Κιμ Νόβακ: «Κράτησα ό,τι είναι σημαντικό»
| REUTERS/Remo Casilli/ Paramount Pictures/ CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Κιμ Νόβακ: «Κράτησα ό,τι είναι σημαντικό»

Με αφορμή το ντοκιμαντέρ «Kim Novak’s Vertigo» και τη βράβευσή της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας για τη συνολική της προσφορά, η 92χρονη σταρ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ μιλάει για τον Χίτσκοκ και τον Τραμπ και λέει ότι η άρνησή της να την ελέγχουν ήταν τόσο σημαντική όσο και οι ερμηνείες της στην οθόνη
Protagon Team

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, Νο 1 σταρ του box office ήταν η πρωταγωνίστρια του αριστουργηματικού «Δεσμώτη του Ιλίγγου» («Vertigo», 1958) του Αλφρεντ Χίτσκοκ και μια από τις τελευταίες μεγάλες και λαμπερές σταρ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Αλλά κατόπιν, για 60 χρόνια, έζησε μια ζωή ήσυχης απομόνωσης. Και τώρα, η Κιμ Νόβακ βρίσκεται ξανά στο προσκήνιο, καθώς το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας την τιμά με ένα βραβείο συνολικής προσφοράς, παράλληλα με την πρεμιέρα ενός ντοκιμαντέρ για τη ζωή και την καριέρα της με τίτλο «Kim Novak’s Vertigo».

Για την 92χρονη ηθοποιό, είναι ένας φόρος τιμής όχι μόνο στην υποκριτική τέχνη της αλλά και στην άρνησή της να ελεγχθεί και να χειραγωγηθεί από το Χόλιγουντ ή οποιονδήποτε άλλον, γράφει στον Guardian η Νάντια Κομάμι, ανταποκρίτρια της βρετανικής εφημερίδας στη Βενετία.

«Είναι απίστευτο να νιώθω ότι με εκτιμούν και να λαμβάνω αυτό το δώρο πριν από το τέλος της ζωής μου», λέει στη συνέντευξή της μέσω Zoom με την χαρακτηριστική βραχνή φωνή της. «Νομίζω ότι με τιμούν τόσο για την αυθεντικότητά μου όσο και για την υποκριτική μου. Και κάπως έτσι έχει κλείσει ο κύκλος», προσθέτει η ηλικιωμένη ηθοποιός.

Η επιβλητική ερμηνεία της Κιμ Νόβακ στον «Δεσμώτη του Ιλίγγου», -στον διπλό ρόλο της Μάντλεν, μιας αινιγματικής κοσμικής συζύγου, και της Τζούντι, μια συνηθισμένης πωλήτριας που προσλήφθηκε για να την υποδυθεί-, βρίσκεται στην ουσία αυτού που αναδεικνύει την ταινία ως το μεγαλύτερο αριστούργημα όλων των εποχών. Η εύθραυστη παρουσία που έφερε στους ρόλους η Νόβακ ήταν δυνατή μόνο επειδή η ίδια ένιωσε προσωπικά την ιστορία, σημειώνει στον Guardian η Κομάμι.

«Ταυτίστηκα τόσο πολύ με την Τζούντι και τη Μάντλεν επειδή και στις δύο έλεγαν να αλλάξουν αυτό που πραγματικά ήταν», θυμάται, «Επρεπε να γίνουν κάτι που δεν τις αντιπροσώπευε».

Η αφοσίωση της ηθοποιού στη διατήρηση της ταυτότητάς της μπορεί να εντοπιστεί στην ντροπαλή, εσωστρεφή παιδική της ηλικία και στα πρώτα της χρόνια στο Χόλιγουντ, γράφει η αγγλίδα δημοσιογράφος στον Guardian.

Καταφύγιο στην τέχνη

Γεννημένη ως Μέριλιν Νόβακ στο Σικάγο, κόρη ενός ελεγκτή τρένων και μιας εργάτριας σε εργοστάσιο (και οι δύο τσέχοι μετανάστες), μεγάλωσε σε μια σκληρή γειτονιά όπου υφίστατο εκφοβισμό επειδή ήταν διαφορετική. Βρήκε καταφύγιο στην τέχνη, σπουδάζοντας στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο και συντηρώντας τον εαυτό της δουλεύοντας ως μοντέλο. Σε ένα ταξίδι της στο Λος Αντζελες, την εντόπισε η Columbia Pictures, και το 1954 υπέγραψε συμβόλαιο με το στούντο.

Τότε ξεκίνησε η μεταμόρφωσή της. Ο Χάρι Κον, διαβόητος για τη σιδερένια γροθιά με την οποία διοικούσε την εταιρεία παραγωγής ταινιών, απαίτησε να αλλάξει το όνομά της, επειδή μπορούσε να υπάρχει μόνο μία Μέριλιν στο Χόλιγουντ και «κανείς δεν θα πάει να δει ένα κορίτσι με όνομα Πόλακ»… (προσβλητικός χαρακτηρισμός για ονόματα πολωνικής προελευσης. Αλλά η Νόβακ κέρδισε τη μάχη του επωνύμου της και κατάφερε να το κρατήσει). Ο Κον την ντρόπιασε επίσης αναγκάζοντάς την να χάσει βάρος, να προσθέσει γέφυρες στην οδοντοστοιχία της και να ανοίξει το χρώμα των μαλλιών της.

«Σε προσλάμβαναν επειδή νόμιζαν ότι είχες κάτι ξεχωριστό και μετά το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να προσπαθήσουν να σου δώσουν ένα νέο πρόσωπο», θυμάται η Νόβακ και συμπληρώνει: «Ηθελαν το στόμα της Τζόαν Κρόφορντ και τα μαλλιά της Τζιν Χάρλοου. Ετσι, όταν έφευγες από την καρέκλα του μακιγιάζ, δεν ήσουν καν εσύ πια. Επρεπε να παλέψω για να διατηρήσω την αίσθηση του ποια ήμουν».

Παρά τα 92 της χρόνια, η Κιμ Νόβακ είναι ζωντανή και γεμάτη ενέργεια, με αξιοσημείωτη μνήμη και αίσθηση του χιούμορ. Οπότε είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί κατάφερε να μαγέψει τόσο γρήγορα το κοινό. Η μεγάλη της επιτυχία ήρθε με την κωμωδία «Πικ-νικ» (1955), η οποία της χάρισε μια Χρυσή Σφαίρα, και ακολούθησαν δύο ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Φρανκ Σινάτρα, το νουάρ «Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι» (1955) και το μούζικαλ «Pal Joey» (1957), όπου ερμήνευσε το τραγούδι «My Funny Valentine».

Το 1958, όταν κυκλοφόρησε ο «Δεσμώτης του Ιλίγγου», η Νόβακ ήταν 25 ετών και στο απόγειο της φήμης της. Στο πλατό, βρήκε μια σπάνια δημιουργική ελευθερία. «Αυτό που λάτρευα απόλυτα στον Χίτσκοκ ήταν ότι σου επέτρεπε να μπεις στον χαρακτήρα με τον τρόπο που θεωρούσες πιο κατάλληλο. Οι πιο ανασφαλείς σκηνοθέτες θέλουν να σκέφτονται για σένα, να ενεργούν για σένα, και επομένως δεν έχεις τίποτα να προσφέρεις», λέει στη συνέντευξή της στον Guardian.

Βοήθησε επίσης το γεγονός ότι ο συμπρωταγωνιστής της, Τζέιμς Στιούαρτ, ταίριαζε με την συναισθηματική της ευαλωτότητα, σε μια εποχή που ήταν συνηθισμένες οι επιδεικτικές, θεατρικές ερμηνείες. «Η συνεργασία με τον Τζίμι ήταν το καλύτερο πράγμα που μπορούσε να μου συμβεί. Ηταν ένας αντιδραστήρας, όχι ηθοποιός, όπως εγώ. Συμπληρώναμε ο ένας τον άλλον», προσθέτει.

Αντίθετα, άλλους ηθοποιούς τους έβρισκε δύσκολους. Ο Κερκ Ντάγκλας, για παράδειγμα, «χρησιμοποιούσε συνεχώς κινήσεις και βλέμματα… έλεγε: “Θα σου δείξω τον ρυθμό της σκηνής”. Με μπέρδευε. Ηταν αφύσικο», θυμάται.

Ο αγώνας της Νόβακ να διατηρήσει την αίσθηση του εαυτού της επεκτάθηκε και στην προσωπική της ζωή. Με τον Σινάτρα, η δουλειά μπερδεύτηκε με ένα ειδύλλιο που απασχόλησε έντονα τις σελίδες κουτσομπολιού. Οπως και ο μυστικός έρωτάς της με τον Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ, ο οποίος, όμως, έληξε άδοξα όταν ο Κον απείλησε βίαια τον Ντέιβις, επιμένοντας ότι ήταν «κακό για τις μπίζνες» να έχει η Νόβακ σχέση με έναν μαύρο άνδρα. Σχεδόν 70 χρόνια αργότερα, το «Scandalous!», μια νέα ταινία σε σκηνοθεσία Κόλμαν Ντομίνγκο, θα δραματοποιήσει αυτή τη σχέση, με τη Σίντνεϊ Σουίνι να υποδύεται την Νόβακ.

Ωστόσο η ηλικιωμένη ηθοποιός διαφωνεί με τον τίτλο. «Δεν νομίζω ότι η σχέση ήταν σκανδαλώδης», λέει, «Ηταν κάποιος που τον νοιαζόμουν πραγματικά. Είχαμε πάρα πολλά κοινά, όπως η ανάγκη να γίνουμε αποδεκτοί γι’ αυτό που είμαστε και αυτό που κάνουμε, και όχι για το πώς φαινόμαστε. Αλλά ανησυχώ ότι θα τα κάνουν όλα σεξουαλικά».

Παρά τον καταναγκασμό του Κον, ή εξαιτίας αυτού, η Νόβακ πιστεύει ότι το αφεντικό της Κολούμπια έπαιξε κρίσιμο ρόλο στον δυναμισμό του Χόλιγουντ εκείνη την εποχή. Μετά τον θάνατό του το 1958, η σταρ άρχισε να δέχεται κατώτερα σενάρια, τα οποία περιγράφει ως «οδυνηρά και ταπεινωτικά».

Εκανε μερικές ποιοτικές ταινίες, ακόμη, όπως το «Ηρθες αργά αγάπη μου» («Bell Book and Candle» 1958), και το «Θα ανταμώσουμε σαν ξένοι» («Strangers When We Meet», 1960), αλλά στα μέσα της δεκαετίας του 1960 είχε πλέον κουραστεί από τις αδιάκοπες πιέσεις της βιομηχανίας του θεάματος. «Φοβόμουν να γίνω η “Κιμ Νόβακ”. Κάθε φορά που έπαιζα έναν ρόλο, αναλάμβανα ένα μέρος του. Αρχισα να χάνω τον εαυτό μου και αυτό που αντιπροσώπευα», αποκαλύπτει.

Η πυρκαγιά που έκαψε ολοσχερώς το σπίτι της στο Μπιγκ Σερ στην Καλιφόρνια και αργότερα η καταστροφή που προκάλεσε η κατολίσθηση λάσπης, θεώρησε ότι ήταν σημάδια και ότι είχε έρθει η ώρα να απομακρυνθεί εντελώς από την περιοχή. Μετακόμισε στο Ορεγκον, όπου γνώρισε τον Ρόμπερτ Μαλόι, έναν κτηνίατρο αλόγων και παντρεύτηκαν το 1976. «Ηταν πολύ αυθεντικός», λέει, «Η μητέρα μου μού είπε: “Πρέπει να παντρευτείς αυτόν τον άντρα, μπορεί να σε προσγειώσει”. Και ήταν αλήθεια», παραδέχεται στη συνέντευξή της στον Guardian.

Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τα κουτσομπολιά, η Κιμ Νόβακ επέστρεψε τελικά στην πρώτη της αγάπη, τη ζωγραφική, που αποδείχτηκε σανίδα σωτηρίας σε περιόδους κατάθλιψης (η Νόβακ διαγνώστηκε με διπολική διαταραχή στις αρχές της δεκαετίας του 2000) και μετά τον θάνατο του Μάλοϊ, το 2020. «Η τέχνη είναι αυτό που με έσωσε, ζωγραφίζω τουλάχιστον οκτώ ώρες την ημέρα», λέει. «Μου λείπει πολύ ο Ρόμπερτ. Αλλά το να ζω μόνη μου είναι ικανοποιητικό για μένα. Έμαθα από τη μαμά μου ότι έπρεπε να είμαι η καπετάνισσα του δικού μου πλοίου».

Εχει, επίσης, βρει παρηγοριά στα ζώα της. «Μπορούσαν να μου πουν περισσότερα για μένα από ό,τι εγώ η ίδια. Οπως η κατσίκα μου: αν τολμούσα να φορέσω ένα άρωμα, πρόβαλε τα κέρατά της και  ήθελε να με δαγκώσει, επειδή ένιωθε ότι δεν ήμουν εγώ», λέει.

«Επαναστάτρια στην καρδιά του Χόλιγουντ»

Εχει μείνει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, εκτός από μια σπάνια εμφάνιση στην τελετή των Οσκαρ το 2014, όπου απένειμε δύο βραβεία. Αλλά η εμπειρία ήταν μια οδυνηρή υπενθύμιση τού γιατί είχε εγκαταλείψει το Χόλιγουντ. Για την εκδήλωση, η Νόβακ είχε κάνει ενέσεις λίπους στα μάγουλά της και οι online αντιδράσεις στην εμφάνισή της ήταν άμεσες και σκληρές. Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ συμμετείχε στην επίθεση, γράφοντας στο Twitter ότι η Νόβακ θα έπρεπε να μηνύσει τον αισθητικό χειρουργό της. (Συμπτωματικά, ο πρόεδρος των ΗΠΑ επαίνεσε την Σουίνι πρόσφατα όταν αποκαλύφθηκε ότι ήταν εγγεγραμμένη στο κόμμα των Ρεπουμπλικανών).

Η Νόβακ ένιωσε συντριβή από την κριτική, αλλά αντί να μαζευτεί, μίλησε ανοιχτά για τον εκφοβισμό και την ψυχική υγεία, όπως έγραψε τότε το BBC. Πώς νιώθει τώρα για όλα αυτά; «Πάντα είχα έντονα συναισθήματα κατά των νταήδων», απαντάει. «Το πώς νιώθω για τον πρόεδρο δεν έχει καμία σχέση με αυτά που είπε για μένα στα βραβεία Oσκαρ. Δεν μου άρεσε αυτό που είπε, και τότε μίλησα για τους νταήδες. Αλλά από τότε έχει γίνει κάτι πολύ περισσότερο από απλός νταής. Ενώ ανέχτηκα αυτά που είπε τότε και δεν του απάντησα, τώρα δεν θα ανεχτώ αυτά που λέει σε μένα και σε όλους τους άλλους να κάνουμε», τονίζει.

Η Κιμ Νόβακ παραλαμβάνοντας τον Χρυσό Λέοντα για την προσφορά της στην Εβδομη Τέχνη ( REUTERS/Remo Casilli)

«Οι δικτατορίες καταλαμβάνουν τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ», προσθέτει. «Πάρα πολλοί άνθρωποι δεν υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους και ό,τι έχει σημασία στη ζωή, όπως η αλήθεια, η τιμή και η ευπρέπεια. Για τη δημοκρατία και τις ελευθερίες μας», παρατηρεί και προσθέτει: «Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο έντονα νιώθω γι’ αυτό. Οι άνθρωποι φοβούνται να μιλήσουν και το καταλαβαίνω. Αλλά πρέπει να αντισταθούμε ενωμένοι και να ακουστεί η φωνή μας».

Αυτό το ένστικτο που ωθεί την Κιμ Νόβακ να μιλήσει τώρα ήταν παρόν στους τρόπους με τους οποίους αμφισβήτησε το σύστημα στο απόγειο της καριέρας της, μεταξύ των οποίων η δημιουργία της δικής της εταιρείας παραγωγής και η απεργία επειδή ο μισθός της ήταν χαμηλότερος από αυτόν των ανδρών συμπρωταγωνιστών της. Εξού και ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, Αλμπέρτο ​​Μπαρμπέρα, ανακοινώνοντας το βραβείο της, την αποκάλεσε «επαναστάτρια στην καρδιά του Χόλιγουντ».

Πιστεύει ότι έχει σημειωθεί πρόοδος για τις γυναίκες στον κινηματογράφο σήμερα; «Κάνουμε πρόοδο, αλλά δυστυχώς πάντα γυρίζουμε πίσω», λέει στον Guardian. «Αναπόφευκτα όλα επιστρέφουν πάντα στο σεξ απίλ. Εξακολουθεί να έχει μεγάλη σημασία η εμφάνισή μας. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η τεχνητή νοημοσύνη είναι σε θέση να δείξουν κάθε είδους πράγματα που δεν είναι αληθινά. Είναι οι σημερινοί κακοί σκηνοθέτες, που προσπαθούν να αναδημιουργήσουν τις γυναίκες», παρατηρεί σοφά.

Στο «Kim Novak’s Vertigo», το νέο ντοκιμαντέρ του ελβετού σκηνοθέτη Αλεξάντρ Ο’ Φλίπ, η Κιμ Νόβακ επανεξετάζει τις σκιές του παρελθόντος της. Αν η ζωή της ήταν ένα μακρύ ταξίδι αυτογνωσίας, είναι άραγε ασφαλές να πει κανείς ότι επιτέλους βρήκε τον εαυτό της; «Ναι», απαντάει σταθερά στον Guardian και προσθέτει: «Είμαι υπερήφανη που κράτησα ό,τι είναι σημαντικό. Φυσικά, υπάρχουν πολλά πράγματα, που εύχομαι να είχα κάνει διαφορετικά, αλλά είναι μικρά πράγματα για τα οποία ο Θεός και όλοι οι άλλοι μπορούν να με συγχωρέσουν.»

Και πώς θα ήθελε να τη θυμούνται; Σταματάει γα λίγο πριν σχολιάσει: «Θα ήθελα να πιστεύουν ότι ήμουν πιστή στον εαυτό μου. Οτι κράτησα τα πρότυπά μου υψηλά και έζησα σύμφωνα με αυτά»…

Exit mobile version