Ο Μικ Τζάγκερ, ο Κιθ Ρίτσαρντς και ο Μπράιαν Τζόουνς ξεκινούν το λονδρέζικο κεφάλαιο της ζωής τους το 1962, όταν και οι τρεις μετακομίζουν στο νούμερο 120 της οδού Εντιθ Γκρόουβ (SW10). Σε αντίθεση με το μεγαλείο που θα ακολουθήσει, οι συνθήκες στις οποίες ζουν είναι μάλλον άθλιες, με δεδομένη την προέλευσή τους από τη μικροαστική ή μεσοαστική τάξη (γιος κομμώτριας και καθηγητή Φυσικής Αγωγής ο Τζάγκερ, γόνος εργατικής οικογένειας ο Ρίτσαρντς). «Είχαν δύο δωμάτια στον μεσαίο όροφο του σπιτιού και το ενοίκιο πληρωνόταν από τη δουλειά που είχε βρει ο Μπράιαν στο πολυκατάστημα Whiteley του Κουϊνσγουέι» γράφει ο Μπάρι Μάιλς στο «London calling – a countercultural history of London since 1945» (Atlantic Books, 2010).
Ελα όμως που ο επικεφαλής του πολυκαταστήματος απέλυσε τον Μπράιαν για μικροκλοπές, οπότε η ζωή στο διαμέρισμα άρχισε να γίνεται ανυπόφορη χωρίς καμία πηγή εσόδων. «Η κουζίνα άρχισε να μυρίζει τόσο άσχημα που οι τρεις τους αποφάσισαν να τη “σφραγίσουν” και να κολλήσουν στο κάτω μέρος της πόρτας αντικολλητική ταινία. Δεν υπήρχε τίποτε για να φάνε ή να πιούν έτσι κι αλλιώς, ούτε καν τσάι, καφές ή ζάχαρη» συνεχίζει ο Μάιλς. Τελικά ο Μικ και ο Κιθ θα μετακομίσουν το 1963 στην οδό Μεϊμσμπέρι για να μοιραστούν το διαμέρισμα με τον ατζέντη τους, Αντριου Λουγκ Ολντχαμ, ενώ ο Μπράιαν θα συγκατοικήσει με τη φίλη του στο Γουίντσορ.
Πριν φτάσουν, πάντως, στο άθλιο διαμέρισμα, τον Αύγουστο του 1962, είχαν κάνει μια εμφάνιση που θα έμενε ιστορική. Ηταν η πρώτη τους συναυλία μπροστά σε κοινό, στο ιστορικό υπόγειο κλαμπ «Marquee» της Oxford Street. Στις 12 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς, λοιπόν, ημέρα Πέμπτη, εκτός από τους τρεις βασικούς –με αρχικό ηγέτη τον Μπράιαν Τζόουνς, ο οποίος πέθανε επτά χρόνια αργότερα– θα εμφανιστούν μαζί τους ο πιανίστας Ιαν Στιούαρτ και ο μπασίστας Ντικ Τέιλορ. Ο Κιθ Ρίτσαρντς, εξάλλου, στην αυτοβιογραφία του γράφει ότι πίσω από τα τύμπανα βρισκόταν ο φίλος του Μικ Εϊβορι, ο μετέπειτα ντράμερ των Kinks, δίνοντας τη δική του εκδοχή σε μια άτυπη διαμάχη για το αν ντράμερ εκείνης της βραδιάς ήταν ο Τόνι Τσάπμαν (που είχε κάνει πρόβες με τους υπόλοιπους).
Και το όνομα αυτών; Εδώ υπάρχει μια άλλη λεπτομέρεια, που αγγίζει τα όρια του αστικού μύθου. Λέγεται, λοιπόν, ότι ο Μπράιαν Τζόουνς είχε τηλεφωνήσει στην τοπική εφημερίδα «Jazz News» ζητώντας από έναν δημοσιογράφο να γράψει δυο λόγια για την παράσταση. Οταν ο αυτός τον ρώτησε ποιο ήταν το όνομα του συγκροτήματος, εκείνος το σκέφτηκε για λίγο και απάντησε «Mick Jagger and the Rolling Stones». Λίγο πριν από την εμφάνιση, πάντως, όντως δημοσιοποιήθηκε στην εφημερίδα η πρώτη δήλωση του Μικ Τζάγκερ στον Τύπο: «Ελπίζω ο κόσμος να μην πιστέψει ότι είμαστε μια rock ‘n’ roll μπάντα».
Η εμμονή αυτή φάνηκε και στο ρεπερτόριο που έπαιξαν εκείνο το βράδυ, το οποίο αποτελούνταν κυρίως από rhythm ‘n’ blues, και όχι αυτό που καταλάβαινε το κοινό ως αμερικανικό rock ‘n’ roll του 1950. Σύμφωνα με τον Guardian, η μπάντα έπαιξε μπροστά σε 110 άτομα (80 άνδρες και 30 γυναίκες) επί 50 λεπτά και τα σχόλια ήταν μάλλον θετικά, παρά τον ελάχιστο χρόνο που είχαν περάσει τα μέλη της προβάροντας. Το ρεπερτόριό τους ήταν κομμάτια των Τσακ Μπέρι, Μπο Ντίντλι, Τζίμι Ριντ κ.ά., ενώ η εμφάνισή τους εντυπωσίασε, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, τον παραγωγό Τζόρτζιο Γκομέλσκι, ο οποίος τους πρότεινε να εμφανιστούν στο κλαμπ «Grawdaddy» στο Ρίτσμοντ.
Για την ιστορία, έξι μήνες αργότερα τα ντραμς της μπάντας θα αναλάμβανε ο Τσάρλι Γουότς και το μπάσο ο Μπιλ Γουάιμαν. Διαμορφώθηκε έτσι ο κλασικός πυρήνας του συγκροτήματος για τις επόμενες δεκαετίες (ο Γουότς πέθανε στις 24 Αυγούστου 2021). Γι’ αυτό ο Μικ Τζάγκερ θα επιμείνει αργότερα ότι το 1962 έγινε η «σύλληψη», αλλά η γέννηση των Rolling Stones καταγράφηκε το 1963.
