Η φωτογραφία, που τον δείχνει να περιφέρεται στους δρόμους σαν χαμένος, με ματωμένο κεφάλι, έκανε το γύρο του κόσμου. Διότι αυτός ο θλιβερός «γεράκος» -που γεννήθηκε μόλις το 1967- δεν είναι όποιος κι όποιος. Είναι ο Πολ Γκασκόιν, ένα από τα πιο λαμπρά αστέρια των γηπέδων στον καιρό του: στη Νιούκαστλ, στην Τότεναμ, στη Λάτσιο, στους Ρέιντζερς της Σκωτίας και στην Εβερτον, προτού ξεπέσει στην Μπέρνλεϊ, στην Κίνα και στις ΗΠΑ. Ο ηγέτης της εθνικής ομάδας της Αγγλίας, που την οδήγησε στην τέταρτη θέση στο Μουντιάλ του 1990 και στα ημιτελικά του Euro 1996.
Οπως έγραψε η Sun, ο «Γκάζα» -αυτό ήταν το παρατσούκλι του στην εποχή της δόξας του- σκόνταψε στο δρόμο, ενώ κρατούσε ένα μπουκάλι τζιν. Οι γείτονες ειδοποίησαν την αστυνομία, εξαιτίας της άθλιας κατάστασης στην οποία βρισκόταν, και οδηγήθηκε στο νοσοκομείο με περιπολικό. Κρίμα. Διότι -σύμφωνα με τη μαρτυρία του πρώην συμπαίκτη του, Γκάρι Μάμπατ- «τους τελευταίους πέντε έξι μήνες ήταν στεγνός. Μάλιστα, ετοίμαζε καμπάνια για να στηρίξει την προσπάθεια ανθρώπων που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα. Από την περασμένη εβδομάδα όμως, τα πράγματα άρχισαν πάλι να πηγαίνουν πολύ άσχημα».
Οι τίτλοι των βρετανικών ταμπλόιντ λένε την αλήθεια για την πολυτάραχη και βασανιστική ζωή του: «Σοκάρει η εικόνα του Πολ Γκασκόιν», «Νέοι μπελάδες για τον Πολ Γκασκόιν», «Ο Γκασκόιν ξανακύλησε», «Ξανά σε κέντρο αποτοξίνωσης ο Πολ». Αλλά τον καλύτερο (τίτλο) τον έβαλε ο ίδιος σε συνέντευξή του στη Sun: «Εχω επτά ζωές, όπως οι γάτες, μα αυτή είναι η τελευταία μου». Ηταν το 2008, που το ποτό και τα ναρκωτικά παραλίγο να τον σκοτώσουν. Οχι μία αλλά αρκετές φορές. «Το 2008 σχεδόν πέθανα», είχε πει ο ίδιος στην εξομολόγησή του στη Sun. «Ενα κομμάτι του εαυτού μου πέθανε όταν μπήκα στην Εντατική. Επινα όταν ήμουν ευτυχισμένος και όταν ήμουν δυστυχισμένος. Αλλά αυτή τη φορά ξέρω τι πρέπει να κάνω. Ξέρω οτι δεν πρέπει να ξαναπιώ ποτέ, γιατί αυτό θα με σκοτώσει». Είχε ήδη υποβληθεί σε επέμβαση (την πρώτη από τις τρεις) στο κατεστραμμένο συκώτι του.
Το ήξερε, όμως δεν το έκανε. Συνέχισε τα ίδια. Μια μέρα του Μαΐου, τύφλα από το μεθύσι, προσπάθησε να πνιγεί στην μπανιέρα του ξενοδοχείου όπου διέμενε. Τρεις εβδομάδες αργότερα αποπειράθηκε -πάλι- να αυτοκτονήσει. Αφού τον έσωσαν κάποιοι πελάτες του ξενοδοχείου -στο Σάουθ Κέσινγκτον του Λονδίνου- ο Γκασκόιν τριγύριζε στους δρόμους, συστηνόταν στους διαβάτες και ζητούσε μερικά ψιλά για να αγοράσει ποτό. Η αδερφή του εκλιπαρούσε δημόσια, όσους τον αναγνώριζαν, να μη του δίνουν χρήματα. Τον επόμενο μήνα συνελήφθη, επειδή επιτέθηκε σε κάποιον περαστικό, και μπήκε σε ψυχιατρική κλινική. Πίστευε πως εξωγήινοι έρχονταν να τον πάρουν. Τα ρούχα του είχαν σκισίματα από ψαλίδι (σύμφωνα με τους γιατρούς), ενώ μια φορά τον βρήκαν να κάνει… σεξ με μια σφουγγαρίστρα. Το 2009 πήρε σβάρνα τα κανάλια, προσπαθώντας να αποδείξει ότι είναι «καθαρός» πια. Σύντομα διαψεύστηκε: από φωτογραφίες που τον έδειχναν «κομμάτια» και από τις αλλεπάλληλες συλλήψεις για διατάραξη κοινής ησυχίας, ξυλοδαρμούς και επιθέσεις.
Οσο ήταν σταρ των γηπέδων, τον χαρακτήριζαν «ιδιόρρυθμο» και «εκκεντρικό». Μετά το πρόωρο και άδοξο τέλος της καριέρας του, ο Γκασκόιν έγινε «μεθύστακας», «τρελός» και «αλήτης». Στα τόσα πάθη του, είχαν προστεθεί και τα ψυχολογικά προβλήματα
Από τα παιδικά του χρόνια είχε την τάση να κλωτσάει. Οχι μόνο την μπάλα, αλλά και τους συμμαθητές του. Ο μικρός Πολ ήταν μονίμως τιμωρημένος, στο σχολείο και στο σπίτι. Αλλά όταν άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο, πραγματικά «το τερμάτισε». Από τα πολλά που σκαρφιζόταν για να προκαλέσει, ακόμη και όταν βρισκόταν σε απόλυτη ηρεμία, ξεχωρίζει ένα περιστατικό: το 1998 -ενώ αγωνιζόταν στους Ρέιντζερς- επέλεξε να πανηγυρίσει κάποιο γκολ του στο ντέρμπι με τη Σέλτικ, παίζοντας φλάουτο μπροστά από την εξέδρα των αντιπάλων. Μεγάλη προσβολή για τους Καθολικούς, επειδή αυτό το όργανο -που χρησιμοποιούν οι Προτεστάντες στις παρελάσεις τους- έχει συνδεθεί πολιτικά και με τη σύγκρουση για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας από τη Μεγάλη Βρετανία.
Εκείνη τη χρονιά άρχισε ο μεγάλος κατήφορος του Γκασκόιν. Οι συμπαίκτες του στην εθνική ομάδα της Αγγλίας προετοιμάζονταν για το Μουντιάλ και εκείνος έκανε… προπόνηση με ουΐσκι. Οταν ο Γκλεν Χοντλ τον άφησε εκτός αποστολής, έπιασε πάτο. Η σύζυγός του τον παράτησε καταγγέλλοντάς τον για ξυλοδαρμό ενώ ο «Γκάζα» μπήκε -για πρώτη φορά- σε κλινική για αποτοξίνωση. Το θαύμα δεν κράτησε για πολύ. Πάλι νεύρα, πάλι προκλήσεις, πάλι αλκοόλ. Περισσότερο από πριν.
Οσο ήταν σταρ των γηπέδων, τον χαρακτήριζαν «ιδιόρρυθμο» και «εκκεντρικό». Μετά το πρόωρο και άδοξο τέλος της καριέρας του, ο Γκασκόιν έγινε «μεθύστακας», «τρελός» και «αλήτης». Στα τόσα πάθη του, είχαν προστεθεί και τα ψυχολογικά προβλήματα. Το γιατί, προσπάθησε -κάποια στιγμή- να το εξηγήσει και ο ίδιος: «Το ποδόσφαιρο ήταν η ζωή μου, όμως τελείωσε. Και τότε αναρωτιέσαι, τι κάνεις από ‘δω και πέρα. Εγώ βρήκα διέξοδο στο ποτό και στα ναρκωτικά».
Το αποκορύφωμα του δράματος του Γκασκόιν ήταν η κηδεία του Τζορτζ Μπεστ, τον Νοέμβριο του 2005. Τρεις ημέρες μετά, έχασε τη θέση του ως μάνατζερ στην ημιεπαγγελματική Κέτερινγκ Τάουν (που ήταν η τελευταία του δουλειά) και ξύπνησε στο αστυνομικό τμήμα, ακούγοντας τους ισχυρισμούς ενός φωτορεπόρτερ ότι τον γρονθοκόπησε και του έσκισε το φρύδι. Δεν θυμόταν το παραμικρό. Τον Μπεστ τον επικαλείται κάθε φορά που τον ερωτούν για το πρόβλημά του, λέγοντας πάντα τα ίδια λόγια: «Ο Θεός να τον ευλογεί. Ηταν φίλος μου, όμως δεν θέλω να έχω την ίδια κατάληξη. Ο Τζορτζ δεν ήθελε να γίνει καλά, ενώ εγώ προσπαθώ».
«Να μην πεθάνει κανείς όπως εγώ», ήταν τα τελευταία λόγια του Τζορτζ Μπεστ, στο νοσοκομείο Κρόμγουελ του Λονδίνου. Ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της Ευρώπης το 1968, που γεννήθηκε στη Βόρεια Ιρλανδία και έκανε μεγαλειώδη καριέρα στη θρυλική Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του σερ Ματ Μπάσμπι, έζησε βίο παράλληλο με αυτόν του Γκασκόιν. Εχοντας κατακτήσει τα πάντα σε ηλικία 22 ετών, σταμάτησε το ποδόσφαιρο στα 27, και το έριξε στο αλκοόλ, τις γυναίκες και τον τζόγο, για να ζήσει την απόλυτη απομυθοποίηση κι ένα τραγικό τέλος.
Από το κρεβάτι του «πέμπτου Beatle» -αυτό ήταν το παρατσούκλι του- πέρασαν 2.000 γυναίκες, ανάμεσά τους και τέσσερις Μις Κόσμος. Σχεδόν όλες για μια νύχτα. Αλλά ο σούπερ σταρ, που δεχόταν περισσότερα από 10.000 γράμματα θαυμασμού και λατρείας την εβδομάδα, ήταν ερωτευμένος με το τζιν τόνικ. Και ξημεροβραδιαζόταν στις παμπ, με προβλήματα υγείας, συλλήψεις και φυλακίσεις – κι αυτός. Το 1991 ορκίστηκε, σε ζωντανό τηλεοπτικό σόου, ότι είχε ξεπεράσει το πρόβλημα με το αλκοόλ. Δεν ήταν αλήθεια. Τον Οκτώβριο του 2003 πούλησε το τρόπαιο του καλύτερου ποδοσφαιριστή της Ευρώπης, επειδή είχε ξεμείνει από χρήματα. Οπως συνήθιζε να λέει, «τα μισά μου λεφτά τα ξόδεψα σε γυναίκες και αυτοκίνητα – τα άλλα μισά απλώς τα σπατάλησα». Παρά τη μεταμόσχευση ήπατος που έκανε, το αλκοόλ τον οδήγησε στον θάνατο, στις 25 Νοεμβρίου 2005. Δεν πρόλαβε καν να γνωρίσει την κόρη του. Μια από τις επικές ατάκες του ήταν: «Το 1969 εγκατέλειψα τις γυναίκες και το αλκοόλ. Ηταν τα χειρότερα 20 λεπτά της ζωής μου».
Στην… ομάδα των αυτοκαταστροφικών σταρ του ποδοσφαίρου παίζουν και πολλοί άλλοι:
– Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, πρώτος και καλύτερος. Ακόμη κι αν δεν είναι αλήθεια ότι πρωταγωνιστούσε σε όργια με τις συζύγους συμπαικτών του, ήταν ονομαστός (και) για τα ιδιωτικά πάρτι με πόρνες και κοκαΐνη που διοργάνωνε, πριν και μετά τα ματς με τη Νάπολι. Πολλές φορές έχει συλληφθεί για επιθέσεις -κυρίως σε δημοσιογράφους- και έχει νοσηλευτεί σε κλινικές αποτοξίνωσης. Πριν από λίγα χρόνια σώθηκε από θαύμα, έπειτα από ανακοπή καρδιάς που υπέστη εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ.
– Ο Ρομάριο. Ολοι απορούσαν, πώς κατάφερνε να παίζει μπάλα μετά τα οργιώδη ξενύχτια του. «Αγωνιζόταν καλύτερα όταν έβγαινε τις νύχτες», υποστήριζε η οικογένειά του. Οι ομηρικοί καβγάδες του με τον Κρόιφ -προπονητή του, όταν αγωνιζόταν στην Μπαρτσελόνα- είναι ιστορικοί. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι, για να μου λες να μη βγαίνω τα βράδια; Ο πατέρας μου;», του είχε πει. Μπλέχτηκε και σε σκάνδαλο ντόπινγκ, λίγο πριν από το τέλος της καριέρας του.
– Ο Ρόι Κιν, ο άλλοτε εμβληματικός αρχηγός της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, δεν έστεκε και πολύ στα καλά του. Από τα πάρα πολλά «τρελά» του που μαθεύτηκαν, ήταν πως, όταν πήγε προπονητής στη Σάντερλαντ, κυνήγησε με… τσεκούρι κάποιους παίκτες του που εμφανίστηκαν αργοπορημένοι στην προπόνηση.
– Ο Πολ Μέρσον, ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του αγγλικού ποδοσφαίρου, δεν έκανε την καριέρα που του άξιζε. Πώς να την κάνει, αφού είχε φτάσει στο σημείο να λιποθυμάει στις προπονήσεις της Αρσεναλ, από την υπερβολική χρήση κοκαΐνης; Επειτα προστέθηκαν το αλκοόλ και ο τζόγος. Οταν έχασε ένα τεράστιο ποσό, επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Ευτυχώς, απέτυχε κι εδώ.
– Ο Ρονάλντο (ο Βραζιλιάνος) διακρινόταν -εκτός από τα γήπεδα- και στα ξέφρενα γλέντια. Κορυφαία στιγμή του, το σκάνδαλο που ξέσπασε όταν «ψώνισε» από κλαμπ του Ρίο τρεις γυναίκες, οι οποίες αποδείχθηκαν τραβεστί. Ο Πελέ τον είχε κατηγορήσει ότι πήρε ναρκωτικά, σε ιδιωτική εκδήλωση στο Σάο Πάολο.
– Ο Ρίο Φέρντιναντ, ο κεντρικός αμυντικός της Γιουνάιτεντ, έχει συλληφθεί άπειρες φορές να οδηγεί μεθυσμένος, έμεινε οκτώ μήνες εκτός γηπέδων επειδή αρνήθηκε να δώσει δείγμα ούρων για εξέταση ντόπινγκ και δεν είναι λίγες οι φορές που πρωταγωνίστησε σε άγριους καβγάδες, σε μπαρ και κλαμπ.
Υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα προς αποφυγήν: ο Μάλκομ Μακ Ντόναλντ, ο Τζίμι Γκριβς, ο Γιάν Μέλμπι -ο διεθνής δανός που οι μπάρμαν του Λίβερπουλ ποτέ δεν θα λησμονήσουν-, ο βραζιλιάνος βασιλιάς της ντρίμπλας Γκαρίντσα, ο ολλανδός Νέεσκενς, ο παγκόσμιος πρωταθλητής του 1974 Γκερντ Μίλερ -που επέστρεψε πάμφτωχος και αλκοολικός από τις ΗΠΑ-, ο μονίμως μεθυσμένος Μπράιαν Κλαφ… Μα, πάνω απ’ όλους, ο Βίνι Τζόουνς!
Τι να πρωτοθυμηθείς από αυτόν; Το 1990 υποστήριζε ότι συνομιλούσε καθημερινώς με τον παππού του (που είχε πεθάνει το 1977). Το 1988 -που έπαιζε στη Γουίμπλεντον- σε έναν αγώνα με τη Νιούκαστλ έπιασε τον Γκασκόιν από τα γεννητικά όργανα. Αυτή η φωτογραφία, που έκανε το γύρο του κόσμου, τον ανέδειξε σε αστέρα πρώτου μεγέθους. Οταν πήγε στη Λιντς, την πρώτη κιόλας μέρα, χτύπησε με γροθιά έναν συμπαίκτη του, επειδή δεν του έδωσε μια πάσα χαμηλά… Κι όταν έμεινε εκτός αποστολής για τον επόμενο αγώνα, πήρε μια καραμπίνα που είχε στον σάκο του, στα αποδυτήρια, και την έβαλε στο στόμα του προπονητή του. Ηταν λογικό να αλλάξει επάγγελμα. Εγινε ηθοποιός και -το 2001- πρωταγωνίστησε στην ταινία «Μean Μachine». Υποδυόταν έναν έκπτωτο αρχηγό της Εθνικής Αγγλίας που πήγε φυλακή για τον ξυλοδαρμό δύο αστυνομικών. Γάντι ο ρόλος…
Επαναστάτες; Αντισυμβατικοί; Αφρονες; Αλήτες; Του γιατρού; Οπως και να τους χαρακτηρίσει κανείς, αυτοί οι ποδοσφαιριστές αγαπήθηκαν -ή και λατρεύτηκαν- στα γήπεδα. Τα «αυτογκόλ» τα έβαλαν στη ζωή. Με τη θεμελιώδη διαφορά οτι ο Γκασκόιν -όπως ο Μπεστ- δεν κατέστρεψε μόνο την καριέρα ή τη φήμη του, αλλά και την υγεία του. «Το πιθανότερο είναι ο μπαμπάς μου να πεθάνει σύντομα», λέει ο ίδιoς του ο γιος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News