Η Ευρώπη εμφανίζεται σοκαρισμένη από το περιεχόμενο του κειμένου για την Στρατηγική Εθνικής Αμυνας των ΗΠΑ, που δημοσιοποιήθηκε προσφάτως (5/12).
Οι λόγοι για το σοκ δεν είναι λίγοι.
Μπορεί κανείς να ξεκινήσει από την αμερικανική εκτίμηση για την «πολιτισμική εξάλειψη» της Ευρώπης και την πρόβλεψη ότι «αν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις η ήπειρος θα είναι αγνώριστη σε 20 χρόνια ή και σε λιγότερα» και να φτάσει στην αναφορά ότι «είναι περισσότερο από πιθανό, το αργότερο μέσα σε λίγες δεκαετίες, τα μέλη του ΝΑΤΟ να είναι κυρίως μη ευρωπαϊκά».
Αυτό το νέο δόγμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όσο και αν ενοχλεί την Ευρώπη, θα πρέπει να την αφυπνίσει. Το ανάθεμα και η απόρριψη δεν είναι οι ενδεδειγμένες επιλογές. Θα όφειλε κανείς να κινηθεί πιο ενεργητικά. Υπάρχουν άλλωστε και οι διαπιστώσεις/παροτρύνσεις/προτάσεις του Μάριο Ντράγκι (που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τραμπικός), οι οποίες θα όφειλαν να έχουν επιδράσει καταλυτικά, όμως φαίνεται ότι παραμένουν ξεχασμένες στα συρτάρια της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών.
Μέχρις ότου διαπιστωθεί αν η Ευρώπη έχει κάτι αποτελεσματικό να αντιτάξει στις αμερικανικές διαπιστώσεις ή προειδοποιήσεις, μπορεί κανείς να κάνει ορισμένες εκτιμήσεις, με σχετικά μεγάλο βαθμό βεβαιότητας.
Κατ’ αρχάς, αυτό το κείμενο της αμερικανικής κυβέρνησης θα γίνει το ευαγγέλιο των απανταχού ακροδεξιών της Ευρώπης, φυσικά και της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης. Μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε ένα μανιφέστο όποιου και όποιας θελήσει να «χτίσει» στη βάση μίας αντιευρωπαϊκής ατζέντας. Υπό αυτό το πρίσμα και με ορατή την τάση στη Γαλλία, τη Γερμανία και αλλού, η «Ευρώπη» θα όφειλε να οργανώσει την ρεαλιστική πολιτική της απάντηση, ώστε να διαψεύσει όσους προβλέπουν ή και επιδιώκουν την καταστροφή της. Με άλλα λόγια, η ευρωπαϊκή πολιτική τάξη καλείται σήμερα να αποδείξει ότι η Ενωση δεν είναι ένα εγχείρημα που αποδεικνύεται λειτουργικό μόνο σε περιόδους ειρήνης και ευημερίας, αλλά ένα πολιτικό μοντέλο που έχει απαντήσεις σε όλα τα πεδία και σε συνθήκες πολέμου ή όποιας άλλης κρίσης.
Πέραν όμως της ευρωπαϊκής διάστασης, το αμερικανικό δόγμα εξωτερικής πολιτικής, δημιουργεί εύλογες απορίες ως προς τη θέση της Ελλάδας στο νέο αυτό περιβάλλον.
Ηδη πριν από τους πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, ήταν σαφής ο ατλαντικός προσανατολισμός της κυβέρνησης και προσωπικά του Πρωθυπουργού. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε μία ιδιαίτερη επικοινωνία και ένα ανεπτυγμένο δίκτυο επαφών με τους Δημοκρατικούς και τον Τζο Μπάιντεν και η επιλογή του ήταν σαφής. Τουλάχιστον στο στρατιωτικό πεδίο, η σχέση με τις ΗΠΑ αναβαθμίστηκε στρατηγικά και έγινε προνομιακή. Αυτό συνεπαγόταν πολλά και για τη σχέση με το Ισραήλ, που έχει αντίστοιχα χαρακτηριστικά, τα οποία διαφοροποιούν σήμερα σε σημαντικό βαθμό την περίπτωση της Ελλάδας από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η στρατηγική τοποθέτηση της χώρας στο πεδίο της ασφάλειας, μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία λειτουργική αν-ισορροπία στη σχέση με της με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, η οποία μέχρι στιγμής έχει φανεί ότι μπορεί να υπηρετηθεί.
Πλην όμως, οι διατυπώσεις στο αμερικανικό κείμενο διαμορφώνουν ένα νέο πλαίσιο απαιτήσεων για το πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Στα μεταδικτατορικά χρόνια, οι επιλογές ήταν λίγο πολύ σαφείς και υπηρετήθηκαν από όλους όσοι κυβέρνησαν – ακόμη και από τον ΣΥΡΙΖΑ – με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αλλωστε ο Αλέξης Τσίπρας είχε επισκεφθεί τον Ντόναλντ Τραμπ στην Ουάσιγκτον το φθινόπωρο του 2017.
Αν η θέση της κυβέρνησης για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ είναι λίγο πολύ γνωστές, δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο για όλες τις πολιτικές δυνάμεις, μιλώντας για όσους αναφέρονται ως «μέτωπο της λογικής» και όσους φιλοδοξούν με καθυστέρηση να ενταχθούν σε αυτό.
Υπό αυτήν την έννοια και με τα σημερινά δεδομένα, τίθεται ένα πολύ σοβαρό ζήτημα συνέχειας στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Είναι υπαρξιακοί οι λόγοι για τους οποίους θα πρέπει να υπάρξει συνεννόηση σε αυτό το πεδίο και να επιτευχθούν συναινέσεις. Ή, με μία άλλη οπτική, είναι αναγκαίο να μιλήσει κάθε πολιτική δύναμη ξεκάθαρα και να περιγράψει με ποιον είναι και για ποιον λόγο. Με τις ΗΠΑ; Με την Ευρώπη; Λιγότερο με τον έναν και περισσότερο με τον άλλον; Με τη Ρωσία;
Κάθε επιλογή έχει συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο. Γιατί να μην είναι λοιπόν γνωστές οι διαθέσεις των πολιτικών δυνάμεων; Μπορεί έτσι να ξεκαθαρίσει κάπως και το (μετ)εκλογικό τοπίο.
