Το καλό παιδί σε μια τάξη που δεν έχει πια δάσκαλο
Απόψεις

Το καλό παιδί σε μια τάξη που δεν έχει πια δάσκαλο

Η Ελλάδα έκανε μια μεγάλη διαδρομή στα δημοσιονομικά της. Αλλά η επόμενη πίστα δεν βρίσκεται έξω. Βρίσκεται εδώ. Και η χώρα χρειάζεται να πάψει να μετράει την επιτυχία με Δελτία Τύπου της Κομισιόν και να αρχίσει να τη μετράει με την καθημερινότητα εκείνων που δεν τη νιώθουν
Στέλιος Σοφιανός

Υπάρχει κάτι παράδοξο στη σημερινή Ελλάδα. Η κυβέρνηση καλλιεργεί το αφήγημα ότι η χώρα έγινε ξανά «αξιόπιστη», ότι η Ευρώπη μάς κοιτά με σεβασμό, ότι οι δείκτες μας μάς φέρνουν πλάι σε χώρες που κάποτε θεωρούσαμε απλησίαστες.

Αυτό δεν είναι ακριβώς ψέμα. Η Ελλάδα, πράγματι, καταγράφει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, σύμφωνα με τη Φθινοπωρινή Πρόβλεψη της Κομισιόν. Το δημόσιο χρέος πέφτει, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ και η χώρα θεωρείται «μοντέλο δημοσιονομικής πειθαρχίας».

Και κάπου εδώ αρχίζει η αντίφαση. Την ώρα που η Ελλάδα παρουσιάζει ένα αφήγημα σχεδόν σχολικού παραδείγματος, η ίδια η Ευρωζώνη μοιάζει να έχει εγκαταλείψει τη λογική τού «υποδειγματικού μαθητή». Η Ιταλία βρίσκεται με δημόσιο χρέος στο 137% του ΑΕΠ και δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του 4%. Η Γαλλία κινείται προς τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος με ποσοστά πάνω από 5% και «ανακουφίζεται» όταν η Ελλάδα εξοφλεί πρόωρα τα δάνειά της… Αλλά και η Γερμανία, η ιστορική «στρατιωτική αστυνομία της λιτότητας», αντιμετωπίζει ύφεση, δημοσιονομικές τρύπες και πάγωμα επενδυτικών προγραμμάτων μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης βρίσκονται εκτός των ορίων που κάποτε επέβαλλαν στους άλλους. Οχι μόνο δεν είναι «καλά παιδιά», αλλά είναι οι πρώτοι που παραβιάζουν τους κανόνες που οι ίδιοι έθεσαν.

Και εμείς; Εμείς συνεχίζουμε να λειτουργούμε σαν να βρισκόμαστε στην τάξη του 2014, με τον καθηγητή να μας κοιτάει από πάνω.

Βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά συνεχίζουμε να εφαρμόζουμε μια εκδοχή της μνημονιακής λογικής. Δημοσιονομική αυστηρότητα, πειθαρχία στα πλεονάσματα, προσεκτικές δαπάνες, άγχος για το τι «θα πουν οι θεσμοί». Αυτό σε μια Ευρώπη όπου η μισή τάξη γράφει το δικό της πρόγραμμα και η άλλη μισή ζητά χαλάρωση.

Είναι σαν να φοβόμαστε ότι, αν χαλαρώσουμε για λίγο, κάποιος θα μας τραβήξει το αυτί. Μόνο που εκείνος που το τραβούσε έχει τα δικά του προβλήματα και μάλλον δεν κοιτάει προς τα εδώ. Γιατί δεν ήταν μόνο ότι επί χρόνια εμείς αρμενίζαμε στραβά. Οπως φαίνεται, και ο γιαλός δεν ήταν πολύ ίσιος…

Υπάρχει όμως ένας επιπλέον λόγος που το success story δουλεύει τόσο καλά σε Βρυξέλλες και Βερολίνο: τους «βολεύει». Δείχνει ότι το ευρωπαϊκό πείραμα λειτούργησε κάπου. Οτι μπορεί οι μεγάλοι να χάνουν τους στόχους τους, αλλά οι μικροί –η Πορτογαλία, η Κύπρος, η Ελλάδα– κράτησαν τη γραμμή. Το ερώτημα όμως δεν είναι τι βολεύει εκείνους. Είναι τι χρειάζεται η χώρα.

Γιατί να είναι πρωταρχικό μέλημα μιας κυβέρνησης να πείθει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς σε μια περίοδο που οι θεσμοί δεν μπορούν ούτε να πείσουν τον ίδιο τους τον εαυτό;

Γιατί να είναι επιτυχία η επιτυχία στα μάτια των έξω, όταν στο εσωτερικό οι πολίτες δηλώνουν σταθερά ότι δεν βλέπουν βελτίωση στη ζωή τους;

Γιατί συνεχίζουμε να μετράμε τον εαυτό μας με μέτρα που η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει παύσει να τηρεί;

Η πολιτική συνέπεια αυτής της εμμονής στην «εξωτερική αξιοπιστία» είναι πλέον ορατή. Η αποχή εκτοξεύεται. Η εμπιστοσύνη στην πολιτική εξαντλείται. Οι νέοι δεν βλέπουν προοπτική εδώ, ακόμα και αν η χώρα πηγαίνει καλύτερα σε δείκτες. Η κοινωνική κόπωση δεν αφορά την οικονομική πραγματικότητα μόνο, αλλά το χάσμα μεταξύ τού τι λέει το κράτος ότι συμβαίνει και τού τι ζει ο πολίτης.

Η Ελλάδα έχει πράγματι πείσει τους ξένους ότι είμαστε «σταθεροί». Αλλά αν δεν μπορεί με την ίδια αποφασιστικότητα να πείσει τους πολίτες ότι «αξίζει να μείνεις και να προσπαθήσεις εδώ», τότε το πρόβλημα δεν είναι οικονομικό. Είναι πολιτικό. Και αν σε κάτι χρησιμεύει ο πληθωρισμός των δημοσκοπήσεων, είναι να μας το επισημαίνει και να το αναδεικνύει.

Η Ελλάδα έκανε μια μεγάλη διαδρομή. Αλλά η επόμενη πίστα δεν βρίσκεται έξω. Βρίσκεται εδώ. Και η χώρα δεν χρειάζεται πια να γίνει «πιο αξιόπιστη» στους θεσμούς. Χρειάζεται να γίνει πιο πειστική στους πολίτες της. Να πάψει να μετράει την επιτυχία με Δελτία Τύπου της Κομισιόν και να αρχίσει να τη μετράει με την καθημερινότητα εκείνων που δεν τη νιώθουν…

Στην τελική, μια οικονομία που πείθει τους έξω αλλά όχι και τους μέσα, δεν είναι ακριβώς success story. Είναι μια ιστορία που περιμένει ακόμη να γραφτεί. Οχι με επιδόματα, που πράγματι προσφέρουν προσωρινές «ανάσες» σε αρκετούς συμπολίτες μας, αλλά με πολιτικές επιλογές, που δίνουν προοπτική και «οξυγόνο» σε όλους.

Exit mobile version