Σαββόπουλος: το νόημα της απουσίας
| CreativeProtagon
Απόψεις

Σαββόπουλος: το νόημα της απουσίας

Η άγνοια των σημερινών νέων για τον Σαββόπουλο –και για όλη τη μουσική κουλτούρα της εποχής του– είναι αποτέλεσμα μιας νέας δομής λόγου (discours) που καθορίζει τι θεωρείται «σημαντικό», «επίκαιρο», «αναγνωρίσιμο»
Κωνσταντίνος Καραλής

Oχι, γράφοντας για «απουσία» δεν αναφέρομαι στην απουσία της ηγεσίας των κομμάτων της Κεντροαριστεράς από την κηδεία του Σαββόπουλου, «επειδή δεν ήταν πια δικός μας». Αναφέρομαι στην απουσία του Σαββόπουλου από την κουλτούρα της πλειοψηφίας των νέων που τυχαία ανακάλυψα πέρσι, όταν, μιλώντας με έναν δεκαεπτάχρονο που παίζει καλά πιάνο, ανέφερα το όνομά του για να ακούσω την μη αναμενόμενη (τότε) ερώτηση: «Ποιος είναι ο Σαββόπουλος;».  

Και η ερώτηση αυτή ήταν η επικρατέστερη σε σχετική έρευνα που έκανα μαζί με φίλους σε κάποιους μαθητές και φοιτητές. Ετσι, αν και το δείγμα ήταν μικρό, είναι αποκαλυπτικό της περιρρέουσας (πολιτισμικής) ατμόσφαιρας, και δείχνει πολλά για την ασυνέχεια που χαρακτηρίζει τον τρόπο μετάδοσης της πολιτισμικής μνήμης στην Ελλάδα σήμερα, όσο και την ίδια τη μουσική που επικρατεί στη σύγχρονη μαζική κουλτούρα της πλειοψηφίας των νέων (που είναι η ραπ και η τραπ).

Για την απουσία του Σαββόπουλου από την πλειοψηφία των νέων σήμερα

Ο καλύτερος τρόπος για να ερμηνεύσουμε την απουσία του Σαββόπουλου από τη νεανική κουλτούρα σήμερα είναι να τη συγκρίνουμε με την αντίστοιχη της περιόδου 1960-90, όταν ήταν σημαντική η παρουσία του. Γιατί η άγνοια για τον Σαββόπουλο (και για όλη τη μουσική κουλτούρα της εποχής του) είναι αποτέλεσμα μιας νέας δομής λόγου (discours) που καθορίζει τι θεωρείται «σημαντικό», «επίκαιρο», «αναγνωρίσιμο».

Ετσι, ο Σαββόπουλος (όπως και οι άλλοι σημαντικοί μουσικοί δημιουργοί της εποχής) ήταν ένας κατεξοχήν λογοκεντρικός δημιουργός που μιλούσε για λογαριασμό της κοινωνίας, που συνέθετε το συλλογικό αίσθημα: έγραφε, σχολίαζε και συμβόλιζε με τον λόγο και τη μουσική του αυτό που θεωρούσε ελληνικό.

Η σύγχρονη κουλτούρα των social media, αντιθέτως, λειτουργεί με εικόνες και ροές, όχι με λέξεις και συνειρμούς. Επιπλέον, δεν υπάρχει σήμερα «συλλογικό» με τον ίδιο τρόπο. Στη θέση του υπάρχουν δικτυωμένες μικρο-ταυτότητες, ομάδες, tribes και για την πλειοψηφία των νέων, τη θέση του καλλιτεχνικού δημιουργού ή του διανοούμενου έχει ο influencer.

Ο Σαββόπουλος ήταν παραγωγός νοήματος: έπαιρνε τα ελληνικά σύμβολα (λαϊκά, θρησκευτικά και πολιτικά) και τα ανασυνέθετε, δημιουργώντας νέα νοήματα. Αντιθέτως η σημερινή ποπ κουλτούρα παράγει μια συνεχή ροή ως μια επιφάνεια σημασιών που αλλάζουν συνεχώς, καθώς η ίδια η ταχύτητα του ψηφιακού χρόνου αποδομεί κάθε σταθερό σημείο αναφοράς. Κι αυτό συνδέεται με τη μορφή που έχουν σήμερα οι τρόποι μετάδοσης της μουσικής. Οι σύγχρονες πλατφόρμες, όπως το YouTube, το TikTok και το Spotify, έχουν δημιουργήσει μια κουλτούρα όπου η μουσική κατανάλωση είναι αλγοριθμική και στιγμιαία.

Σε αυτό το πλαίσιο η φωνή του δημιουργού αντικαθίσταται από το βουητό των δικτύων και ο ίδιος ο δημιουργός χάνεται πίσω στην ιστορία. Ετσι και ο Σαββόπουλος είναι πια για τους νέους ένα πρόσωπο του παρελθόντος. Και καθώς οι νέοι διαισθάνονται την ασυνέχεια με το παρελθόν σε συνδυασμό με μία αίσθηση ότι οι μεγαλύτεροι δεν τους καταλαβαίνουν (ουσιαστικά ότι δεν καταλαβαίνουν τι κόσμο έχουν δημιουργήσει) η πολιτισμική τους απόσταση γίνεται και ψυχολογική.

Οι διαφορές στις ασυνέχειες της γενιάς του 1960-70 με το σήμερα

Φθάνοντας στην ασυνέχεια του σημερινού πολιτισμικού περιβάλλοντος των νέων με το παρελθόν, ανακύπτει το ερώτημα: «Μα και οι νέοι της δεκαετίας του ’60-’70 δεν είχαν κι εκείνοι αποκοπεί από την προηγούμενη γενιά;».

Πράγματι και τότε υπήρξε πολύ σημαντική ασυνέχεια, αλλά η φύση αυτής της ασυνέχειας είναι εντελώς διαφορετική σε σχέση με αυτό που συμβαίνει σήμερα.

Η γενιά του ’60-’70 (στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς) βίωσε μια ρήξη με τον παραδοσιακό λόγο της εξουσίας (οικογένεια, κράτος, έθνος και Εκκλησία). Ηταν η εποχή όπου το «πατρικό πρόταγμα» (πειθαρχία, αυθεντία, ιδεολογική σταθερότητα) αμφισβητήθηκε.

Οι νέοι επινόησαν νέο νόημα, μια νέα γλώσσα που διεκδικούσε την αλήθεια. Σε αυτό το πλαίσιο το τραγούδι, το θέατρο, η ποίηση και η πολιτική στράτευση λειτούργησαν ως εργαλεία ανασημασιοδότησης. Και ο Σαββόπουλος, ακριβώς, εξέφρασε αυτή τη στιγμή: έκανε διάλογο με την παράδοση, όχι ως μιμητής/αντιγραφέας αλλά σε αντίλογο μαζί της, διασκευάζοντας και ειρωνευόμενος, ενώ την ίδια στιγμή την ανανέωνε.

Αυτή η ασυνέχεια, επομένως, είχε νόημα μέσα στο ίδιο το πεδίο του λόγου. Ηταν ένα είδος εσωτερικής διαφωνίας και όχι αποκοπή. Οι νέοι έσκιζαν τις βεβαιότητες της προηγούμενης γενιάς, αλλά εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι ο λόγος, η τέχνη, η πολιτική έχουν δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο.

Σήμερα, αντιθέτως, η ρήξη δεν είναι με τον «πατέρα». Οι νέοι δεν επαναστατούν απέναντι σε μια ιδεολογία, αλλά απλώς ζουν σε ένα περιβάλλον όπου δεν υπάρχει ένα ισχυρό «κατεστημένο λόγου» ούτε μία ιεραρχία αξιών, ούτε κανονιστική αυθεντία που να ενδιαφέρονται να ανατρέψουν. Στη θέση τους κυριαρχεί μια υπερπληθώρα εικόνων, ενώ οι ρυθμοί και οι τεχνολογίες της εποχής δεν επιτρέπουν τη συσσώρευση νοήματος στον χρόνο. Ετσι η τωρινή ασυνέχεια με το παρελθόν δεν συγκρούεται με την παράδοση, αλλά απλώς την παρακάμπτει.

Τι κόσμο αντιλαμβάνονται σήμερα οι νέοι;

Η ασυνέχεια της πλειοψηφικής κουλτούρας των νέων με το παρελθόν που αναδείχθηκε παραπάνω πρέπει βέβαια να συσχετιστεί με τη μορφή του κόσμου ως τρόπου ζωής όπως τον  αντιλαμβάνονται και τον αντιμετωπίζουν οι νέοι. Ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά που πολύ συνοπτικά μπορούμε να σημειώσουμε είναι η απουσία κάποιου σταθερού μελλοντικού πλαισίου ως αναμενόμενου και παγιωμένου τρόπου ζωής, η ενσωμάτωση της ψηφιακής κουλτούρας στη ζωή των νέων, ήδη από τη μαθητική εποχή, και ως προς το ιδεολογικό επίπεδο, το ότι οι νέοι δεν φαίνεται να αντικαθιστούν τις παλιές αφηγήσεις με νέες μεγάλης κλίμακας, αλλά μάλλον ζουν μέσα στη ροή του χρόνου, στο μικρό και στο ατομικό.

Η χαρακτηριστική έλλειψη αναζήτησης στην πολιτιστική δημιουργία της σύγχρονης ποπ κουλτούρας

Ισως το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της σημερινής ασυνέχειας είναι η έλλειψη αναζήτησης. Η γενιά του ’60-’70 έζησε μέσα σε μια κουλτούρα ερωτημάτων: ποιοι είμαστε, πού πάμε, τι σημαίνει ελευθερία, τι κόσμο θέλουμε; Και αντίστοιχα η τέχνη αποτέλεσε έναν χώρο νοηματικής διερεύνησης και αναζήτησης νέων τρόπων καλλιτεχνικής έκφρασης, που έδωσε πάμπολλα δείγματα καλλιτεχνικής δημιουργίας σε όλους τους τομείς.

Αντίθετα φαίνεται πως σήμερα, ζώντας μέσα σε ένα καθεστώς υπερπληροφόρησης,
όταν όλα είναι ήδη προσβάσιμα, η επιθυμία της αναζήτησης ακυρώνεται. Αλλωστε η
αναζήτηση προϋποθέτει χρόνο και σιωπή, κάτι που η εποχή μας δεν δείχνει να διαθέτει, καθώς κυριαρχούν η διάσπαση της προσοχής και η διάλυση της εσωτερικότητας. Και χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τραπ «μουσική».

Η τραπ ως γλώσσα της «μετα-νοήματος» εποχής

Ο Σαββόπουλος (όπως ο Θεοδωράκης και οι άλλοι μουσικοί δημιουργοί τότε) δημιουργούσαν μέσα σε μια εποχή όπου ο λόγος είχε ακόμη βάρος: ο στίχος ήταν εργαλείο νοήματος και το τραγούδι μορφή κοινωνικού σχολίου. Αντίθετα, σήμερα η τραπ (που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής σε πάρα πολλούς νέους) δεν έχει αφηγηματική εξέλιξη, αλλά μόνο loops.

Παντού θα συναντήσουμε το ίδιο μπιτ, τα ίδια μοτίβα και τις ίδιες λέξεις. Στην τραπ η δημιουργικότητα και η αναζήτηση έχει αντικατασταθεί από την επανάληψη και τη μίμηση. Ετσι μπορούμε να δούμε την τραπ ως σύμπτωμα μιας βαθύτερης πολιτισμικής μετάβασης από τον κόσμο του λόγου και της συνέχειας, στον κόσμο της εικόνας, της επιτέλεσης και της επανάληψης.

Μπορεί λοιπόν να πει κανείς ότι αν ο Σαββόπουλος ήταν μια φωνή που ερμήνευε την κοινωνία, ο τράπερ είναι η φωνή που αναπαράγει μηχανικά εικόνες της, χωρίς να τη στοχάζεται. Αυτή η φωνή δεν μιλάει για κάτι, όπως το τραγούδι παλιότερα, αλλά αποτελεί την ίδια την πράξη της ομιλίας, καθώς δεν εκφέρει νόημα αλλά μετατρέπεται σε ένα ρυθμικό αντικείμενο που με την επανάληψη, το auto-tune και το μπιτ, δημιουργεί έναν κόσμο στον οποίο το «τι λέγεται» δεν έχει σημασία. Ετσι, η  τραπ είναι η αποδόμηση του λόγου μέσω της τεχνολογίας, περνώντας από τη λογική του τραγουδιού (με αρχή, κορύφωση, τέλος) στη λογική του loop, δημιουργώντας ένα συνεχές «τώρα» χωρίς παρελθόν και χωρίς αφήγηση.

Η τραπ ως «πανωλεθρίαμβος»

Τα παραπάνω γνωρίσματα της τραπ (ως μουσικής κουλτούρας μιας σημαντικής μερίδας των νέων) μπορούν να ερμηνευθούν έως έναν βαθμό από την επισφάλεια, την έλλειψη προοπτικής και τη συμβολική αδυναμία, που βιώνουν τα τελευταία χρόνια πολλοί νέοι. Σε αυτές τις συνθήκες η εικόνα της υπερβολής που διακινείται με την τραπ (που εκθειάζει την πολυτέλεια, τα ακριβά αυτοκίνητα και το χρήμα) λειτουργεί ως φαντασιακή αντίδραση σε μια διαφαινόμενη πραγματική κοινωνική ματαίωση. Αποτελεί επομένως τη φωνή της απογοήτευσης, μεταμφιεσμένη σε θρίαμβο, είναι δηλαδή «πανωλεθρίαμβος», κατά τον ευφυή νεολογισμό του Κωνσταντίνου Τζούμα.

Και ο Σαββόπουλος ως ίχνος μιας άλλης εποχής

Eτσι, λοιπόν, αν οι τράπερ είναι οι φωνές που ενσαρκώνουν την ασυνέχεια με το παρελθόν ως έλλειψη νοήματος, ο Σαββόπουλος μέσα από την ίδια του την απουσία λειτουργεί ακόμη ως πολιτισμικό ίχνος μιας άλλης πολιτισμικής ασυνέχειας, καθώς ήταν μία φωνή που την ερμήνευε, ενώνοντας δημιουργικά την τέχνη και τον λόγο. Και καθώς η απουσία του μας παρακινεί στη σύγκριση των εποχών, μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί την τελευταία του δημιουργία.

Exit mobile version