Οι πολιτειακές και δημοτικές εκλογές στις ΗΠΑ προκάλεσαν ένα κύμα αναλύσεων για το μέλλον του Δημοκρατικού Κόμματος και, κυρίως, για το πώς πρέπει να ερμηνευτούν τα αποτελέσματα. Ενώ οι Δημοκρατικοί κατέγραψαν σημαντικές νίκες από τη Βιρτζίνια έως τη Νέα Υόρκη, η συζήτηση που ακολούθησε αποκάλυψε δύο αντίρροπες οπτικές. Η διάσταση αυτή αντανακλάται και στις αναλύσεις εγκύρων διεθνών ΜΜΕ.
Ο Economist εκφράζει τη μία οπτική, βλέποντας «μια καλή μέρα» που μπορεί να αποδειχθεί παραπλανητική· από την άλλη, οι Financial Times διαβάζουν τα αποτελέσματα ως σημάδι ανανέωσης και στρατηγικής ωρίμανσης. Οι δύο προσεγγίσεις αναδεικνύουν όχι μόνο διαφορετικές εκτιμήσεις για την πορεία του κόμματος, αλλά και μια βαθύτερη ιδεολογική διαφωνία για το πώς οι Δημοκρατικοί πρέπει να αντιμετωπίσουν την εποχή του Ντόναλντ Τραμπ.
Σύμφωνα με τον Economist, οι Δημοκρατικοί «κινδυνεύουν να αντλήσουν τα λάθος διδάγματα από μια καλή μέρα». Οι επιτυχίες τους στις 4 Νοεμβρίου, από την εκλογή του Ζοράν Μαμντάνι στη Νέα Υόρκη έως τη νίκη της Αμπιγκεϊλ Σπάνμπεργκερ στη Βιρτζίνια και της Μίκι Σέριλ στο Νιου Τζέρσεϊ, δεν αναιρούν τα διαρθρωτικά προβλήματα του κόμματος. «Μια νύχτα θριάμβου δεν λύνει τα διαρκή ζητήματα ταυτότητας και στρατηγικής των Δημοκρατικών» ισχυρίζεται. Αντιθέτως, ενδέχεται να ενισχύσει την ψευδαίσθηση ότι η στροφή προς την αριστερή, λαϊκιστική ρητορική είναι μια απάντηση στον Τραμπ, κάτι που ο Economist θεωρεί επικίνδυνη αυταπάτη.
Οι Financial Times βλέπουν την ίδια εικόνα, αλλά μέσα από εντελώς διαφορετικό φακό. Οι επιτυχίες των Δημοκρατικών, γράφουν, «ήταν τόσο ποικίλες, όσο και εντυπωσιακές». Από τις εργατικές συνοικίες της Νέας Υόρκης έως τις αγροτικές κομητείες της Βιρτζίνια, η τάση ήταν ξεκάθαρη: η ψήφος κινήθηκε ενάντια στους Ρεπουμπλικανούς του Τραμπ. Είτε οι υποψήφιοι ήταν κεντρώοι, όπως η –πρώην αξιωματούχος της CIA– Σπάνμπεργκερ, είτε «σοσιαλδημοκράτες», όπως ο Μαμντάνι, τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια: μια καθαρή επικράτηση των Δημοκρατικών. Οπως σημειώνουν, αυτό δείχνει ότι το κόμμα μπορεί να απευθυνθεί σε διαφορετικά ακροατήρια χωρίς να χάνει τη συνοχή του, εφόσον επικεντρώνεται στο κοινό νήμα της «κρίσης του κόστους ζωής».
Ο Economist ωστόσο επιμένει ότι οι επιτυχίες αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Η νίκη του Μαμντάνι, γράφει, είναι μεν εντυπωσιακή, αλλά δεν απαντά στο βασικό ερώτημα: «Πώς θα κερδίσουν οι Δημοκρατικοί την εξουσία σε εθνικό επίπεδο;». Η Νέα Υόρκη ήταν και θα παραμείνει Δημοκρατική. Το γεγονός ότι ένας 34χρονος σοσιαλιστής μετανάστης έγινε δήμαρχος μπορεί να εμπνέει, αλλά «δεν αποτελεί στρατηγικό σχέδιο για τις μεσοπρόθεσμες εκλογές». Ο Economist προειδοποιεί ότι, εάν το κόμμα ταυτιστεί υπερβολικά με τις ιδέες της αριστερής πτέρυγας, κινδυνεύει να αποξενώσει τους μετριοπαθείς και τους εργαζόμενους ψηφοφόρους της επαρχίας που χρειάζεται για να κερδίσει το Κογκρέσο.
Οι Financial Times δεν διαφωνούν ότι η αποστολή του Μαμντάνι θα είναι δύσκολη· αναγνωρίζουν ότι το πρόγραμμά του για δωρεάν μεταφορές, δημοτικά σούπερ μάρκετ και πάγωμα ενοικίων είναι σε μεγάλο βαθμό «ανεφάρμοστο». Ωστόσο, τονίζουν ότι «είχε δίκιο να εστιάσει στην κρίση προσιτότητας» που ταλανίζει τη Νέα Υόρκη. Αυτό, γράφουν, εξηγεί την «τεράστια συμμετοχή των κάτω των 30» και την ενθουσιώδη υποστήριξη που έλαβε. «Σε εκλογικούς όρους, αιχμαλώτισε τον κεραυνό μέσα σε ένα μπουκάλι», γράφουν χαρακτηριστικά. Το μήνυμα, λοιπόν, δεν είναι η ιδεολογία, αλλά η αίσθηση ότι κάποιος ακούει τα καθημερινά προβλήματα των πολιτών.
Ο Economist υιοθετεί μια πιο ψύχραιμη οπτική. Υποστηρίζει ότι τα σωστά διδάγματα από τις εκλογές είναι τρία: πρώτον, εστίαση στην οικονομία και στην ακρίβεια· δεύτερον, επιλογή υποψηφίων που ταιριάζουν με το εκλογικό περιβάλλον τους· και τρίτον, αποφυγή της εικόνας του «εκπροσώπου του κατεστημένου». Η επιτυχία των Σπάνμπεργκερ και Σέριλ δεν οφείλεται σε ιδεολογική στροφή, γράφει, αλλά στο ότι αντιπροσωπεύουν μια πατριωτική, ρεαλιστική εκδοχή του Δημοκρατικού Κόμματος, ικανή να απαντήσει στις κατηγορίες των Ρεπουμπλικανών περί «αντιαμερικανικής Αριστεράς». Με άλλα λόγια, οι Δημοκρατικοί πρέπει να είναι περισσότερο πρακτικοί και λιγότερο οραματιστές.
Οι Financial Times, αντιθέτως, βλέπουν στις ίδιες επιτυχίες τη γέννηση μιας νέας γενιάς πολιτικών. «Οι περισσότεροι νικητές των Δημοκρατικών ήταν νέοι και φρέσκα πρόσωπα», σημειώνουν, προσθέτοντας ότι αυτό «θα πρέπει να επιταχύνει την πολυαναμενόμενη μεταβίβαση της σκυτάλης» από τη γηραιά κομματική ηγεσία. Η νίκη του Μαμντάνι, υποστηρίζουν, αποδεικνύει ότι η βάση του κόμματος διψά για ανανέωση, όχι μόνο σε ιδέες αλλά και σε πρόσωπα. Το κύμα αυτό, μαζί με τις επιτυχίες των Σπάνμπεργκερ και Σέριλ, δείχνει ότι το κόμμα μπορεί να συνδυάσει την εμπειρία με τη νεανική ενέργεια και να επανασυνδεθεί με τους ανεξάρτητους και τους μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς.
Η ερμηνεία των Financial Times είναι συνολικά πιο αισιόδοξη: οι νίκες αυτές δεν είναι απλώς «αντι-Τραμπ», αλλά δείγμα ότι οι Δημοκρατικοί έχουν ξαναβρεί μια κοινή γλώσσα με τους ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης. Οπως σημειώνουν, «η δημοκρατία σώζεται στο τραπέζι της κουζίνας», μια φράση της Νάνσι Πελόζι που επιβεβαιώθηκε από τις κάλπες. Οι ψηφοφόροι κινητοποιήθηκαν όχι μόνο από την ανησυχία για τη δημοκρατία, αλλά και από την καθημερινή πίεση της ακρίβειας.
Ο Economist διατηρεί μια δόση ειρωνείας απέναντι σε αυτόν τον ενθουσιασμό. «Η χαρά της νίκης θα ξεθωριάσει», γράφει, «και τότε οι Δημοκρατικοί θα βρεθούν ξανά αντιμέτωποι με τα ίδια προβλήματα». Η επιλογή του Μαμντάνι ως νέου συμβόλου του Δημοκρατικού Κόμματος «απλώς επιδεινώνει» τη δυσκολία του να πείσει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους ότι παραμένει κόμμα της μεσαίας τάξης. «Η νίκη του Μαμντάνι έκανε τους Νεοϋορκέζους να νιώσουν όμορφα», καταλήγει δηκτικά, «αλλά ίσως έκανε τους Ρεπουμπλικανούς επιτελικούς να νιώσουν ακόμα καλύτερα».
Ετσι, δύο βρετανικά μέσα με μακρά παράδοση πολιτικής ανάλυσης βλέπουν το ίδιο γεγονός από εντελώς διαφορετικές οπτικές. Οι Financial Times διαβάζουν τις εκλογές ως απόδειξη ζωντάνιας και προσαρμοστικότητας ενός κόμματος που ανανεώνεται. Ο Economist τις αντιμετωπίζει ως προειδοποίηση ενάντια στην αλαζονεία της στιγμιαίας επιτυχίας. Ισως και οι δύο έχουν δίκιο: η νίκη των Δημοκρατικών ήταν πραγματική, αλλά η διατήρησή της απαιτεί κάτι περισσότερο από ενθουσιασμό· απαιτεί μια νέα, ρεαλιστική αφήγηση για την Αμερική μετά τον Τραμπ.
