Ας μην υποτιμούμε τη γλώσσα μας
| Creative Protagon
Απόψεις

Ας μην υποτιμούμε τη γλώσσα μας

Αν ανοίξει κάποιος ένα οποιοδήποτε τηλεοπτικό κανάλι στη δημοφιλή ζώνη των πρωινάδικων ή, ακόμα, στις ειδησεογραφικές εκπομπές του, θα συναντήσει πρόσωπα κουρδισμένα να μιλάνε με εκατό λέξεις, να περιγράφουν μόνο περιστατικά και αισθήματα/αισθήσεις, να αδυνατούν να σχηματίσουν μια κρίση. Τα ίδια ακριβώς συστατικά έχει η ειδησεογραφία σε πληθώρα ιστοσελίδων
Ηλίας Κανέλλης

Ας μην υποτιμούμε τη γλώσσα μας

«Και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,

Να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά

Βγαλμένοι –ω συμφορά– απ’ τον Ελληνισμό!»

-Κ. Π. Καβάφης, «Ποσειδωνειάται» (1906)

Η ελληνική γλώσσα είναι το γλωσσικό σύστημα μέσω του οποίου οι Ελληνίδες και οι Ελληνες κατανοούμε τον κόσμο, επικοινωνούμε, εκφράζουμε τα νοήματα που θέλουμε να διατυπώσουμε. Στην ελληνική γλώσσα, στην εκφραστική μας δυνατότητα, καθρεφτίζεται το μορφωτικό επίπεδό μας. Η γλώσσα των ΜΜΕ πρωτίστως προδίδει το μορφωτικό επίπεδο των συντελεστών κάθε μέσου. 

Ιδίως μετά τη μεταφορά του πεδίου της μαζικής ενημέρωσης στο διαδίκτυο, τα ΜΜΕ, για οικονομικούς λόγους πρωτίστως (κατάργηση της επιμέλειας και της διόρθωσης), περιφρονούν τη γλώσσα. Όχι μόνο την ορθογραφία και τη σύνταξη της Ελληνικής αλλά κάτι ακόμα χειρότερο: τον εκφραστικό πλούτο της γλώσσας, τα νοήματά της. Η Ελλάδα πάσχει από λεξιπενία – και η αρρώστια αυτή καθρεφτίζεται στην πλειονότητα των ιστοσελίδων και, προφανώς, στα τηλεοπτικά κανάλια, ακόμα και στα κρατικά. 

Τι είναι λεξιπενία; «Λεξιπενία έχουν οι αγράμματοι», μου έλεγε κατηγορηματικά ο καθηγητής Εμμανουήλ Κριαράς, ο εισηγητής του μονοτονικού στην ελληνική γραπτή γλώσσα και, εκτός πολλών άλλων, εμπνευστής, κύριος συντάκτης και εμπνευστής του σπουδαίου «Λεξικού της Μεσαιωνικής Γλώσσας». 

Αλλά δεν είναι το πρόβλημα της λεξιπενίας το μοναδικό πρόβλημα της γλώσσας. Ο Κριαράς απαριθμούσε κάποια από τα προβλήματα σε μια συνέντευξη που μου είχε δώσει το 2006: «Άλλο μονοτονικό, άλλο όσοι είναι ανορθόγραφοι, άλλο όσοι είναι πένητες, φτωχοί σε λεξιλόγιο, όσοι δεν ξέρουν βασικές λέξεις. […] Υπάρχει πολλές φορές κακή χρήση της γλώσσας. Κακή ορθογράφηση. Αγράμματη ορθογράφηση. Δεν ξέρουν, π.χ., κάποιοι τι γράφεται με όμικρον και τι με ωμέγα. Απ’ αυτό όμως δεν μπορούμε να φύγουμε. Δεν μπορούμε να καταργήσουμε την ορθογραφία…» (βλ. το βιβλίο μου «Κι αυτοί είναι η Ελλάδα. Συνεντεύξεις στο Βooks’ Journal», που μόλις κυκλοφόρησε). 

Σε κάθε περίπτωση, η γλώσσα στην οποία γράφουν και μιλούν τα ΜΜΕ δεν ευτυχεί. Ούτε σε σαφήνεια ούτε στην ορθή γραφή της ούτε στον πλούτο ούτε στη γνώση της. Συχνά, ο τρόπος με τον οποίο γράφουν και μιλάνε στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο οδηγεί πολλούς σε απελπισία – ή όσους διαθέτουν ψήγματα χιούμορ, στη σύγκριση της γλώσσας των ΜΜΕ με τη γλώσσα του αλησμόνητου γελοιογράφου Μέντη Μποστατζόγλου: του Μποστ. 

Ο Μποστ εργάστηκε μεταπολεμικά στον Τύπο κάνοντας σκίτσα. Τη δεκαετία του 1950 καθιέρωσε ένα γελοιογραφικό στυλ με άψογα κωμικά πορτρέτα των πολιτικών της εποχής του και των σημαντικών προσωπικοτήτων της τέχνης (προεξάρχοντες, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις), σε ένα πλαίσιο που ανακαλούσε το στυλ γνωστών λαϊκών εικονογραφήσεων. Το νόημα της γελοιογράφησης δινόταν μέσω του ανορθόγραφου στίχου, ενώ πολύ συχνά ο γελοιογράφος σατίριζε τις λόγιες ελληνικούρες των κατά βάση αγράμματων πολιτικών. Το στυλ αυτό πέρασε κατόπιν σε κάθε είδους έργο που υπέγραφε: σε στίχους για τραγούδια και σε θεατρικά κείμενα. Για πολλά χρόνια, η ανορθογραφία του Μποστ περιείχε την πιο άγρια σάτιρα στην επιδειξιμανία, στην αγραμματοσύνη αλλά και στην παρέλκυση της πολιτικής εξουσίας – κι ήταν μια συνεπής αριστερή στάση, αφού η Αριστερά πολιτευόταν διεκδικώντας καλύτερη παιδεία η οποία, ως γνωστόν, ήταν και το βασικό μέσο κοινωνικής ανόδου.

Χρόνια πολλά μετά την εκδημία του Μποστ (πέθανε το 1995), τα σκίτσα του αναβιώνουν με διάφορες αφορμές. Δυστυχώς για εμάς, όμως, το πνεύμα των σκίτσων του έχει αναστηθεί, όχι πλέον ως σάτιρα αλλά ως η πραγματικότητα της γλώσσας μας. Ως ένα κακόγουστο καθημερινό γλωσσικό ένστικτο. 

Για να καταλάβει κανείς τι εννοώ, ας ανοίξει ένα οποιοδήποτε τηλεοπτικό κανάλι στη δημοφιλή ζώνη των πρωινάδικων ή, ακόμα, στις ειδησεογραφικές εκπομπές του. Θα συναντήσει πρόσωπα κουρδισμένα να μιλάνε με εκατό λέξεις, να περιγράφουν μόνο περιστατικά και αισθήματα/αισθήσεις, να αδυνατούν να σχηματίσουν μια κρίση. Τα ίδια ακριβώς συστατικά έχει η ειδησεογραφία σε πληθώρα ιστοσελίδων του διαδικτύου, με συχνές τις παρανοήσεις της πληροφορίας που γεννούν αστεία και πλάκες. 

Κι όλα αυτά, σε ένα πλαίσιο όπου πολύ συχνά πρόσωπα τα οποία επιδιώκουν να ξεχωρίσουν χρησιμοποιούν επιτηδευμένες πομπώδεις λέξεις τη σημασία των οποίων αγνοούν. Αγνοούν επίσης τα επίθετα που αντιστοιχούν σε ουσιαστικά, αδυνατούν να κλίνουν λέξεις με αρχαϊκή καταγωγή, δεν ξέρουν πώς να φερθούν σε λέξεις δάνειες από άλλα γλωσσικά σύμπαντα.

Συχνά, μάλιστα, αυτές οι γλωσσικές αρρυθμίες προσβάλλουν ακόμα και οργανισμούς με σημαντικό πολιτιστικό έργο, όπως π.χ. η Technopolis ή η Dianeosis, που θεωρούν ότι οι πεποιημένες λέξεις που χρησιμοποιούν στην ονομασία τους είναι ξένες λέξεις, δηλαδή άκλιτες, και τις χρησιμοποιούν στη γλώσσα ως ξένες λέξεις («Μια εκδήλωση στην Τεχνόπολις» [και όχι: στην Τεχνόπολη], «Μια έρευνα από τη Διανέωσις» [και όχι: από τη Διανέωση]). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, και σε πολλές άλλες, είναι κυρίαρχο το πνεύμα Μποστ, μια γλώσσα επιτηδευμένα λόγια που στην ουσία είναι ταυτόχρονα και η παρωδία της. 

Αλλά η γλώσσα δεν υποφέρει μόνο από τη νεοπλουτίστικη χρήση. Μια από τις τραγωδίες της είναι όχι η άγνοια των μηχανισμών και των κανόνων της, αλλά η αδιαφορία για την ορθότητα της γραφής της στα ΜΜΕ. Κάτι που θεωρούνταν αυτονόητο στην παλιά τυπογραφία (γι’ αυτό και το πρόβλημα αυτό είτε δεν εντοπίζεται είτε είναι περιθωριακό στις εκδόσεις βιβλίων), είναι αδιανόητο για τα νέα Μέσα, κυρίως του διαδικτύου. Όπου πολύ συχνά δεν υπάρχει ούτε καν στοιχειώδης επιμέλεια κειμένων, με αποτέλεσμα να γράφονται τέρατα. Το πρόβλημα επιδεινώνεται σε κείμενα που μεταφράζονται από άλλη γλώσσα, όταν την δουλειά δεν την κάνει έμπειρος συντάκτης/μεταφραστής αλλά η τεχνητή νοημοσύνη ή διάφορες διαδικτυακές μηχανές μετάφρασης. Είναι πολύ εύκολο να εντοπίσεις τέτοια κείμενα από τις πολλές ελληνικούρες που έχουν παρεισφρήσει, από τις ασυνταξίες που δεν βγάζουν νόημα, από τα πραγματολογικά λάθη που έχουν φύγει αφού δεν υπάρχει επόπτης με γνώση του μεταφραζόμενου θέματος. 

Μπαίνεις π.χ. σε μεγάλα, πολύ μεγάλα σάιτ, με τεράστια επισκεψιμότητα, και πέφτεις σε κατά κόρον τέτοια γλωσσικά ατοπήματα. Πώς είναι δυνατόν, σκέπτεσαι, να μην ενδιαφέρονται για το στοιχειώδες: τη σαφήνεια της πληροφορίας και τη διευκόλυνση του αναγνώστη μέσω του ευανάγνωστου κειμένου. 

Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, η τάση αυτή πάει να επικρατήσει, επειδή και οι αναγνώστες δεν νοιάζονται ιδιαίτερα για την ποιότητα των κειμένων που διαβάζουν. Αν εξαιρέσουμε τους αναγνώστες με ιδεοληψίες, που αναζητούν πληροφόρηση ή «γνώση» σε διαδικτυακούς τόπους όπου φιλοξενούνται εικασίες ως πραγματικότητα, δεισιδαιμονίες, θεωρίες συνωμοσίας και fake news, μεγάλο τμήμα των αναγνωστών του ειδησεογραφικού mainstream φαίνεται ότι ενημερώνεται αποκλειστικά από τους τίτλους – οι οποίοι συχνά ενισχύουν τις βεβαιότητες ή τις προκαταλήψεις του. 

Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μια πολύ μεγαλύτερη εικόνα: στην εικόνα της παιδείας στην Ελλάδα. Προσωπικά, η εικόνα της παιδείας μας στο μυαλό μου συμπυκνώνεται σε δύο στοιχεία. Στις επιδόσεις των Ελλήνων στους διαγωνισμούς της Pisa, που επιβεβαιώνουν τον λειτουργικό αναλφαβητισμό ως συστατικό στοιχείο της λειτουργίας του ελληνικού σχολείου (της μέσης εκπαίδευσης). Και στις μαρτυρίες φίλων καθηγητών Πανεπιστημίου, ότι είναι πολλοί οι φοιτητές πλέον που αδυνατούν να συντάξουν ένα κείμενο σαφές και γλωσσικά ορθό – μάλιστα, στις υποβαθμισμένες πλέον σχολές ανθρωπιστικών επιστημών, υπάρχουν καθηγητές που διδάσκουν τα βασικά για τη διατύπωση ενός κειμένου σε φοιτητές, ως προϋπόθεση για να μπορέσουν στη συνέχεια να παρακολουθήσουν λίγο πιο σύνθετα μαθήματα. 

Τι δηλούν όλα αυτά; Οτι είναι απαραίτητη μια ακόμα μεταρρύθμιση από τα πάνω: ουσιαστικές αλλαγές στα γλωσσικά μαθήματα στο σχολείο και, ταυτόχρονα, υποχρέωση των ΜΜΕ, κρατικών και ιδιωτικών, να σέβονται τη γλώσσα (χωρίς να έχω να προτείνω τρόπους πιστοποίησης αυτού του σεβασμού και ενδεχόμενα κίνητρα ή και ποινές). Η εμβάθυνση, η σχέση με τη λογοτεχνία, η καλλιέργεια γλωσσικού ενστίκτου από νεαρή ηλικία, ο σεβασμός στη γλώσσα και τον πλούτο της και η σχέση μιας κοινωνίας της γνώσης που επιδιώκουμε να χτίσουμε με τη γλώσσα είναι εκ των ων ουκ άνευ του εθνικού μέλλοντός μας. 

Ας μην υποτιμούμε τη γλώσσα. 

Exit mobile version