Οι τηλεοπτικές «θεραπαινίδες» και το καθεστώς Τραμπ
| Reuters/ Evelyn Hockstein / CreativeProtagon
Απόψεις

Οι τηλεοπτικές «θεραπαινίδες» και το καθεστώς Τραμπ

Η δυστοπική τηλεοπτική σειρά «A Handmaid’s Tale», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της καναδέζας πεζογράφου Μάργκαρετ Ατγουντ, έχει γίνει ανάχωμα και «σημαία» κατά της θεοκρατικής έμπνευσης ατζέντας της βαθιά συντηρητικής Αμερικής, που δείχνει να ασπάζεται ο πρόεδρος των ΗΠΑ
Τέο Ιωάννου

Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η οθόνη αποδεικνύεται πραγματικά προφητική – και ακόμα λιγότερες εκείνες που καταγράφουν συμβολικά τις σεισμικές κοινωνικές αλλαγές την ώρα που συντελούνται. Πέραν κάποιων ελαχίστων εξαιρέσεων ταινιών επιστημονικής φαντασίας, η τηλεοπτική σειρά «Η Ιστορία της Θεραπαινίδος» (A Handmaid’s Tale) είναι σίγουρα η πιο χαρακτηριστική αυτών των περιπτώσεων.

Ξεκίνησε να προβάλλεται το 2017, στο απόγειο του πολιτισμικού σοκ που προκάλεσε η πρώτη προεδρία Τραμπ, και ολοκληρώθηκε με το τελευταίο της επεισόδιο την περασμένη εβδομάδα, εν μέσω  φιλελεύθερων ανησυχιών για τις οπισθοδρομικές –ειδικά για τις γυναίκες– πολιτικές που θεσπίζει η κυβέρνηση στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο των ΗΠΑ.

Βασισμένη στο ομώνυμο (φεμινιστικό;) μυθιστόρημα της καναδέζας πεζογράφου Μάργκαρετ Ατγουντ, η σειρά παρουσιάζει την εναλλακτική πραγματικότητα μιας ηθικά, πολιτισμικά και οικολογικά χρεοκοπημένης Αμερικής, που ανατρέπεται από μια θεοκρατική «επανάσταση», η οποία –στα πρότυπα της αντίστοιχης ισλαμικής του Ιράν το 1979– εγκαθιδρύει μια φονταμενταλιστική δικτατορία, που αυτοαποκαλείται «Γαλαάδ» (βιβλική αναφορά), θεσμοθετεί τους κανόνες της Παλαιάς Διαθήκης και αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως άβουλα σκεύη τεκνοποίησης και θύματα νομιμοποιημένων βιασμών από τη νέα θεοκρατική ελίτ.

Η δυστοπική νουβέλα της Ατγουντ κυκλοφόρησε το 1985, στο απόγειο του αμερικανικού ριγκανισμού, όταν οι ιδέες του συντηρητισμού της Αμερικής του Αϊζενχάουερ έκαναν δυναμικό comeback. Στην εποχή του το βιβλίο θεωρήθηκε ευρέως ως ευφυής ιδεολογική παραβολή και, παρότι κέρδισε πολλές διακρίσεις –ανάμεσά τους και το βραβείο Μπούκερ– μετατράπηκε στη Βίβλο μιας μειοψηφίας ακραίων φεμινιστριών τη δεκαετία του 1980.

Υπό το πρίσμα των ανατροπών στα πολιτικοκοινωνικά στερεότυπα της τελευταίας δεκαετίας στις ΗΠΑ, όμως, το μυθιστόρημα απέκτησε μια προφητική διάσταση, και οι συμβολισμοί του αποδείχθηκαν ανησυχητικά επίκαιροι.

Η επικράτηση των λεγόμενων «Ευαγγελικών» και της θεοκρατικής ατζέντας τους, η ανατριχιαστική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τις αμβλώσεις, οι θεσμοθετήσεις συντηρητικών Πολιτειών όπως το Τέξας και η Λουιζιάνα για την υποχρεωτική ανάρτηση των Δέκα Εντολών στα σχολεία, και ο ανερυθρίαστος φυλετικός αναθεωρητισμός του επιτελείου Τραμπ, έκαναν το βιβλίο πιο «καυτό» από ποτέ.

Οπως συμβαίνει συνήθως, ένα συνδρομητικό κανάλι (Hulu) επέλεξε να κεφαλαιοποιήσει τη συμβολή της «Ιστορίας της Θεραπαινίδος» στους φουντωμένους πολιτιστικούς πολέμους εντός των ΗΠΑ, μετατρέποντάς το σε τηλεοπτική σειρά-φαινόμενο, λαμβάνοντας διθυραμβικές κριτικές και σαρώνοντας τα τηλεοπτικά βραβεία, ενώ παράλληλα έγινε παράδειγμα προς ιστορική αποφυγή για εκατομμύρια γυναίκες της χώρας που παρακολουθούν αποσβολωμένες τα ανθρώπινα δικαιώματά τους να εξανεμίζονται με το μαρτύριο της σταγόνας – μια οπισθοδρομική νομοθεσία τη φορά.

Τα εμβληματικά, πλέον, κόκκινα φορέματα των «θεραπαινίδων» και τα καπέλα-παρωπίδες φορέθηκαν συμβολικά από χιλιάδες ακτιβίστριες σε διαδηλώσεις, ενώ εκφράσεις που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι θεοκράτες/φαλλοκράτες στη σειρά («Υπό το βλέμμα Του», «Ευλογημένη Μέρα», «Ευλογημένο το φρούτο, είθε ο Κύριος να το ανοίξει») μπήκαν στην καθομιλουμένη της ειρωνείας με την οποία οι γυναίκες απαντούν στις ακροδεξιές θρησκοληψίες των σύγχρονων «Ευαγγελικών», που απέκτησαν πρόσβαση στην εξουσία ελέω Τραμπ.

Οπως ακριβώς ο αμερικανός πρόεδρος χρησιμοποιεί κυνικά την πολιτική ισχύ της θρησκευτικής Ακροδεξιάς για να προωθήσει την αναθεωρητική και ρεβανσιστική του ατζέντα, έτσι και οι φιλελεύθερες αντιφρονούσες προβάλλουν τη σειρά ως προφητική απέναντι στην ιδεολογική επέλαση των θρησκόληπτων.

Ως αποτέλεσμα, τα κόκκινα της σειράς των έξι κύκλων που μόλις ολοκληρώθηκε διχάζουν τους Αμερικανούς περίπου όσο τα πράσινα και τα πορτοκαλί τους πολίτες του Μπέλφαστ.

Το ενδιαφέρον της σειράς είναι ότι δεν υιοθετεί την οπτική τού αγνωστικιστή απέναντι στη θεοκρατία. Αντιθέτως, η κεντρική ηρωίδα, Τζουν Οσμπορν, παραμένει πιστή στην ύπαρξη Θεού, παρά τις θηριωδίες που βιώνει εντός Γαλαάδ… στο όνομά Του.

Το γεγονός κάνει τη σειρά ελκυστική ακόμα και σε βαθιά θρησκευόμενους/ες χωρίς ψήγματα θρησκοληψίας εντός των ΗΠΑ – ενώ παράλληλα αποφεύγει έξυπνα να παρασυρθεί από το τσουνάμι της «κουλτούρας ακύρωσης» που διχάζει την αμερικανική Αριστερά την τελευταία δεκαετία.

Το οξύμωρο, βέβαια, στην περίπτωση των ΗΠΑ είναι ότι πρόκειται για χώρα που, σε ομοσπονδιακό τουλάχιστον επίπεδο, έχει συνταγματικά κατοχυρωμένο τον διαχωρισμό Κράτους–Εκκλησίας – σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τη χώρα μας. Και όμως, οι πιθανότητες εγκαθίδρυσης μιας θεοκρατικής δυστοπίας είναι σίγουρα μεγαλύτερες στην Αμερική από ό,τι στην Ελλάδα ή ακόμα και στη Ρωσία – αν δεν απειλούν ήδη την καθημερινότητα των κατοίκων πολλών νότιων ή βορειοδυτικών Πολιτειών.

Η μονοσήμαντη και δογματική λογική των μονοθεϊστικών θρησκειών έχει χρησιμοποιηθεί ιστορικά ως πρόσχημα για την επικράτηση αυταρχικών καθεστώτων και κοινωνιών, αιώνες πριν τον ισλαμισμό του Ιράν, τις τζιχάντ και τη μουσουλμανική τρομοκρατία. Ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας και το Σέιλεμ της Μασαχουσέτης το έχουν αποδείξει.

Αυτό είναι το ένα κοινό που μοιράζονται ο ισλαμικός και ο χριστιανικός φονταμενταλισμός. Το άλλο είναι η ασύστολη καταπίεση των γυναικών και των σεξουαλικών μειονοτήτων.

Exit mobile version