Η επιστροφή: κολυμβητές ξηράς
«People in the Sun». Ελαιογραφία του Εντουαρντ Χόπερ (1960) | Smithsonian American Art Museum
Απόψεις

Η επιστροφή: κολυμβητές ξηράς

Κάθε χρόνο η ίδια μελαγχολική ατμόσφαιρα. Πώς την περιγράφεις; Οπως το τέλος έρωτα. Ενας μικροθάνατος. Μια μελαγχολία για το μεγαλειώδες που έζησες. Γιατί το βιώνω έτσι; Για το τέλος της ξεγνοιασιάς και το συναπάντημα με το άγνωστο. Κλείνει ένα «καλοκαίρι». Και ποιος άραγε να ξέρει ως το άλλο καλοκαίρι…
Ρέα Βιτάλη

Η μελαγχολική τελετή ξεκινάει από την προηγούμενη μέρα. Ολα, ακόμα και η εκφορά του λόγου μας, ενέχει δραματικότητα. «Πάμε για το τελευταίο μας μπάνιο» κι ας ήμαστε κολυμβητές όλο τον χρόνο. «Αύριο φεύγουμε, Νίκη μου», λέμε στο γλυκό κορίτσι. «Ενας-ένας φεύγετε. Ονειρεύομαι τη στιγμή που θα κάνω το πρώτο μου ξέγνοιαστο μπάνιο! Να προλάβω μερικά πριν ανοίξει η σχολή μου», λέει εκείνη. Κοίτα ειρωνεία. Η Νίκη δουλεύει στην παραλία προκειμένου να πληρώνει τη σχολή της.

Με συγκινεί αυτή η ράτσα νέων. Αναλογίζομαι πόσοι και πόσοι βολεύονται οικονομικά με αντίστοιχες δουλειές. Μεγάλη ευεργεσία ή και τσέπης τσιρότο. Οπως η Βασιλική, για παράδειγμα, που είναι δασκάλα και δουλεύει μαζί με τη Νίκη. Και την «πάω» πολύ γιατί δεν μιζεριάζει στις κουβέντες της. Ολα τα αφηγείται με χαμόγελο.

Επτά χρόνια γύρισε όλο το Ιόνιο από σχολείο σε σχολείο μέχρι τον διορισμό της στην Τήνο. «Αντε ας πιούμε και ένα καφεδάκι ως το τελευταίο μας». Να μας ακούσει ο Θεός και να μας το κάνει όντως «τελευταίο», να έχουμε να κλαίμε… Αλλά, στ’ αλήθεια σας λέω, βιώνω την αναχώρησή μας ως μικρό θάνατο.

Η μελαγχολική τελετή ξεκινάει από την προηγούμενη. Οι καρέκλες του σκηνοθέτη κλείνουν σαν ακορντεόν που σίγασε τον σκοπό του. Τα δυο τραπέζια μπαίνουν μέσα στο σπίτι και στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο. Μου μοιάζουν με επιτάφιο όπως τον αποθηκεύουν οι εκκλησίες. Στις βαλίτσες τακτοποιούνται τα ρούχα. Μετράω ένα σωρό που δεν φορέθηκαν.

Μεγάλη υπόθεση η απλή ζωή. Οι βαλίτσες μπαίνουν πανέτοιμες, για να κρυφτούν, μέσα στο αυτοκίνητο, ώστε να μην έχω απόλυτη αίσθηση της αναχώρησης. Και πάμε την «τελευταία μας βόλτα». Οι κολώνες της ΔΕΗ στη σειρά και στο τέρμα της ανηφόρας ένας τεράστιος ήλιος. Μετά, στη διαδρομή της μακράς ευθείας, μπαινοβγαίνει πίσω από κλαδιά δέντρων και ξανά προβάλλει ολόγιομος στο τέλος, λες «τα δίνει όλα!», αποχαιρετιστήριος και κατακόκκινος όσο ταιριάζει σε αιματηρούς αποχωρισμούς.

Η μελαγχολική τελετή φτάνει στο κρεσέντο της τη μέρα της αναχώρησης. Αποχαιρετάω το σπίτι, ενώ η ματιά μου ζουμάρει σε κάθε τι, σαν να το βλέπω πρώτη φορά. Τακτοποιώ τα μαξιλάρια και μου αρέσει το χρώμα τους. Χαζεύω τον πίνακα και μου αρέσει πολύ. Εκεί στην καμάρα, προς τα υπνοδωμάτια, θα χαζέψω στον τοίχο τα σημάδια του μικρού μας γιου και των εγγονιών μας, σημάδια που έδειχναν από καλοκαίρι σε καλοκαίρι πόσο ψήλωναν.

Τρομάζω στη σκέψη ότι μπορεί κάποτε να βάψουμε τους τοίχους και να ξεχάσουμε να πούμε να μη βαφτεί ποτέ εκείνο το σημείο. Κλείνω σφιχτά τα παραθυρόφυλλα. Σκοτεινιάζει ο τόπος. Φτάνω στην εικόνα. Παναγία η Tριχερούσα. Μας την είχε κάνει δώρο μια φίλη και τη συνέδεσα με τα τρία μας παιδιά. Ενα-ένα φέρνω τα προσωπάκια τους στη σκέψη μου. Μετά τα εγγόνια, ένα-ένα. Σπάω. Μετά αφαιρώ κάθε συσκευή από την πρίζα. Τελευταίο το ψυγείο, που κάνει έναν περίεργο ήχο, θαρρείς ξεψυχάει. Αφήνω ανοιχτή την πόρτα του. Κλείνουμε το σπίτι.

«Δεν θέλω να φύγουμε», του λέω βουρκωμένη. «Θα ξανάρθουμε», με παρηγορεί. Στιγμιαίες υποσχέσεις. Κλείνει και η σιδερένια πόρτα μας, αυτή με την πατέντα του Ευάγγελου. Ολα τα εξοχικά, «σπίτια καρδιάς» όπως τα λέω, είναι με ένα σωρό πατέντες. Αμίλητοι στο αυτοκίνητο και οι δύο. Στη μεγάλη ευθεία του δρόμου θα δούμε τον Μαρίνο στο μαγαζί του. Θα βγάλουμε τα χέρια έξω και θα χαιρετάμε, θα χαιρετάμε. Θα συναντήσουμε και τον Νικολάκη τον Φώσκολο και πάλι θα χαιρετάμε. Μετά τον Ιάκωβο στη λαϊκή και πάλι θα χαιρετάμε.

Κάθε χρόνο η ίδια μελαγχολική ατμόσφαιρα. Οπως… Πώς την περιγράφεις; Οπως το τέλος έρωτα. Ενας μικροθάνατος. Μια μελαγχολία για το μεγαλειώδες που έζησες. Γιατί το βιώνω έτσι; Για το τέλος της ξεγνοιασιάς και το συναπάντημα με το άγνωστο. Κλείνει ένα «καλοκαίρι». Και ποιος άραγε να ξέρει ως το άλλο καλοκαίρι… Πλοίο. Αναχωρούμε. Μελαγχολικά πονηρεμένοι ότι από κολυμβητές μαγευτικής, πλατιάς θάλασσας ορμάμε για κολυμβητές ξηράς. Οπως κι εσείς… Οπως και όλοι.

Exit mobile version