Ο ιταλός σχεδιαστής Τζόρτζιο Αρμάνι, o signor Armani, όπως τον αποκαλούσαν πάντοτε με σεβασμό και θαυμασμό οι εργαζόμενοι και οι συνεργάτες του, εγκατέλειψε τα εγκόσμια την Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου σε ηλικία 91 ετών. Ωστόσο την υψηλή του θέση στην ιστορία της μόδας την είχε ήδη εξασφαλίσει πριν από αρκετές δεκαετίες, συγκεκριμένα το 1980, μόλις πέντε χρόνια μετά την ίδρυση του οίκου του, όταν δημιούργησε την εντυπωσιακή γκαρνταρόμπα του χαρακτήρα που υποδυόταν ο Ρίτσαρντ Γκιρ στην ταινία «American Gigolo».
«Η ταινία του 1980, με τον Γκιρ-γυμνόστηθο γυναικά να αγγίζει τη συλλογή του από κοστούμια, πουκάμισα και γραβάτες Armani, σφυρηλάτησε έναν ισχυρό δεσμό μεταξύ της αμφίεσης και της αποπλάνησης, εντάσσοντας για πάντα το χαλαρό στυλ του σχεδιαστή στο λεξικό της μόδας», γράφει στη νεκρολογία της για τον ιταλό μόδιστρο η Μέγκαν ΜακΝτόνα της Washington Post.
«Τα χαρακτηριστικά σταυρωτά σακάκια του με τους φαρδιούς ώμους και τα φαρδιά πέτα κατέληξαν να ενσαρκώνουν την επιτυχία, την κομψότητα και την αυτοπεποίθηση, και έγιναν η “στολή” κάθε δυναμικού άνδρα, από το Χόλιγουντ και τη Γουόλ Στριτ έως τη Φλιτ Στριτ στο Λονδίνο. Τα κοστούμια και τα φορέματά του, ραμμένα κατά παραγγελίαν, έκλεβαν τις εντυπώσεις στις πρεμιέρες και στις απονομές βραβείων, σε τέτοιο βαθμό που το Women’s Wear Daily μετονόμασε τη βραδιά των Οσκαρ σε “βραβεία Armani”», προσθέτει η αμερικανίδα δημοσιογράφος.
«Ο Τζόρτζιο Αρμάνι ίδρυσε τη μεγαλύτερη ιδιωτική φίρμα πολυτελείας στον κόσμο, ενδίδοντας στον μινιμαλισμό και εφαρμόζοντας την πρωτοποριακή [για την εποχή της] ιδέα ότι το Χόλιγουντ θα μπορούσε να λειτουργεί ως πλατφόρμα επωνυμίας για τους οίκους μόδας», συμπληρώνουν οι Σίλβια Σορίλι Μπορέλι και Βανέσα Φρίντμαν στους Financial Times.
«Περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλον σχεδιαστή, ο Αρμάνι κατάλαβε ότι η μόδα δεν αφορούσε μόνο τα ρούχα, αλλά και τον τρόπο ζωής, και άλλαξε όχι μόνο τον τρόπο που ντύνονταν οι άνδρες και οι γυναίκες, αλλά και τον τρόπο που έτρωγαν, ταξίδευαν και διακοσμούσαν τα σπίτια τους, αναδιαμορφώνοντας παράλληλα τη βιομηχανία της μόδας» γράφουν.
«Ο στόχος μου στην αρχή ήταν να δηλώσω το όραμά μου και να ντύνω τους ανθρώπους», είπε ο ίδιος ο Αρμάνι σε αποκλειστική (τελευταία) συνέντευξη που έδωσε στη λονδρέζικη εφημερίδα και δημοσιεύθηκε μόλις το περασμένο Σαββατοκύριακο. «Από διάφορες απόψεις, και σήμερα η ίδια ιδέα επικρατεί», εξήγησε, σημειώνοντας πως «αν ό,τι δημιούργησα πριν από 50 χρόνια εξακολουθεί να εκτιμάται από ένα κοινό που δεν είχε καν γεννηθεί τότε, αυτή είναι η απόλυτη ανταμοιβή».
Ο Τζόρτζιο Αρμάνι γεννήθηκε στην Πιατσέντζα, νότια του Μιλάνου, το 1934, και ήταν το δεύτερο από τρία παιδιά. Η οικογένειά του μετακόμισε στην ιταλική πρωτεύουσα της μόδας τη δεκαετία του 1950, ακριβώς την περίοδο που εκείνος διέκοψε τις σπουδές του στην ιατρική σχολή και εντάχθηκε στην ομάδα σχεδιασμού, ως διακοσμητής βιτρινών, της ιταλικής αλυσίδας πολυκαταστημάτων πολυτελείας La Rinascente.
Παρότι δεν είχε φοιτήσει σε κάποια σχολή μόδας, άρχισε να σχεδιάζει ρούχα για λογαριασμό της εταιρείας ανδρικών ενδυμάτων Hitman του (επίσης διάσημου ιταλού σχεδιαστή μόδας) Νίνο Τσερούτι. Σύντομα, όμως, αποφάσισε να ιδρύσει (από κοινού με τον αρχιτέκτονα Σέρτζιο Γκαλεότι, το 1975) τον δικό του οίκο.
Οντας επικεντρωμένος αρχικά στην ανδρική μόδα, ο Αρμάνι ήταν της άποψης πως τα κοστούμια πρέπει να είναι τόσο εύκολα και άνετα στη χρήση όσο τα μπλουζάκια και τα παντελόνια που ο ίδιος προτιμούσε. και φορούσε σε όλη του τη ζωή. «Πρέπει να χαρίζουν αυτοπεποίθηση, αλλά όχι να καθορίζουν την προσωπικότητα», είχε αναφέρει σχετικά, και ο Ρίτσαρντ Γκιρ τον δικαίωσε με την ερμηνεία του στο «American Gigolo», μέσω της οποίας αναδείχθηκαν, τόσο ο ίδιος ως ηθοποιός, όσο και ο Αρμάνι ως το νέο αστέρι της μόδας.
Επειτα από μια τριετία, το 1983, ο Αρμάνι είχε τη φαεινή, όπως αποδείχτηκε, ιδέα να ανοίξει ένα παράρτημα στο Λος Αντζελες, με τον πολύ συγκεκριμένο στόχο να αρχίσει να ντύνει διασημότητες. Και τα κατάφερε, με τα κοστούμια του να κυριαρχούν στα στούντιο του Χόλιγουντ και τα βραδινά κεντημένα με χάντρες φορέματά του να φοριούνται –εντυπωσιάζοντας τους πάντες στα διάφορα κόκκινα χαλιά– από κορυφαίες σταρ, όπως η Αντζέλικα Χιούστον, η Τζόντι Φόστερ και η Μισέλ Φάιφερ.
«Οταν οι ανταγωνιστικές φίρμες είδαν την επακόλουθη δημοσιότητα, προέκυψε η συνέργεια μεταξύ μόδας και σινεμά, με τον Αρμάνι να καθιερώνεται και ως πρωτοπόρος επιχειρηματίας – και συνέχισε να είναι καθ’ όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης καριέρας του», συνοψίζουν οι δημοσιογράφοι των Financial Times.
Ο Αρμάνι είχε αναγνωρίσει αρκετές φορές ότι δεν θα είχε καταφέρει να γίνει, όχι μόνο ο σχεδιαστής, αλλά και ο άνθρωπος που υπήρξε, χωρίς την επίδραση του κινηματογράφου, τον οποίο έβλεπε ως μια «αστείρευτη πηγή ιδεών και έμπνευσης, ένα ορυχείο εικόνων πάνω στις οποίες μπορώ να ζωγραφίζω και να κτίζω τον κόσμο μου».
Οι ιστορικοί της μόδας τον θεωρούν (εδώ και καιρό) έναν από τους πιο επιδραστικούς δημιουργούς του τελευταίου μισού του 20ού αιώνα. Και στην Ιταλία, όπου έγινε ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της χώρας με περιουσία άνω των 12 δισ. ευρώ, αντιμετωπιζόταν ως εθνικός θησαυρός που υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια της μόδας και, γενικότερα, της βιομηχανίας ειδών πολυτελείας.
Γι’ αυτό είχε δηλώσει ο ίδιος το 2023 ότι αυτό που έκανε το έργο του αξιόλογο δεν ήταν οι σταρ και η προτίμησή τους στις δικές του δημιουργίες, αλλά η εκτίμηση που έτρεφε για το άτομό του το ευρύ κοινό.
