Οι σταρ του Χόλιγουντ γερνούν και κάποια στιγμή πεθαίνουν: όλοι, εκτός ίσως από έναν: τον Ντικ Βαν Ντάικ, ο οποίος το Σάββατο 13 Δεκεμβρίου έκλεισε τα 100. Ο Πίτερ Παν της πραγματικής ζωής με το ελαστικό κορμί, που συνήθιζε να σκοντάφτει πάνω στο σκαμπό στο «The Dick Van Dyke Show», στέκεται ακόμα όρθιος. Ο άνθρωπος που υποδύθηκε ένα κουρδιστό παιχνίδι στο «Chitty Chitty Bang Bang» (1968) δεν έχει κουραστεί. Εχει επιβιώσει, σε αντίθεση με μέντορες, συμπρωταγωνιστές, ερωτικούς συντρόφους του, αλλά και πολλά στούντιο.
Εχει επιβιώσει ακόμη και από τα αστεία για την ερμηνεία του στη «Μαίρη Πόπινς» (1964). Σήμερα η παραμορφωμένη κόκνεϊ προφορά του αντιμετωπίζεται μάλλον με αγάπη παρά με περιφρόνηση. Θεωρείται, δε, ένα από τα πιο γοητευτικά χαρακτηριστικά της κλασικής ταινίας φαντασίας του Γουόλτ Ντίσνεϊ, γράφει στον Guardian ο Ξαν Μπρουκς.
Η γοητεία είναι το μαγικό συστατικό κάθε δημοφιλούς καλλιτέχνη και λίγοι την κατέχουν σε τόση αφθονία όσο ο Βαν Ντάικ, ο φτωχός γιος ενός πλανόδιου πωλητή μπισκότων που παράτησε το λύκειο για το σινεμά, προσθέτει ο άγγλος κριτικός κινηματογράφου.
«Η δουλειά του σε αυτή τη ζωή είναι να κάνει τον κόσμο πιο ευτυχισμένο», είπε κάποτε η συμπρωταγωνίστριά του στο Μπρόντγουεϊ Τσίτα Ριβέρα, κάτι που ίσως μπορεί να εξηγήσει την πεισματική άρνησή του να τα παρατήσει, τουλάχιστον όχι όσο οι καιροί είναι δύσκολοι και νιώθει ότι το κοινό εξακολουθεί να τον χρειάζεται για να το εμψυχώνει.
Φυσικά, ο εργασιακός ρυθμός του έχει πλέον επιβραδυνθεί. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκε στο σόου The Masked Singer, πρωταγωνίστησε σε ένα βίντεο των Coldplay και έχει ταχθεί με ενθουσιασμό υπέρ του Μπέρνι Σάντερς. Ο Βαν Ντάικ απλώς δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι ηλικιωμένοι πολίτες της Αμερικής ήταν αντίθετοι στη δημοκρατική σοσιαλιστική εσωτερική πολιτική του Σάντερς: «Θέλω να παροτρύνω τη γενιά μου να βγει και να τον ψηφίσει, παρακαλώ», είπε. Καθώς έφτασε, δε, τα 100, έχει γίνει μέρος της ζωντανής Ιστορίας: ένα κινούμενο χρονικό με τη φωνή της αμερικανικής σόουμπιζ.
Ο Ντικ Βαν Ντάικ ξεκίνησε την καριέρα του παίζοντας για τους στρατιώτες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνέχισε να κάνει παρέα με ανθρώπους όπως ο κωμικός Φιλ Σίλβερς και ο πρωτοπόρος Γουόλτ Ντίσνεϊ. Είχε το ένα πόδι στο σλάπστικ (χονδροειδείς κωμωδίες) του μιούζικ χολ και το άλλο στο σκρούμπολ (γρήγορη κωμωδία με πνευματώδεις διαλόγους), και πιθανώς με τα δάχτυλα να δείχνουν το Ντάνβιλ του Ιλινόι, την πατρίδα του στο μεσοδυτικό τμήμα των ΗΠΑ, γράφει ο Μπρουκς στον Guardian.
Γεφυρώνοντας αυτούς τους κόσμους, τελειοποίησε μια εξωστρεφή δημόσια εικόνα αποτελούμενη από ένα μέρος Σταν Λόρελ και δύο μέρη Τζέιμς Στιούαρτ: ένας αδέξιος κλόουν που έπεφτε συνεχώς αλλά ήταν αξιοπρεπής, ειλικρινής και πιο έξυπνος από ό,τι έδειχνε στην αρχή.
Και ενώ πλησίαζε ήδη τα 40 όταν το «The Dick Van Dyke Show» και η «Mαίρη Πόπινς» τον έκαναν διεθνή σταρ, ο ηθοποιός παρέμεινε ακαταμάχητα νεανικός. Στο «Chitty Chitty Bang Bang» (1968) υποδύθηκε τον τρελό εφευρέτη Καράκτακους Ποτς, που ονειρεύεται ένα ιπτάμενο αυτοκίνητο, ενώ τον αλλόκοτο και εκκεντρικό πατέρα του υποδύθηκε ο έξι μήνες νεότερός του Λάιονελ Τζέφρις.
Σε γενικές γραμμές ο Βαν Ντάικ απέφυγε τις σκοτεινές ταινίες, σχολιάζει ο Ξαν Μπρουκς. Αρνήθηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Προφητεία» (1976) και επιμένει ότι ως επί το πλείστον έπαιζε μια εκδοχή του εαυτού του. «Υγιεινή», λέει. «Ενα καλό παιδί σε όλα».
Αυτό ισχύει ως ένα σημείο, και πιθανώς είναι μόνο η μισή αλήθεια, επειδή ο Βαν Ντάικ παραβλέπει –γιατί τον βολεύει– τον 25χρονο αγώνα του με τον αλκοολισμό καθ’ όλη την περίοδο της επαγγελματικής ακμής του. Ενδεχομένως συγκαλύπτει επίσης τη σκανδαλώδη χορευτική συμπεριφορά του –ακόμη και την αγριότητα– που ζωντανεύει τις πιο φημισμένες, φιλικές προς την οικογένεια ερμηνείες του.
Για να το θέσουμε πιο ωμά, υπογραμμίζει ο Μπρουκς στον Guardian, ο Βαν Ντάικ μπορεί μεν να ήταν mainstream, αλλά ποτέ συντηρητικός, για την ακρίβεια ούτε καν ζεστός. Εφερνε υπερβολική ενέργεια στον χώρο, σαν να είχε μόλις έρθει απέξω και να μην ήταν μαθημένος να συμπεριφέρεται καλά. Το «The Dick Van Dyke Show», μια κατά τ’ άλλα τυπική οικογενειακή κωμική σειρά της δεκαετίας του 1960, ξεχωρίζει για την έντονη σεξουαλική χημεία και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ του Βαν Ντάικ και της συμπρωταγωνίστριάς του Μαίρη Τάιλερ Μουρ.
Ο Καράκτακους Ποτς, από την άλλη, είναι ο απόλυτος θορυβώδης μπαμπάς: στοργικός και συναρπαστικός, αλλά με τάση να ξεχνάει γενέθλια και ραντεβού στον οδοντίατρο. Και μετά υπάρχει ο Μπερτ στη «Μαίρη Πόπινς», ο καπνοδοχοκαθαριστής που περιπλανιέται στις στέγες του Λονδίνου σαν αστικοποιημένος Πουκ, το ξωτικό στο «Puck of Pook’s Hill» (1906) του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Μπερτ δεν είναι καθόλου κόκνεϊ. Είναι ένα τρομακτικό πνεύμα της φύσης, αστείο και ευμετάβλητο, που προσπαθεί με θάρρος να περάσει για ντόπιος.
Ο Βαν Ντάικ είναι σήμερα 100 ετών, επομένως δεν μοιάζει πια με τον Πίτερ Παν. Μοιάζει, αν μη τι άλλο, με την πλατωνική ιδέα των γηρατειών, με ρυτίδες γέλιου και μια πυκνή λευκή γενειάδα, ξεθωριασμένη ενσάρκωση μιας καλής ζωής. Τα τελευταία χρόνια έχει συνηθίσει να του ζητούν συμβουλές για την υγεία, σε σημείο μάλιστα που κάθισε και τις κατέγραψε σε ένα βιβλίο («100 Rules for Living to 100»).
Ωστόσο η αυτογνωσία του δεν του επιτρέπει να παρουσιάζει τον εαυτό του ως πρότυπο καλής ζωής. Αντ’ αυτού αποδίδει τη μακροζωία του σε μια δόση καθημερινής μαγείας, έναν συνδυασμό καλών γονιδίων, σταθερών φιλικών σχέσεων και θετικής ψυχικής διάθεσης. «Η ζωή μου ήταν μια υπέροχη απόλαυση», λέει. «Μπόρεσα να κάνω αυτό που αγαπώ και να το μοιραστώ με τον κόσμο».
