Εβδομάδες ήδη πριν από τη ΔΕΘ, η μεσαία τάξη είχε την τιμητική της. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση συναγωνίζονταν σε αναφορές και σε πακέτα παροχών με «θετικό πρόσημο» για τη μεσαία τάξη: Μόνιμες παρεμβάσεις που θα βελτιώσουν τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης, με έμφαση στις οικογένειες, «στο μέτρο που επιτρέπει η οικονομία», από την κυβέρνηση, αλλά και προτάσεις για μείωση ΦΠΑ και 13ο μισθό, ενδεικτικά, από την Αντιπολίτευση (ακόμα και από τον κ. Τσίπρα, που την περιποιήθηκε ιδιαίτερα όταν κυβερνούσε).
Βέβαια, αυτές οι αναφορές και οι παροχές υποδηλώνουν πως η σημερινή κατάσταση της μεσαίας τάξης δεν είναι καλή, κάτι που πιστοποιούν άλλωστε και πρόσφατα άρθρα στο Protagon για την ακρίβεια, που τονίζουν μάλιστα ότι η παράτασή της εγκυμονεί πολιτικούς κινδύνους για την κυβέρνηση. Από την άλλη, αυτή η εμμονή στις αναφορές στη μεσαία τάξη μού θύμισε την προτροπή του χιουμορίστα Γιάννη Λογοθέτη (ΛοΓό) στην «Ιστορία», τραγούδι που έγραψε το 1975 και κυκλοφόρησε στον δίσκο του «Τραγούδια με νόημα»:
«Γράψε κάτι που να πιάνει / Τη μεσαία τάξη, Γιάννη»
Με ποιο τρόπο όμως να «πιάνει τη μεσαία τάξη»; Εδώ η συνέχεια του τραγουδιού λέει πολλά για τα 50 χρόνια που πέρασαν από το 1975. Και αυτό επειδή το τραγούδι συνεχίζει: «Κάτι πιο ερωτικό…»
Δηλαδή 50 χρόνια πριν αρκούσε κάτι «πιο ερωτικό» για να αγγίξει τη μεσαία τάξη – όχι κάτι «οικονομικό», που να βελτιώνει το διαθέσιμο εισόδημα, μόλις δύο χρόνια μετά τη μεγάλη ενεργειακή κρίση του 1973, την πτώση της χούντας και την κυπριακή τραγωδία;
Ενώ σήμερα, 50 χρόνια μετά, ως κυρίαρχο πρόβλημα εμφανίζεται το οικονομικό, παρά τα όσα θετικά μεσολάβησαν, όπως η ένταξη στην ΕΟΚ, ο πακτωλός ευρωπαϊκών κονδυλίων αλλά και δανείων, και η ένταξη στο ευρώ, που προσέφεραν πολύ περισσότερα από όσα «πήρε πίσω» η κρίση χρέους του 2010. Επιπλέον, το τυπικό ελληνικό νοικοκυριό στην εποχή μας διαθέτει μεγαλύτερο πλούτο υλικών αγαθών από ό,τι το 1975. Γιατί λοιπόν αυτή η μεταβολή;
Μια πειστική απάντηση μπορούμε να πάρουμε παραφράζοντας τον Dylan: “The answer, my friend, is the lack of perspective, lost in bygone years” (Η απάντηση, φίλε μου, είναι η έλλειψη προοπτικής, που χάθηκε στα χρόνια που πέρασαν).
Πράγματι, το 1975 η Ελλάδα έβγαινε από τη χούντα και έμπαινε στη μεταπολίτευση, μετά τη δεκαετία του 1960, όπου παρά τα πολιτικά προβλήματα και τις καταστροφές που είχε επιφέρει ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος, είχε γνωρίσει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης. Παράλληλα, υπήρχε ισχυρή ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Το να «ανέβει» κάποιος οικονομικά θεωρούνταν πιο εφικτό.
Η μεσαία τάξη ήταν σε φάση διεύρυνσης, τα «οικονομικά προβλήματα» δεν εκφράζονταν όπως σήμερα, γιατί υπήρχε αισιοδοξία ότι «κάθε δεκαετία θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη», ενώ η ένταξη στην ΕΟΚ το 1981 έφερε ακόμη περισσότερο την αίσθηση «ανόδου» και «ασφάλειας».
Αντίθετα, σήμερα η μεσαία τάξη μιλάει πολύ περισσότερο για οικονομική πίεση, γιατί μετά το 2010 και την κρίση χρέους υπήρξε υποχώρηση εισοδημάτων και αίσθηση απώλειας, οι κοινωνικές ανισότητες μεγάλωσαν, ενώ η προοπτική κοινωνικής ανόδου συρρικνώθηκε και το «όνειρο» μιας σταθερής ζωής με προοπτική (σπίτι, δουλειά, οικογένεια) φαντάζει πολύ δύσκολα πραγματοποιήσιμο για πολλούς από τους σημερινούς νέους.
Αρα, αυτό που έχει αλλάξει είναι η υποκειμενική εμπειρία της οικονομικής κατάστασης: στη δεκαετία του 1970 η έμφαση στη θετική προοπτική επισκίαζε τα προβλήματα, ενώ σήμερα περισσότερη έμφαση δίνεται στην πίεση που δημιουργούν τα οικονομικά προβλήματα, καθώς έχει υποχωρήσει η πίστη σε θετική προοπτική.
Αυτή τη διάσταση της υποκειμενικής εμπειρίας της ευημερίας την έχει παρουσιάσει –ποιος άλλος;– ο Ανταμ Σμιθ.
Ο σκωτσέζος εργάτης και ο αφρικανός φύλαρχος
Πράγματι, στο πρώτο Κεφάλαιο του πέμπτου Βιβλίου του «Πλούτου των Εθνών» (1776) ο Ανταμ Σμιθ γράφει πως «η διαβίωση ενός ευρωπαϊκού ηγεμόνα δεν ξεπερνά πάντοτε τόσο πολύ εκείνη ενός επιμελούς και φειδωλού χωρικού, όσο η διαβίωση αυτού του χωρικού ξεπερνά εκείνη πολλών αφρικανών βασιλιάδων, απόλυτων κυρίων της ζωής και της ελευθερίας δέκα χιλιάδων γυμνών αγρίων».
Με αυτό το παράδειγμα ο Σμιθ δείχνει πως η εμπειρία της ευημερίας δεν μετριέται απόλυτα, αλλά σχετίζεται με το πλαίσιο: είναι τα αγαθά, οι τεχνικές και οι συνθήκες που θεωρούνται «δεδομένα» σε μια κοινωνία και (προσθέτω) σε συνδυασμό με τις προσδοκίες διαμορφώνουν την αίσθηση του πλούτου ή της φτώχειας.
Η ελληνική μεσαία τάξη προσφέρει ένα εύγλωττο παράδειγμα αυτής της σχετικότητας. Στη δεκαετία του 1970, παρότι τα εισοδήματα ήταν σαφώς χαμηλότερα σε σχέση με σήμερα, η αίσθηση της οικονομικής προόδου ήταν ισχυρή. Η μετάβαση από τον εμφύλιο και τη μετεμφυλιακή φτώχεια σε μια περίοδο αστικής ανάπτυξης και κοινωνικής κινητικότητας δημιούργησε μια εμπειρία «ανόδου». Η υποκειμενική αίσθηση δεν ήταν στερητική, αλλά αισιόδοξη. Ο έλληνας μισθωτός ή μικροαστός της εποχής ήταν, τρόπον τινά, σαν τον σκωτσέζο εργάτη του Σμιθ: έχοντας λίγα σε απόλυτους όρους, αλλά πολύ περισσότερα σε σχέση με το παρελθόν του.
Αντίθετα, σήμερα, μετά την κρίση χρέους και την υποχώρηση εισοδημάτων, η μεσαία τάξη βιώνει την καθημερινότητα με πιο αρνητικούς όρους. Αντικειμενικά διαθέτει περισσότερα αγαθά από ό,τι οι προκάτοχοι της δεκαετίας του ’70: τεχνολογία, πρόσβαση σε υπηρεσίες, βελτιωμένες υποδομές. Ωστόσο, η υποκειμενική εμπειρία είναι πιο πιεστική.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το μέτρο σύγκρισης έχει αλλάξει: πλέον δεν είναι ο αγρότης της προηγούμενης γενιάς, αλλά ο καταναλωτής της Δυτικής Ευρώπης ή ακόμη και η προ κρίσης «κανονικότητα». Ετσι, παρά την αντικειμενική άνοδο του βιοτικού επιπέδου, η αίσθηση της φτώχειας έχει ενταθεί.
Αναζητώντας οικονομική πολιτική
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν δύο προβλήματα που επηρεάζουν καθοριστικά την οικονομική κατάσταση των πολιτών, όσο και την πορεία της χώρας. Το πρώτο είναι η επιμονή της ακρίβειας στην αγορά των βασικών καταναλωτικών προϊόντων, πρόβλημα που έχει αναλυθεί σε προηγούμενα πρόσφατα άρθρα στο Protagon (που αναφέρθηκαν πιο πάνω). Το δεύτερο είναι η έλλειψη εμπνευσμένης αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής.
Η έλλειψη αυτή, εκτός των άλλων, οδήγησε στο ότι τα μεγάλα ποσά που εισέπραξε η Ελλάδα από την ΕΕ, αλλά και από τον εκτεταμένο δανεισμό της, δεν χρησιμοποιήθηκαν ορθολογικά, ούτε για την αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας της οικονομίας, ούτε για την παραγωγική αναδιάρθρωση με βάση τις επερχόμενες προκλήσεις. Αυτό που έγινε, αντίθετα, ήταν η επέκταση της κατανάλωσης και των δημόσιων δαπανών, που δημιούργησε μια οικονομία χρηματοδοτούμενης κατανάλωσης, η οποία οδήγησε σε μια φαινομενική αύξηση του βιοτικού επιπέδου, ενώ η παραγωγική βάση παρέμεινε περιορισμένη (γεωργία, μικρές επιχειρήσεις, υποχώρηση της μεγάλης βιομηχανίας και χαμηλή καινοτομία).
Ετσι, όταν ήρθε η κρίση χρέους, δεν υπήρχαν οι συνθήκες για τη διατήρηση της κατανάλωσης αυτού του είδους, οπότε μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης υποχώρησε, βιώνοντα, τόσο τον αντικειμενικό περιορισμό του εισοδήματος όσο και μια υποκειμενική αίσθηση πτώσης.
Και είναι έως και οξύμωρο το ότι η πιο σημαντική προσπάθεια ανάταξης της ελληνικής οικονομίας σε πραγματικούς όρους έγινε από την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, στις πιο δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισε ελληνική κυβέρνηση σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, έχοντας τους λιγότερους πόρους, όσο και τις απαιτήσεις του ΔΝΤ, που μετά αναγνώρισε πως –πολλές από αυτές– ήταν σε λάθος κατεύθυνση. Ενώ, τόσο στην προηγούμενη περίοδο, όσο και μετά, παρά τους ευνοϊκότερους όρους που έδιναν περισσότερους βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής, φαίνεται ότι αρκεστήκαμε στην πίστη πως το «αόρατο χέρι» της αγοράς αρκεί για να οδηγήσει στην οικονομική και κοινωνική ευημερία.
Και είναι αυτή η έλλειψη καλά σχεδιασμένης οικονομικής αναπτυξιακής πολιτικής, η οποία γίνεται αισθητή μαζί με την ακρίβεια, που δεν αντιμετωπίζεται, με αποτέλεσμα την αίσθηση της κακής οικονομικής κατάστασης και τις μειωμένες προσδοκίες, καθώς μάλιστα λειτουργεί τόσο η σύγκριση με άλλες χώρες όσο και με το ίδιο μας το παρελθόν – τότε που αρκούσε «κάτι ερωτικό» για να αγγίξει τη μεσαία τάξη.
