Η ψήφιση του Προϋπολογισμού το βράδυ της Τρίτης (16/12) με 159 ψήφους υπέρ ήταν μια ακόμη κοινοβουλευτική διαδικασία που ολοκληρώθηκε επιτυχώς για την κυβέρνηση. Είναι όμως και η αφορμή για ορισμένα συμπεράσματα. Σε μια περίοδο κατά την οποία πολλοί επενδύουν στη σκέψη ότι η χώρα είναι «μη διακυβερνήσιμη», λόγω της εικόνας και κυρίως της ερμηνείας των δημοσκοπήσεων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να απαντήσει με ήρεμους τόνους, με στοιχεία και με τη σταθερή του προσήλωση στη δημοσιονομική τάξη. Η αυτοπεποίθηση που εκπέμπει δεν είναι θορυβώδης, είναι όμως επίμονη, σχεδόν πεισματική, και βασίζεται στην πεποίθηση ότι η χώρα δεν αντέχει πειραματισμούς.
Από την άλλη πλευρά, η σύγκριση ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη τετραετία είναι αναπόφευκτη. Η περίοδος 2019-2023 είχε κεντρικά διακυβεύματα, καθαρές προτεραιότητες και μια αίσθηση εκκίνησης. Πολλές υπηρεσίες του κράτους πέρασαν με επιτυχία στο eGov, ενώ, παράλληλα, υπήρχε άμεση ανάγκη η οικονομία να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της και η χώρα να αφήσει πίσω της, όχι μόνο πρακτικά αλλά και ψυχολογικά, την τραυματική δεκαετία της χρεοκοπίας. Στα κεντρικά διακυβεύματα –ψηφιακό κράτος, ενίσχυση της Aμυνας, αντιμετώπιση Μεταναστευτικού– ήρθε να προστεθεί η διαχείριση της πανδημίας, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα του Πρωθυπουργού και οδηγώντας τελικά τη Νέα Δημοκρατία στο 41% το 2023.
Η δεύτερη τετραετία, από το 2023 μέχρι σήμερα, είναι πιο σύνθετη, λιγότερο «καθαρή» ως προς το αφήγημα και τις κεντρικές πολιτικές και περισσότερο εκτεθειμένη στη φθορά της εξουσίας και στις κοινωνικές αντιφάσεις που παράγει η ίδια η κανονικότητα.
Η πρώτη θητεία, ωστόσο, παραμένει το ισχυρό θεμέλιο της πολιτικής κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το ψηφιακό κράτος δεν υπήρξε απλώς ένα επικοινωνιακό σύνθημα, αλλά μια ουσιαστική τομή στην καθημερινή σχέση πολίτη και διοίκησης. Στο Mεταναστευτικό, παρά τις εντάσεις και τις διεθνείς πιέσεις, διαμορφώθηκε ένα πλαίσιο ελέγχου και διαχείρισης που απείχε από τις εικόνες αποσύνθεσης του παρελθόντος και, σε ένα βαθμό, πρόλαβε την κατεύθυνση προς την οποία κινήθηκε ολόκληρη η Ευρώπη.
Η ενίσχυση της εθνικής άμυνας, σε ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον, προσέφερε στη χώρα έναν διαφορετικό βαθμό αυτοπεποίθησης. Και, πάνω απ’ όλα, η διαχείριση της πανδημίας –με όλα τα λάθη που εκ των υστέρων αναγνωρίζονται– κατέδειξε ότι το κράτος μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να λειτουργήσει, να οργανωθεί και να πείσει, όταν πέφτει εκεί όλο το βάρος της κυβερνητικής προσπάθειας.
Η δεύτερη τετραετία δεν έχει την ίδια καθαρότητα στόχων. Οι μεγάλες εξαγγελίες, όπως η αύξηση των μισθών και η σύγκρουση με το λεγόμενο «βαθύ κράτος», αποδείχθηκαν υποσχέσεις δύσκολες στην υλοποίησή τους. Είναι όμως η σωστή κατεύθυνση και, παρά τα πισωγυρίσματα, η περίοδος Μητσοτάκη μετά το 2023 μόνο αδρανής δεν ήταν. Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η εφαρμογή της κάρτας εργασίας, η περαιτέρω μείωση της ανεργίας και η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας συνιστούν εξελίξεις με πραγματικό βάθος. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και θεσμικές επιλογές που προκάλεσαν αντιδράσεις, όπως η αναγνώριση δικαιωμάτων για τα ομόφυλα ζευγάρια ή η νομοθέτηση για μη κρατικά πανεπιστήμια –κινήσεις που αποτυπώνουν μια κυβέρνηση πρόθυμη να αναλάβει πολιτικό κόστος.
Την ίδια στιγμή, οι αδυναμίες είναι υπαρκτές και δεν μπορούν να υποβαθμιστούν. Η αύξηση των ονομαστικών μισθών υπονομεύθηκε σε μεγάλο βαθμό από την ακρίβεια στα τρόφιμα και, κυρίως, από τη στεγαστική κρίση. Ο εκσυγχρονισμός του κράτους και η μάχη με τις παθογένειες της διοίκησης αποδείχθηκαν έργο δύσκολο –σισύφειο, θα έλεγε κανείς, με βάση τις μεταπολιτευτικές νοοτροπίες που εξακολουθούν να επικρατούν. Και η εικόνα των προσπαθειών που γίνονται, ιδίως μετά το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, επηρεάστηκε μοιραία από τα νοσηρά αυτά φαινόμενα, επαναφέροντας στη δημόσια συζήτηση το ερώτημα αν και κατά πόσο το κράτος μπορεί να αλλάξει πραγματικά.
Ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε έναν τόνο περισσότερο στρατηγικό. Μίλησε για «δύο Ελλάδες» που εξακολουθούν να συνυπάρχουν: τη χώρα που διεκδικεί ρόλο στον πυρήνα της Ευρώπης και την άλλη, εκείνη των παθογενειών, των σκανδάλων και των νοοτροπιών που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία. Η εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup λειτούργησε ως ισχυρός συμβολισμός αυτής της πρώτης Ελλάδας. Οχι απλώς ως προσωπική ή κυβερνητική επιτυχία, αλλά ως επισφράγιση της αναβάθμισης της οικονομικής αξιοπιστίας της χώρας. Για κάθε καλόπιστο πολίτη, τόσο η ενεργειακή συμφωνία με τις ΗΠΑ όσο και η παρουσία της Ελλάδας στο τιμόνι του Eurogroup ισοδυναμούν με άγκυρες σταθερότητας.
Υπάρχουν, όμως, πληγές που παραμένουν βαθιές και η αντιμετώπισή τους είναι εξαιρετικά επείγουσα. Πρώτα και κύρια, η αναδιάρθρωση του πρωτογενούς τομέα αναδεικνύεται σε κεντρικό στοίχημα για την επόμενη περίοδο. Η πρόταση για μια διακομματική κοινοβουλευτική επιτροπή, με στόχο ένα σχέδιο ευρύτερης συναίνεσης, παρότι έρχεται αργά από τον κ. Μητσοτάκη και ισοδυναμεί με έμμεση ομολογία ότι το πρόβλημα ξέφυγε, έχει τη σημασία της. Υποδηλώνει τη συνειδητοποίηση ότι χωρίς παραγωγική ανασυγκρότηση, χωρίς έναν αγροτικό τομέα που να λειτουργεί με κανόνες, διαφάνεια και προοπτική, καμία μακροπρόθεσμη σταθερότητα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.
Καθώς το βλέμμα στρέφεται, λοιπόν, προς τις εκλογές του 2027, το δίλημμα που διαμορφώνεται είναι σαφές, όσο κι αν δεν διατυπώνεται πάντα ρητά: σταθερότητα ή περιπέτεια. Ο κ. Μητσοτάκης θα επιχειρήσει να κεφαλαιοποιήσει τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, την αποφυγή των εύκολων υποσχέσεων και την ενίσχυση της διεθνούς θέσης της χώρας. Θα υποστηρίξει ότι η Ελλάδα δεν αντέχει να ξαναπαίξει με τη φωτιά, ούτε να επιστρέψει στις σειρήνες που τόσο ακριβά πλήρωσε.
Δεν πρόκειται για αφήγημα χωρίς ρωγμές. Είναι, όμως, ένα αφήγημα ανθεκτικό. Και αυτή ακριβώς η ανθεκτικότητα εξηγεί γιατί ο σημερινός Πρωθυπουργός εξακολουθεί να αποτελεί τον κεντρικό παίκτη του πολιτικού συστήματος, ακόμη και σε μια φάση όπου οι βεβαιότητες λιγοστεύουν και τα διλήμματα πληθαίνουν.
