσει· ένας μονάρχης μέσα σε χρυσό κλουβί.

Η ειρωνεία είναι ότι, όσο ο Πούτιν παραμένει ίδιος, η Ρωσία αλλάζει. Η χώρα που τον ανέβασε στην απόλυτη εξουσία το 2000 με ελπίδες σταθερότητας και ανάπτυξης, σήμερα δείχνει να τον έχει ξεπεράσει. Το 2022, το 83% των Ρώσων δήλωνε ότι «η Ρωσία χρειάζεται αλλαγή». Ο ηγέτης που κάποτε κυβερνούσε με ένα επιτυχημένο συνδυασμό τύχης, μύθου και ψευδαισθήσεων, μοιάζει όλο και περισσότερο με έναν γερασμένο δικτάτορα που επιβλέπει μια αυτοκρατορία σε παρακμή, ένα «μπανανοκράτος χωρίς μπανάνες».

Exit mobile version