Οι συμπτώσεις των τελευταίων ημερών ήταν τόσο πολλές, που ακόμη και οι πλέον καλόπιστοι θα όφειλαν να έχουν προβλέψει με μεγάλη βεβαιότητα όσα θα συνέβαιναν.
Εν όψει της συμπλήρωσης μίας δεκαετίας από την δραματικότερη περίοδο της Μεταπολίτευσης, οι πρωταγωνιστές του δράματος (και, σημειωτέον, υπαίτιοι της παρ’ ολίγον τραγωδίας), προετοίμαζαν τις δικές τους εκδοχές για τον εξωραϊσμό των κατορθωμάτων τους, ή την δικαιολόγηση των αδικαιολόγητων.
Η επιχείρηση αυτή ξεκίνησε από μία συνέντευξη του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου στην «Καθημερινή». Τα όσα αναφέρονταν εκεί, όπως αναφέρονταν και όπως ερμηνεύονταν, κατά έναν όχι και τόσο περίεργο τρόπο ήταν εντυπωσιακά συμβατά και ταιριαστά με την επιχείρηση πολιτικής αναβάπτισης του Αλέξη Τσίπρα.
Λίγες ημέρες αργότερα και εν όψει της επετείου από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, εμφανίστηκε ο ίδιος ο Τσίπρας ζητώντας να δημοσιοποιηθούν τα πρακτικά του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών της επόμενης ημέρας. Περιέγραφε στην σχετική ανάρτησή του, με την γνωστή του έφεση στην στρεψοδικία, ένα σκεπτικό από το οποίο εύκολα κατανοούσε κανείς ότι πόνταρε πολιτικά στα πρακτικά εκείνα.
Προφανώς θεωρούσε, ότι μέσα από αυτά θα έβγαινε κερδισμένος και «καθαρός».
Κρίσιμες λεπτομέρειες: Το συμβούλιο εκείνο είχε συγκληθεί ενώ ένα μεγάλο μέρος της καταστροφής είχε συντελεστεί: Η χώρα ήταν επί ξύλου κρεμάμενη επί ένα εξάμηνο, επισήμως είχε πτωχεύσει και ήταν αποκλεισμένη από τη διεθνή χρηματοδότηση, οι τράπεζες ήταν κλειστές και τα capital controls παρέμειναν ενεργά για περίπου μία τριετία, πολιτικά και διπλωματικά η Ελλάδα ήταν ξεγραμμένη για την Ευρώπη και, όπως αποδεικνύεται από τις μαρτυρίες (μεταξύ αυτών και της Ανγκελα Μέρκελ), ο Αλέξης Τσίπρας έπαιζε απλώς το πολιτικό του παιχνίδι και τίποτε άλλο.
Ηταν πολιτικός κυρίαρχος σε ένα βομβαρδισμένο τοπίο και εκείνη την ώρα, αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο από όλα δεν ήταν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, ούτε το προαποφασισμένο μνημόνιο με την δική του υπογραφή· προτεραιότητές του ήταν, κατ’ αρχάς, το πώς θα ξεφορτωνόταν τον Λαφαζάνη, τον Βαρουφάκη, την Κωνσταντοπούλου, κ.ά. και, εν συνεχεία, το πώς θα κέρδιζε τις επόμενες εκλογές, που είχε αποφασίσει ότι θα έκανε, αλλά διαβεβαίωνε περί του αντιθέτου τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Αυτό το τελευταίο στοιχείο και πολλά άλλα φυσικά, δεν περιλαμβάνονται στα αποσπάσματα των πρακτικών που δημοσιοποιήθηκαν τελικά, λίγες ημέρες αφότου ο Αλέξης Τσίπρας υπέβαλε το σχετικό αίτημα.
Η δημοσιοποίηση αυτή, με επιλεκτικές διαρροές και την συνακόλουθη σχολιογραφία, σε συνέχεια των όσων προηγήθηκαν, διέλυσε κάθε ίχνος αμφιβολίας και επιφύλαξης για τις επιδιώξεις του πρώην Πρωθυπουργού και όσων, για οποιονδήποτε λόγο, εξακολουθούν να πιστεύουν σε αυτόν και είναι διατεθειμένοι να ποντάρουν στο πολιτικό του κεφάλαιο.
Υπάρχουν θεμελιώδεις απορίες, ρητορικού χαρακτήρα, ως προς αυτά και έχουν την αξία τους.
Μία από αυτές είναι γιατί ο Τσίπρας δεν ζητούσε τη δημοσιοποίηση αυτών των τόσο αξιόλογων πρακτικών, στα τέσσερα χρόνια που ο ίδιος ήταν Πρωθυπουργός και ο Προκόπης Παυλόπουλος Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Μία επόμενη, σχετικά αφελής, είναι ποιος διακίνησε αυτά τα αποσπάσματα των πρακτικών. Κάθε απάντηση που μπορεί να υποθέσει κανείς είναι βάσιμη, από τη στιγμή που πηγή των διαρροών δεν είναι η σημερινή Προεδρία της Δημοκρατίας και έχουν εκδηλωθεί όσοι ήθελαν τη δημοσιοποίησή τους.
Μία άλλη απορία, που ενισχύεται από τις νεφελώδεις φράσεις του Τσίπρα κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου (αν και έχει απαντηθεί από την Ανγκελα Μέρκελ), είναι τι ήταν τελικά το δημοψήφισμα; Ηταν σχέδιο, έστω δεύτερης επιλογής; Ή ήταν τελικά απλώς μία μεγαλειώδης επίδειξη τυχοδιωκτισμού;
Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, μάλλον αδίκως σπαταλάει τα δάκρυά της κάθε 5η Ιουλίου η σύντροφος του πρώην Πρωθυπουργού.
Η ουσία είναι ότι τίποτε από όλα αυτά δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Το ότι η χώρα πήγε πίσω και άλλαξε έως και νομικό καθεστώς, δεν αλλάζει από τις σημερινές απόπειρες εξωραϊσμού.
Οπως δεν αλλάζει και το γεγονός ότι με δεδομένα όλα αυτά που συντελέστηκαν εκείνη την περίοδο, οι πρωταγωνιστές του δράματος την έχουν γλιτώσει πολύ φθηνά και έχουν την πολυτέλεια να μιλούν σήμερα (έστω και σε συνθήκες πολιτικής ανυπαρξίας). Πάντως, το σημερινό τους πολιτικό εκτόπισμα είναι μια ηχηρή απάντηση σε όλα αυτά.
Επίσης, δεν αλλάζει κάτι ακόμη και αυτό είναι η μόνιμη τάση των εκπροσώπων (κυρίως) της κατ’ επίφαση Αριστεράς, να υποτιμούν τη νοημοσύνη πολιτών και αντιπάλων.
Ομως αυτή η τάση φανερώνει και μία θεμελιώδη αδυναμία τους να αντιληφθούν κάτι στοιχειώδες. Και αυτό είναι ότι, κατά το κοινώς λεγόμενο, καλή η πλάκα (εν προκειμένω με τα «πρακτικά»), αλλά η χώρα και οι πολίτες της έχουν σοβαρότερα πράγματα να κάνουν.
