Ο Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκόλο, γνωστός ως Χεμέντι, έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχη προσωπικότητα στην πολιτική σκηνή του Σουδάν, με τις δικές του παραστρατιωτικές Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) να ελέγχουν πλέον τη μισή χώρα.
Οι RSF κατέλαβαν πρόσφατα την πόλη Ελ-Φασέρ, το τελευταίο φρούριο που κατείχε ο σουδανικός στρατός και οι τοπικοί σύμμαχοί του στη δυτική περιοχή του Νταρφούρ, διαπράττοντας μια σοκαριστική σφαγή, ορατή και από το Διάστημα.
Οι κάτοικοι του Ελ-Φασέρ υποφέρουν από λιμό μετά τη 18μηνη πολιορκία της πόλης από τις RSF, επιβεβαίωσε τη Δευτέρα μια ομάδα εμπειρογνωμόνων για την επισιτιστική ασφάλεια, διαπιστευμένη από τον ΟΗΕ.
Οι αντίπαλοί του τον φοβούνται και οι οπαδοί του τον θαυμάζουν για την επιμονή, τη σκληρότητά του, και κυρίως για την υπόσχεσή του να γκρεμίσει ένα αναξιόπιστο κράτος.
Ο Χεμέντι έχει ταπεινή καταγωγή. Η οικογένειά του προέρχεται από το τμήμα Μαχαρία της κοινότητας Ριζεϊγκάτ, η οποία εκτείνεται στο Τσαντ και στο Νταρφούρ, εκτρέφει καμήλες και είναι αραβόφωνη. Γεννήθηκε το 1974 ή το 1975 – όπως συνέβη με πολλούς από αγροτικές περιοχές, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησής του δεν είχαν καταχωρηθεί.
Με επικεφαλής τον θείο του, Τζούμα Νταγκόλο, η φυλή του μετακόμισε στο Νταρφούρ τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, φεύγοντας από τον πόλεμο και αναζητώντας πιο πράσινα βοσκοτόπια.
Αφού εγκατέλειψε το σχολείο στις αρχές της εφηβείας του, ο Χεμέντι έβγαζε χρήματα εμπορευόμενος καμήλες στην έρημο προς τη Λιβύη και την Αίγυπτο. Εκείνη την εποχή το Νταρφούρ ήταν η «Αγρια Δύση» του Σουδάν: φτωχό, άνομο και παραμελημένο από την κυβέρνηση του τότε προέδρου Ομάρ αλ-Μπασίρ, σημειώνει το BBC.
Aραβες πολιτοφύλακες, γνωστοί ως Τζαντζαουίντ –συμπεριλαμβανομένης μιας δύναμης υπό τη διοίκηση του Τζούμα Νταγκόλο– επιτίθεντο στα χωριά της ιθαγενούς εθνοτικής ομάδας Φουρ. Αυτός ο κύκλος βίας οδήγησε σε μια πλήρη εξέγερση το 2003, με τους μαχητές των Φουρ να ενώνονται με τους Μασαλίτ, Ζαγκάουα και άλλες εθνοτικές ομάδες, καταγγέλοντας ότι είχαν αγνοηθεί από την αραβική ελίτ της χώρας.
Σε απάντηση, ο Μπασίρ επέκτεινε μαζικά τους Τζαντζαουίντ για να ηγηθούν των προσπαθειών του για την αντιμετώπιση των εξεγέρσεων. Γρήγορα απέκτησαν κακή φήμη για εμπρησμούς, λεηλασίες, βιασμούς και δολοφονίες.
Η γενοκτονία του 2004
Η μονάδα του Χεμέντι ήταν ανάμεσά τους, με μια έκθεση των ειρηνευτικών δυνάμεων της Αφρικανικής Ενωσης να αναφέρει ότι επιτέθηκε και κατέστρεψε το χωριό Αντουα τον Νοέμβριο του 2004, σκοτώνοντας 126 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων 36 παιδιών.
Μια αμερικανική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Τζαντζαουίντ ήταν υπεύθυνοι για γενοκτονία.
Η σύγκρουση στο Νταρφούρ παραπέμφθηκε στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), το οποίο απήγγειλε κατηγορίες εναντίον τεσσάρων ανδρών, συμπεριλαμβανομένου του Μπασίρ, ο οποίος αρνήθηκε ότι διέπραξε γενοκτονία.
Ο Χεμέντι ήταν ένας από τους πολλούς διοικητές των Τζαντζαουίντ που θεωρήθηκαν πολύ κατώτεροι για να βρεθούν στο στόχαστρο του εισαγγελέα εκείνη την εποχή. Μόνο ένας, ο «συνταγματάρχης των συνταγματαρχών» των Τζαντζαουίντ, Αλί Αμπντέλ Ραχμάν Κουσάιμπ, οδηγήθηκε στο δικαστήριο.
Τον περασμένο μήνα κρίθηκε ένοχος για 27 κατηγορίες εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και θα καταδικαστεί στις 19 Νοεμβρίου.
Στα χρόνια που ακολούθησαν την κορύφωση της βίας το 2004, ο Χεμέντι έπαιξε τα χαρτιά του επιδέξια, ανερχόμενος σε επικεφαλής μιας ισχυρής παραστρατιωτικής δύναμης, μιας εταιρικής αυτοκρατορίας και μιας πολιτικής μηχανής, αναφέρει το BBC.
Η δική του είναι μια ιστορία οπορτουνισμού και επιχειρηματικότητας. Στασίασε για μικρό διάστημα, απαιτώντας αναδρομικούς μισθούς για τους στρατιώτες του, προαγωγές και μια πολιτική θέση για τον αδελφό του. Ο Μπασίρ του έδωσε τα περισσότερα από όσα ζητούσε και ο Χεμέντι επανεντάχθηκε στην ομάδα.
Αργότερα, όταν άλλες μονάδες των Τζαντζαουίντ στασίασαν, ο Χεμέντι ηγήθηκε των κυβερνητικών δυνάμεων που τις νίκησαν, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο του μεγαλύτερου χρυσωρυχείου του Νταρφούρ στην τοποθεσία Τζεμπέλ Αμίρ. Σύντομα η οικογενειακή εταιρεία του Χεμέντι, Αλ-Γκουνάιντ έγινε ο μεγαλύτερος εξαγωγέας χρυσού στο Σουδάν.
Το 2013 ο Χεμέντι ζήτησε –και έλαβε– επίσημη ιδιότητα ως επικεφαλής μιας νέας παραστρατιωτικής ομάδας, των RSF, που υπάγονταν απευθείας στον Μπασίρ.
Οι Τζαντζαουίντ ενσωματώθηκαν στις RSF, αποκτώντας νέες στολές, οχήματα, όπλα, καθώς και αξιωματικούς από τον τακτικό στρατό, οι οποίοι κλήθηκαν για να βοηθήσουν στην αναβάθμιση.
Οι RSF σημείωσαν μια σημαντική νίκη εναντίον των ανταρτών του Νταρφούρ, τα πήγαν λιγότερο καλά στην καταπολέμηση μιας εξέγερσης στα Ορη Νούμπα που γειτνιάζουν με το Νότιο Σουδάν, ενώ ανέλαβαν και μια υπεργολαβία για την αστυνόμευση των συνόρων με τη Λιβύη.
Φαινομενικά, περιορίζοντας την παράνομη μετανάστευση από την Αφρική μέσω της ερήμου προς τη Μεσόγειο, οι διοικητές του Χεμέντι διέπρεψαν επίσης στον εκβιασμό και, σύμφωνα με πληροφορίες, στην εμπορία ανθρώπων.
Το 2015, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) κάλεσαν τον σουδανικό στρατό να στείλει στρατεύματα για να πολεμήσουν εναντίον των Χούθι στην Υεμένη. Το απόσπασμα διοικούσε ένας στρατηγός που είχε πολεμήσει στο Νταρφούρ, ο Αμπντέλ Φατάχ αλ-Μπουρχάν, ο οποίος τώρα είναι επικεφαλής του στρατού που πολεμά τις RSF.
Ο Χεμέντι είδε μια ευκαιρία και διαπραγματεύτηκε μια ξεχωριστή ιδιωτική συμφωνία, τόσο με τη Σαουδική Αραβία όσο και με τα ΗΑΕ, για την παροχή μισθοφόρων στις RSF. Νέοι Σουδανοί –αλλά και από γειτονικές χώρες– πήγαιναν και στα κέντρα στρατολόγησης των RSF και εγγράφονταν έναντι έως και 6.000 δολαρίων, σε μετρητά.
Συνεργασία με τη Μόσχα
Ο Χεμέντι σύναψε μια συνεργασία με τη διαβόητη ρωσική Ομάδα Βάγκνερ, λαμβάνοντας εκπαίδευση, σε αντάλλαγμα για εμπορικές συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένου και χρυσού.
Επισκέφθηκε τη Μόσχα για να επισημοποιήσει τη συμφωνία, και μάλιστα ήταν εκεί την ημέρα που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία.
Μετά το ξέσπασμα του πολέμου στο Σουδάν, αρνήθηκε ότι οι RSF λάμβαναν βοήθεια από την Ομάδα Βάγκνερ.
Ατελείωτες σφαγές αμάχων
Αν και οι κύριες μονάδες μάχης των RSF γίνονταν ολοένα και πιο επαγγελματικές, περιλάμβαναν επίσης έναν συνασπισμό άτακτων εθνοτικών πολιτοφυλακών παλαιού τύπου. Καθώς το καθεστώς αντιμετώπιζε αυξανόμενες λαϊκές διαμαρτυρίες, ο Μπασίρ διέταξε τις μονάδες του Χεμέντι να εισέλθουν στην πρωτεύουσα, Χαρτούμ.
Ο πρόεδρος του Σουδάν τον αποκάλεσε «προστάτη» του, βλέποντας τις RSF ως αντίβαρο σε πιθανούς πραξικοπηματίες στον τακτικό στρατό και στην εθνική ασφάλεια. Ομως η συμμαχία των δύο ανδρών δεν κράτησε πολύ. Τον Απρίλιο του 2019 διαδηλωτές περικύκλωσαν το στρατιωτικό αρχηγείο απαιτώντας δημοκρατία.
Ο Μπασίρ διέταξε τον στρατό να ανοίξει πυρ εναντίον τους. Οι κορυφαίοι στρατηγοί –ανάμεσά τους και ο Χεμέντι– συναντήθηκαν και αποφάσισαν να καθαιρέσουν τον Μπασίρ. Το κίνημα για τη δημοκρατία πανηγύριζε.
Για ένα διάστημα ο Χεμέντι θεωρείτο το πρόσωπο του μέλλοντος του Σουδάν. Ηταν αρεστός σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και προέβαλλε τον εαυτό του ως αμφισβητία του κατεστημένου της χώρας. Αυτό κράτησε μόνο λίγες εβδομάδες, σύμφωνα με το BBC.
Καθώς αυτός και ο συν-επικεφαλής του κυβερνώντος στρατιωτικού συμβουλίου, Μπουρχάν, καθυστερούσαν την παράδοση της εξουσίας στους πολίτες, οι διαδηλωτές ενέτειναν τις συγκεντρώσεις τους. Τότε ο Χεμέντι εξαπέλυσε τις RSF. Σκότωσαν εκατοντάδες ανθρώπους, βίασαν γυναίκες και πέταξαν άνδρες στον ποταμό Νείλο με τούβλα δεμένα στους αστραγάλους τους, σύμφωνα με έκθεση της Human Rights Watch (Παρατηρητήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα).
Ο Χεμέντι αρνήθηκε ότι οι μονάδες του είχαν διαπράξει φρικαλεότητες.
Υπό την πίεση της ομάδας των χωρών που σχηματίστηκε για την προώθηση της ειρήνης και της δημοκρατίας στο Σουδάν (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Σαουδική Αραβία και ΗΑΕ), οι στρατηγοί και οι πολίτες συμφώνησαν σε έναν συμβιβασμό που συνέταξαν αφρικανοί μεσολαβητές.
Για δύο χρόνια υπήρχε μια ασταθής συνύπαρξη ενός κυρίαρχου συμβουλίου υπό την κυριαρχία του στρατού και ενός πολιτικού υπουργικού συμβουλίου.
Καθώς μια επιτροπή διορισμένη από το υπουργικό συμβούλιο, η οποία ερευνούσε τις εταιρείες που ανήκουν στον στρατό, τις δυνάμεις ασφαλείας και τις RSF, ολοκλήρωνε την τελική της έκθεση –η οποία επρόκειτο να αποκαλύψει πώς ο Χεμέντι επέκτεινε γρήγορα την εταιρική αυτοκρατορία του– ο Μπουρχάν και ο Χεμέντι έδιωξαν τους πολίτες και ανέλαβαν την εξουσία.
Αλλά οι πραξικοπηματίες διαφώνησαν μεταξύ τους. Ο Μπουρχάν απαίτησε οι RSF να τεθούν υπό τη διοίκηση του στρατού. Ο Χεμέντι αντιστάθηκε. Λίγες μέρες πριν από την προθεσμία, τον Απρίλιο του 2023, για την επίλυση αυτού του ζητήματος, μονάδες των RSF περικύκλωσαν το αρχηγείο του στρατού και κατέλαβαν βάσεις και το εθνικό μέγαρο στο Χαρτούμ.
Το πραξικόπημα απέτυχε. Αντ’ αυτού, το Χαρτούμ έγινε εμπόλεμη ζώνη, καθώς οι αντίπαλες δυνάμεις μάχονταν στους δρόμους.
Η βία ξέσπασε στο Νταρφούρ, με τις μονάδες των RSF να εξαπολύουν μια άγρια εκστρατεία εναντίον του λαού των Μασαλίτ. Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι σφαγιάστηκαν έως και 15.000 άμαχοι, και οι ΗΠΑ την χαρακτήρισαν γενοκτονία. Οι RSF αρνήθηκαν τις κατηγορίες.
Οι διοικητές των RSF κυκλοφόρησαν βίντεο των ενόπλων να βασανίζουν και να σκοτώνουν, διαφημίζοντας τις φρικαλεότητες και το αίσθημα ατιμωρησίας τους. Οι RSF και οι σύμμαχοί τους πολιτοφύλακες λεηλάτησαν πόλεις, αγορές, πανεπιστήμια και νοσοκομεία.
Μια χιονοστιβάδα λεηλατημένων αγαθών πωλείται στις «αγορές Νταγκόλο», που εκτείνονται στο γειτονικό Τσαντ και σε άλλες γειτονικές χώρες. Οι RSF αρνήθηκαν ότι οι μαχητές τους εμπλέκονταν σε λεηλασίες.
Παγιδευμένος στο εθνικό μέγαρο, υπό επίθεση από πυροβολικό και αεροπορικές επιδρομές, ο Χεμέντι τραυματίστηκε σοβαρά τις πρώτες εβδομάδες της σύγκρουσης και εξαφανίστηκε από τη δημόσια θέα. Οταν επανεμφανίστηκε, μήνες αργότερα, δεν επέδειξε καμία μεταμέλεια για τις φρικαλεότητες. Ηταν αποφασισμένος να κερδίσει τον πόλεμο στο πεδίο της μάχης.
Η στήριξη των Εμιράτων
Οι RSF έχουν αποκτήσει σύγχρονα όπλα, συμπεριλαμβανομένων εξελιγμένων drones, τα οποία χρησιμοποίησαν για να χτυπήσουν την de facto πρωτεύουσα του Μπουρχάν, το Πορτ Σουδάν, και έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην επίθεση στο Ελ-Φασέρ.
Δημοσιογραφικές έρευνες –μεταξύ άλλων και από τους New York Times– έχουν τεκμηριώσει ότι αυτά μεταφέρονται μέσω ενός αεροδιαδρόμου και μιας βάσης ανεφοδιασμού που κατασκευάστηκαν από τα ΗΑΕ στο Τσαντ. Τα ΗΑΕ αρνούνται ότι εξοπλίζουν τους παραστρατιωτικούς.
Ο Χεμέντι προσπαθεί να οικοδομήσει έναν πολιτικό συνασπισμό που θα περιλαμβάνει ορισμένες πολιτικές ομάδες και ενόπλους, κυρίως τους πρώην αντιπάλους του στα Ορη Νούμπα. Εχει σχηματίσει μια παράλληλη «Κυβέρνηση Ειρήνης και Ενότητας», αναλαμβάνοντας ο ίδιος την προεδρία.
Με την κατάληψη του Ελ-Φασέρ, οι RSF ελέγχουν πλέον σχεδόν όλη την κατοικημένη περιοχή δυτικά του Νείλου. Μετά από σωρεία καταγγελιών για μαζικές δολοφονίες και βιασμούς, ο Χεμέντι κήρυξε έρευνα για «παραβιάσεις» που διέπραξαν οι στρατιώτες του κατά την κατάληψη της πόλης.
Οι Σουδανοί εικάζουν ότι ο Χεμέντι είτε βλέπει τον εαυτό του ως πρόεδρο ενός αποσχισθέντος κράτους είτε εξακολουθεί να φιλοδοξεί να κυβερνήσει ολόκληρο το Σουδάν. Είναι επίσης πιθανό, σύμφωνα με το BBC, να βλέπει το μέλλον του ως ένας παντοδύναμος πολιτικός παράγοντας, επικεφαλής ενός ομίλου που ελέγχει επιχειρήσεις, ενός μισθοφορικού στρατού και ενός πολιτικού κόμματος. Με αυτά τα μέσα, ακόμη και αν δεν είναι αποδεκτός ως το δημόσιο πρόσωπο του Σουδάν, μπορεί να κινεί τα νήματα.
Και καθώς τα στρατεύματά του σφαγιάζουν αμάχους στο Ελ-Φασέρ, ο Χεμέντι είναι βέβαιος ότι απολαμβάνει ατιμωρησίας σε έναν κόσμο που δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις σφαγές στο Σουδάν.
