Τα Γλυπτά, το γκαλά και η νέα αύρα του θεάματος
Απόψεις

Τα Γλυπτά, το γκαλά και η νέα αύρα του θεάματος

Η βραδιά του «Pink Ball» ενσάρκωσε αυτό το παράδοξο: τα εφήμερα αντικείμενα της πολυτέλειας και τα πρόσωπα της σύγχρονης δημοσιότητας συνυπήρξαν με τα αμετάβλητα θραύσματα του Παρθενώνα. Ετσι, το παρελθόν και το παρόν συμπλέχθηκαν σ’ ένα κοινό, ετερόκλητο και επιφανειακό τώρα, όπου οι φωτογραφίες, τα βίντεο και οι selfies ανέλαβαν να καλύψουν το κενό από την απουσία της μνήμης
Αννα Αθανασιάδου

Τη βραδιά της φιλανθρωπικής εκδήλωσης «Pink Ball» στην πιο εμβληματική αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου – εκείνης που φιλοξενεί τα Γλυπτά του Παρθενώνα – (βλ. Protagon 23/10/25) οι ροζ τόνοι επικράτησαν προγραμματικά παρασέρνοντας στον ανάλαφρο χορό τους όχι μόνο τους εκλεκτούς προσκεκλημένους, αλλά και δονώντας ακίνδυνα – σύμφωνα με τους οργανωτές – το κλασικό σκηνικό τους. Το λαμπερό αυτό κοσμικό γεγονός σκηνοθετήθηκε ως αισθησιακό απόσταγμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού περιέχοντας εγγυημένα αρχαία συστατικά, όπως τα «Μάρμαρα», αλλά και αξιοπρόσεκτα σύγχρονα, όπως οι διάσημοι συνδαιτυμόνες. Οι αστέρες της δημιουργικής βιομηχανίας που απόλαυσαν την εμπειρία απομονώθηκαν τελετουργικά στην αίθουσα των Γλυπτών του Παρθενώνα. Αυτός ο μουσειακός δημόσιος χώρος «κλείστηκε» για χάρη τους, ενώ οι αποκαλυπτικές selfies τροφοδότησαν με άφθονη ροζ ακτινοβολία την περιέργεια των απρόσκλητων.

Η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου δεν υπήρξε τυχαία. Ανάμεσα στις αιγυπτιακές μούμιες ή τα ασσυριακά ανάγλυφα – εκθέματα που φιλοξενούνται στην παρακείμενη μουσειακή περιοχή – μόνο τα αρχαιοελληνικά Γλυπτά εκπέμπουν εκείνη τη “κλασική αύρα” η οποία συνδέει το Λονδίνο με ένα από τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού.

Έχοντας αποσπαστεί αλύπητα από τη γενέτειρά τους, τα απάτριδα πια Γλυπτά του Παρθενώνα, παρότι γειτονεύουν με άλλα εξίσου σημαντικά και ξεριζωμένα εκθέματα ισχυρών πολιτισμών της ανθρωπότητας, λειτουργούν συμβολικά για μεγάλο μέρος του μουσειακού κοινού ως ανεξάντλητο αντικείμενο της πολιτισμικής επιθυμίας, ως σαγηνευτικό θραύσμα της “Αρχαιότητας” όπως τη φαντάστηκε η Ευρώπη.

Εκείνη τη ροζ νύχτα, τα Γλυπτά υποβιβάστηκαν από τέχνη σε διακόσμηση – σε μνημειακό σκηνικό υψηλής αισθητικής. Η “κλασική” αύρα τους μεταφέρθηκε στους τυχερούς συνδαιτυμόνες – μεταξύ των οποίων και οι Μικ Τζάγκερ, Ναόμι Κάμπελ και Τζουντ Λο – σαν να μπορούσε η αρχαία πέτρα να αγγίξει προσωρινά τέτοια διάσημα πρόσωπα, ώστε να δώσει στη μιντιακή υπερλάμψη τους την σταθερότερη ακτινοβολία της αιωνιότητας. Εκείνοι αναβαθμίστηκαν, λοιπόν, αλλά τα Γλυπτά; Αυτά μεταβλήθηκαν σε φετιχιστικό σκηνικό της βραδιάς. Και ύστερα, εξακολουθούν να λειτουργούν ως όπλα ενός σκληρού ανταγωνισμού για αναλλοίωτο πολιτισμικό κύρος του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο θεωρεί δίκαιο να τα κατέχει αιώνια, αυξάνοντας τη συμβολική τους δύναμη με το δράμα της απώλειάς τους για τη χώρα μας και την μάταιη διεκδίκησή τους.

Η Μαίρη Μπερντ, βρετανίδα ιστορικός και συγγραφέας στο αμφιλεγόμενο βιβλίο της «The Parthenon», (αναθεωρημένη έκδοση του 2010), υποστηρίζει πως η συζήτηση για τα Μάρμαρα υπερβαίνει την απλή ηθική διάσταση της ιδιοκτησίας. Τα Γλυπτά έχουν αποκτήσει «διπλή ταυτότητα», επισημαίνει, καθώς αυτά είναι ταυτόχρονα ελληνικά μνημεία, αλλά και σύμβολα του δυτικού βλέμματος πάνω στην αρχαιότητα.

Η εκδήλωση του Βρετανικού Μουσείου φαίνεται να απέδειξε την άποψή της με ειρωνικό τρόπο: η Δύση δεν αρκείται πια να εκθέτει την κλασική ομορφιά, αλλά την μετατρέπει σε εξωτικό διάκοσμο και τη σερβίρει σε ροδόφωτα δείπνα.

Μέχρι τώρα η διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας για την επιστροφή των Γλυπτών επικεντρωνόταν σε πολιτισμικά, ηθικά και νομικά ζητήματα. Μετά το «Pink Ball» αναδείχθηκε εντονότερα η αισθητική και επικοινωνιακή διάσταση του ζητήματος. Δεν φτάνει που τα Γλυπτά δεν επιστρέφουν στην Αθήνα, αλλά φαίνεται ότι κατά την ροζ εκδήλωση έχασαν και την «αύρα» τους, η οποία πνίγηκε στον αφρώδη ήχο της σαμπάνιας και στις λάμψεις των φωτογραφικών φλας.

Όμως το γκαλά φώτισε μιάν άλλη διάσταση αυτού του πολιτισμικού δράματος: το σύγχρονο μουσείο, έχοντας πάψει εδώ και καιρό να είναι ναός συλλογικής μνήμης, έχει μεταβληθεί σε πολυσκηνή αισθησιακής εμπειρίας. Όπως παρατήρησε ο Τόνι Μπένετ στο βιβλίο «The Birth of the Museum», τα μουσεία έχουν πάψει να είναι αποθήκες γνώσης, ενώ λειτουργούν πλέον ως «μηχανισμοί εμπειρίας», δηλαδή ως θεσμοί που παράγουν αισθητική απόλαυση, κοινωνικό κύρος και αστικό μύθο.

Η εκδήλωση που διαδραματίστηκε στον χώρο των Γλυπτών δεν αποτέλεσε απλώς ένα φωτογραφικό γεγονός για τα κοινωνικά δίκτυα και τα αχόρταγα μάτια των ακάλεστων στο συμβάν χρηστών τους, αλλά μια πολυαισθητηριακή επιτέλεση για τους καλεσμένους. Οι χαϊδευτικοί ήχοι, τα φώτα, οι οσμές των λουλουδιών, η γεύση του εκλεκτού φαγητού, οι φυσαλίδες της ροζ σαμπάνιας, το άγγιγμα των πολυτελών υφασμάτων, με αποκορύφωμα τις ανάγλυφες μορφές των αρχαίων σωμάτων και τις κυματιστές πτυχές των ενδυμάτων τους να καταλαμβάνουν το οπτικό πεδίο – όλα αυτά συνέθεσαν ένα πολύμορφο και αισθητό πεδίο εμπειρίας.

Η αισθητοποίηση του μουσείου έδωσε τον κυρίαρχο τόνο στη βραδιά. Ο δημόσιος χώρος όπου εκτίθεται η παρέλαση των γλυπτών Αθηναϊκών σωμάτων έγινε χώρος αισθητηριακής ηδονής, όπου η τέχνη βιώνεται όχι ως μνήμη, αλλά ως ευχάριστη εμπειρία σώματος.

Παράλληλα, τα μαρμάρινα σώματα των Γλυπτών, με τη δυναμική ακινησία και την αναλλοίωτη εμφάνισή τους, συνυπήρξαν για λίγο με τα γήινα σώματα των προσκεκλημένων — σώματα καλοσυντηρημένα αλλά και σαφώς επηρεασμένα από τον χρόνο ή και βελτιωμένα από την επεξεργασία της εικόνας. Για μια στιγμή οι ίδιοι οι καλεσμένοι φάνηκαν να μετατρέπονται σε ζωντανά εκθέματα, καθώς συγκέντρωσαν επάνω τους την προσοχή του κοινού έχοντας περιβληθεί με την αίγλη των μαρμάρων που τους περιστοίχιζαν.

Η Κριστίν Μπουαγιέ, στο βιβλίο «The City of Collective Memory», προσδιορίζει αυτήν την κατάσταση ως σύγχρονη “κρίση της μνήμης”. Το μουσείο, διαπιστώνει, δεν διασώζει πια το παρελθόν, αλλά το αναπαριστά. Οι εικόνες της μνήμης αντικαθιστούν την ίδια τη μνήμη.

Η βραδιά του «Pink Ball» ενσάρκωσε αυτό το παράδοξο: τα εφήμερα αντικείμενα της πολυτέλειας και τα πρόσωπα της σύγχρονης δημοσιότητας συνυπήρξαν με τα αμετάβλητα θραύσματα του Παρθενώνα. Έτσι, το παρελθόν και το παρόν συμπλέχθηκαν σ’ ένα κοινό, ετερόκλητο και επιφανειακό τώρα, όπου οι φωτογραφίες, τα βίντεο και οι selfies ανέλαβαν να καλύψουν το κενό από την απουσία της μνήμης.

Και η χαμένη «αύρα» των Γλυπτών;

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ήδη από το 1936, μιλούσε για την “απώλεια της αύρας” του έργου τέχνης μέσα στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητας. Σήμερα, η απώλεια αυτή δεν αφορά μόνο την εικόνα, μέσω της οποίας τα έργα τέχνης κυκλοφορούν ψηφιακά και ανεμπόδιστα, αλλά αφορά την ίδια εμπειρία ως προς αυτά. Το «Pink Ball» δεν στέρησε ακριβώς από τα Γλυπτά την αύρα τους, αλλά τα περιέβαλε με μια νέα, τεχνητή αύρα: την αύρα του ακτινοβόλου θεάματος, της πολυπόθητης δημοσιότητας, της πολυαισθητηριακής απόλαυσης. Η ιερή παρουσία
των τελετουργικών σωμάτων αντικαταστάθηκε από τη υβριδικά σκηνοθετημένη επιτέλεση.

Ίσως αυτό να είναι το τίμημα για το γεγονός ότι η τέχνη στην εποχή μας βρίσκεται πια στο προσκήνιο, έχοντας απελευθερωθεί, χάρη στη νέα τεχνολογία, από το προηγούμενο παρασκήνιο της, όπου λίγοι είχαν πρόσβαση σε αυτήν. Όντας πια προσιτή σε όλους, η τέχνη επιβιώνει μόνο ως σκηνοθετημένη αισθησιακή εμπειρία, όπως η μνήμη διατηρείται κυρίως ως εικόνα, και η ιστορία μόνο ως παραγωγή διεγερτικών αισθήσεων.

Με αυτόν τον τρόπο το μουσείο δεν αποτελεί πια τόπο συλλογικής ενθύμησης, αλλά προσελκύει ένα νέο, συχνά αδιάφορο για την ιστορία, κοινό ως δημόσιος χώρος ψυχαγωγίας, όπου το παρελθόν προσφέρεται πάντα ως κάτι απολαυστικό και χαλαρωτικό, σερβιρισμένο στην πολυτελή εκδοχή του σε ποτήρια ροζ σαμπάνιας, κάτω από το βλέμμα μαρμάρινων θεών, που δεν μπορούν να παρέμβουν.

Exit mobile version