Τρεις (3) επίσημες σχολικές εορτές και αργίες περιλαμβάνει ένα διδακτικό έτος: την εορτή της σημαίας (28η Οκτωβρίου 1940), την επέτειο του Πολυτεχνείου (17 Νοεμβρίου 1973) και την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821. Η καθιέρωση και των τριών εορτών ως σηματωρών στην εθνική (και κατ’ επέκταση στη σχολική ζωή) πορεία ανάγεται χρονικά πολύ κοντά στα γεγονότα (1944, 1981, 1838). Η μνήμη του πάθους, η σημασία του ανεπανάληπτου και το μέγεθος της ανατροπής εγγράφηκαν εξαρχής στη συλλογική μνήμη. Και αυτά ακριβώς καλούμαστε, ως ευρύτερη εκπαιδευτική και τοπική σχολική κοινότητα, να διαχειριστούμε.
Στον πυρήνα και των τριών βρίσκεται η ίδια απορία (με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου, δυσχέρεια εύρεσης της κατάλληλης πορείας προς κατανόηση αυτών τότε και σήμερα). Μια τέτοια δυσκολία αισθανόταν και ο Περικλής στην αρχή του Επιταφίου, όταν (με τα λόγια του Θουκυδίδη) περιγράφει από πού να αρχίσει, ποιο τυπικό να ακολουθήσει και πώς αυτός, ως νεότερος, να σταθεί τόσο ειλικρινά ως προς τα γενναία κατορθώματα των νεκρών του πρώτου έτους, όσο και έντιμα έναντι των παλαιότερων γενεών.
Η αντίληψη του Περικλή είναι επίκαιρη κατά τούτο: σέβεται τη διαγενεακή συνέχεια γιατί όλες πριν από τη δική του, η γενιά των Περσικών πολέμων και των πατέρων, προετοίμασαν το έδαφος για τη δόξα της Αθήνας.
Αλλά αξία περισσότερη αποδίδεται στη δική του γενιά, στο τι έκανε, τι πέτυχε, τι αύξησε, τι κληρονομεί. Αυτή η ιστορική αίσθηση του παρόντος μας είναι ανοίκεια, αν δεν μας ακούγεται και σήμερα υπερβολικά υμνητική. Δεν έχουμε μάθει να υμνούμε τα επιτεύγματά μας, όποια και αν είναι αυτά, όταν τα συγκρίνουμε με αυτά των προγόνων μας σε τελετές δημόσιες ή όποιες άλλες συνάξεις. Αυτό που καταγράφεται μοναδικά στον Επιτάφιο ως ιστορική αίσθηση του παρόντος έχει αντικατασταθεί από μια αντίληψη του παροντισμού κατά την οποία τρέχουσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του παρελθόντος, κατά βάση ιδεολογικές και επικαιρικές, περιορίζουν, αν δεν εξαλείφουν, το νόημα παλαιότερων επιτευγμάτων, όπως παραδίδονται από ιστορικά γεγονότα, κείμενα, έργα τέχνης, κινηματογραφικές ταινίες.
Μπορεί η ιστορική αντίληψη του παρόντος από τον Περικλή να είναι χρήσιμη και για τις σχολικές εορτές;
Πώς μπορούμε εμείς ως ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα να σταθούμε σε μια τέτοια ανάλογη δυσκολία, να τιμάς τους πατέρες (γενιά του Πολυτεχνείου), τους παππούδες (τους ήρωες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) και τους προγόνους και ταυτόχρονα να μιλάς στο σήμερα; Σε μια κουλτούρα προσανατολισμένη στο παρελθόν, η δυσκολία είναι ακόμη μεγαλύτερη. Και γίνεται μείζων όταν τα μαθήματα εν γένει (ακόμη και τα θετικά ανήκουν εδώ, παρά τα κοινώς νομιζόμενα) αποκλείουν από τα προγράμματα σπουδών το παρόν, το οποίο διοχετεύεται σε δράσεις εντός σχολικού ωραρίου, συνδεόμενες δύσκολα, αν όχι ανεφάρμοστα, με τη σκέψη.
Τι μπορεί να κάνει τότε μια σχολική εορτή; Είναι ευκαιρία, θαρρώ, να αναπροσανατολίσει πρώτον το ίδιο το παρελθόν και να διατυπώσει σκέψεις διαγενεακής συνέχειας που αργότερα θα διατυπωθούν ως πράξεις παροντικές.
Η εορτή της σημαίας (28η Οκτωβρίου 1940) δεν μπορεί να εστιάζει μόνον στην αφετηρία, αλλά και στην ολοκλήρωση, το 1949, των πολέμων, όπως ο πληθυντικός διατυπώνεται στο βιβλίο του Κωστή «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας». Η τοποθέτηση της ελληνικής Ιστορίας σε έναν ευρύτερο συσχετισμό δυνάμεων και πολεμικών αναμετρήσεων, η γενναιότητα του λαού, τα δεινά της Κατοχής, οι φάσεις της Αντίστασης και του Εμφυλίου Πολέμου και η «καθησυχαστική ηρεμία» μετά το 1949 είναι τμήμα μιας ενιαίας αφήγησης με αρχή, μέση και τέλος. Το να συνειδητοποιήσει ο έφηβος ότι η στάση των απλών ανθρώπων, του πολιτικού προσωπικού και της στρατιωτικής ηγεσίας, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά, καθορίζει την πορεία μιας χώρας, είναι επίτευγμα πολιτειακής ωριμότητας.
Αντίστοιχο κατόρθωμα μπορεί να είναι η συνειδητοποίηση ότι η θυσία των νέων στο Πολυτεχνείο έγινε κατά τη διάρκεια ενός σφύζοντος νεολαιίστικου κινήματος στη χρυσή, κατά τον Χόμπσμπαουμ, εικοσιπενταετία 1946-1971, όταν η ελευθερία επιλογών μπορούσε να καταρρίψει αγκυλώσεις και περιχαρακώσεις. Ομως η εξαίρεση δεν μπορεί να γίνει κανόνας, καθώς η φενάκη της αέναης και ασύδοτης ελευθερίας (αυτής που υπάρχει καταστατικά στον εθνικό μας ύμνο για άλλους λόγους) οδηγεί στον μέγιστο και χειρότερο κίνδυνο, τον εαυτό μας να υποδουλώνεται όχι αναγκαστικά στο καλό, στην αδέσμευτη σκέψη, αλλά κυρίως και περισσότερο στο κακό, στον εγκλωβισμό. Οπως λέει ο Λορεντζάτος, «το σπαθί της ελευθερίας δεν έχει μια κόψη». Η διπλή κόψη του σπαθιού κάνει τραγική τη θέση του ανθρώπου: «Κάνει το μεγαλείο του και ταυτόχρονα την αθλιότητά του».
Φαίνεται να είναι η εορτή της 17ης Νοεμβρίου η πιο δύσκολη από όλες, καθώς βρισκόμαστε στην ίδια θέση με αυτή του Περικλή, όταν εκφωνούσε τη νεκρολογία του. Πώς να μιλήσεις για γεγονότα –όχι ανθρώπους– που κάποιοι τα έζησαν, άλλοι μεγάλωσαν και άλλοι γαλουχήθηκαν με αυτά. Αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα της στιγμής που θα ξεχαστεί.
Η πιο δύσκολη από όλες είναι η εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου, καθώς και πάλι εξυμνείται μια αρχή χωρίς το τέλος. Το 1821 τελείωσε το 1830 με την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Στην πορεία προς αυτή, η απορία των Ελλήνων (με τη διττή σημασία τη νεοελληνική: αδυναμία κατανόησης, έλλειψη πόρων) ήταν και συνεχής και δεδομένη και επαπειλούμενη. Η μέγιστη πρόκληση της εθνικής εορτής είναι να μιλήσει κανείς σε εφήβους και να συνδέσει το πρόσωπο της Ελλάδας με ένα παλίμψηστο, που όπως λέει ο Καζαντζάκης αποτελείται «από δώδεκα κύριες απανωτές γραμμές: Σύγχρονη, του Εικοσιένα, της Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας, του Βυζάντιου, της Ρώμης, της Ελληνιστικής Εποχής, της Κλασικής, του Δωρικού μεσαίωνα, της Μυκηναϊκής, της Αιγαιικής, της Λίθινης».
Μια ισχυρή αίσθηση διαγενεακής συνέχειας αναπτύσσεται, όταν ο διάλογος ανάμεσα στις γενιές γίνεται εποικοδομητικός, εφόσον δεν αποσιωπούνται τα αρνητικά και δεν υπερτονίζονται τα θετικά. Έτσι, θαρρώ, το παρόν προετοιμάζει το μέλλον, δηλαδή προετοιμάζει τους ανθρώπους στο άγνωστο που εγκυμονεί και κινδύνους και επιτυχίες. Ειδάλλως η δυναστεία του παρελθοντισμού και η σειρήνα του παροντισμού, της επιβολής του παρόντος πάνω στο παρελθόν και στο μέλλον, αποκόπτει από αυτό που ο Θουκυδίδης θα περιέγραφε ότι πίσω από την αληθινή αιτία (αληθεστάτη πρόφασις) παραμένει πάντοτε ανομολόγητη (αφανεστάτω λόγω) η πραγματική αλήθεια.
* Ο Αχιλλέας Ντελλής είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Πρότυπο Γενικό Λύκειο Αθηνών-Γεννάδειο
