Το κλίμα που διαμορφώνεται στην πολιτική σκηνή και το Κοινοβούλιο δεν προμηνύει κάτι καλό για τον χειμώνα που έρχεται. Η κατάσταση έχει εκτραχυνθεί και η συζήτηση για τα σοβαρά ζητήματα που προκύπτουν, όπως το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, ξεφεύγει από την έντονη αντιπαράθεση και περνά σε ένα διαγωνισμό ύβρεων από την πλευρά της αντιπολίτευσης, με αποδέκτη την κυβέρνηση.
Η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που εξέλεξαν οι πολίτες με την ψήφο τους το 2023, χαρακτηρίζεται ήδη «καμόρα» και «εγκληματική συμμορία» —και όσο περνούν οι μέρες, τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Σε λίγο, το κανάλι της Βουλής θα απαιτεί σήμανση «ακατάλληλο για ανηλίκους», ώστε να αποφεύγουν τα παιδιά περιγραφές όπως «αν δεν την ξεκ@@@σουν τώρα, θα έχουμε θέμα» από το βήμα του Κοινοβουλίου.
Είναι η δεύτερη φορά τους τελευταίες επτά μήνες που επικρατεί μια ατμόσφαιρα «βάλε τώρα που γυρίζει» από την κατακερματισμένη αντιπολίτευση. Η πρώτη τέτοια προσπάθεια ήταν ο «χειμώνας των Τεμπών» όταν είχαμε φτάσει στο σημείο πολιτικός αρχηγός να αφήνει υπονοούμενα ότι ο Πρωθυπουργός διέταξε τη δολοφονία του υιού της εισαγγελέως Λάρισας.
Εκείνο το πρώτο κύμα γύρισε μπούμερανγκ για την αντιπολίτευση μόλις κατέρρευσε η θεωρία συνωμοσίας του ξυλολίου. Η ΝΔ είδε τα δημοσκοπικά ποσοστά της να ανακάμπτουν και κάποια κόμματα της αντιπολίτευσης υιοθέτησαν έναν πιο θεσμικό τόνο.
Οχι όμως για πολύ. Η αντιπαράθεση γύρω από το δυσώδες σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ –που αφορά πρωτίστως την κυβέρνηση, αλλά όχι μόνο δικά της στελέχη– είναι τώρα η αφορμή για το νέο κύμα οξύτητας το οποίο ξεφεύγει από την πολιτική αντιπαράθεση και την αναζήτηση ευθυνών και περνά ξανά στις ύβρεις.
Το δεύτερο αυτό κύμα επιδιώκεται από πολλούς παράγοντες της πολιτικής εξίσωσης να επεκταθεί στους μήνες του φθινοπώρου, διατηρώντας την πολιτική ζωή σε μια ατμόσφαιρα ισοπέδωσης των πάντων —ακόμη και της λαϊκής βούλησης που εκφράστηκε πεντακάθαρα πριν από δύο χρόνια. Αυτό δεν μοιάζει να παίζει κανένα ρόλο για τα κόμματα της αντιπολίτευσης που χαρακτηρίζουν τώρα «συμμορία» τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.
Οσοι συμμετέχουν στην ευρύτερη πολιτική εξίσωση —από οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα, μέχρι τους πρώην πρωθυπουργούς που αναμένεται να επανεμφανιστούν το φθινόπωρο— ευελπιστούν ότι η τοξικότητα διαρκείας δεν θα γυρίσει αυτή τη φορά μπούμερανγκ (όπως συνέβη με το ξυλόλιο) αλλά ότι θα προσφέρει τη βάση για την τελική επίθεση εναντίον του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η απουσία εναλλακτικής λύσης είναι κάτι που απασχολεί, βεβαίως, όσους συναπαρτίζουν αυτό το μέτωπο από την πλευρά των ισχυρών παραγόντων της οικονομίας και των media. Λείπει ένα πρόσωπο με χαρακτηριστικά κυβερνησιμότητας που θα μπορεί να εισπράξει τη φθορά της κυβέρνησης και να προτείνει ένα συνεκτικό πρόγραμμα που δεν θα προκαλεί φόβο και ανασφάλεια.
Το κενό δε αυτό φωτίστηκε την Πέμπτη από την έντονη —αλλά με επιχειρήματα— ανταλλαγή δηλώσεων και ανακοινώσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον Ευάγγελο Βενιζέλο, με αφορμή την άκρως επεισοδιακή συνεδρίαση της Βουλής την προηγούμενη μέρα. Ηταν ενδιαφέρον το πώς ένα πρόσωπο που αυτοπροσδιορίζεται πια στον χώρο της «μεταπολιτικής» —ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και πρώην ΥΠΕΞ— ανέδειξε, χωρίς να το επιδιώκει, τις αδυναμίες της σημερινής αντιπολίτευσης σε τέτοιου τύπου αντιπαραθέσεις.
Απουσία λοιπόν προσώπου, και εν αναμονή προσώπων, πριμοδοτείται η τοξικότητα, με την ελπίδα ότι θα διαρκέσει και ότι αυτή τη φορά θα φέρει αποτέλεσμα.
Τι όπλο έχει απέναντι σε όλα αυτά ο κ. Μητσοτάκης; Βασικά το γεγονός ότι ψηφίστηκε από τους πολίτες και ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας θέλει η κυβέρνηση (η όποια κυβέρνηση) να κυβερνά και να νομοθετεί, προκειμένου να επιλύει προβλήματα. Τα οποία είναι γνωστά και σοβαρά: ακρίβεια, στεγαστικό, κράτος κ.ο.κ.
Υπάρχει δηλαδή ένα κομμάτι της κοινωνίας που θεωρεί ότι το κλίμα τοξικότητας —ακόμη και για υπαρκτά και σοβαρά θέματα, όπως αυτό του ΟΠΕΚΕΠΕ— δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά του. Εξυπηρετεί άλλα συμφέροντα.
Σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές, η συνέχιση αυτού του κλίματος μπορεί να θέσει, μετά τη ΔΕΘ, τον Πρωθυπουργό ενώπιον του πειρασμού της «καθαρής λύσης». Δηλαδή ενώπιον της απόφασης για την προκήρυξη πρόωρων εθνικών εκλογών, οι οποίες εκφράζουν αυθεντικά τη λαϊκή βούληση και δείχνουν σε όλους, κρίνοντες και κρινόμενους, υβριστές και υβριζόμενους, τι πραγματικά επιθυμούν οι πολίτες.
