Οπως θα ανέμενε κανείς, ο ελληνικός κινηματογράφος μυθοπλασίας δεν έμεινε αδιάφορος απέναντι στην ιστορία και στο αφήγημα του Προσφυγικού, ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό τη γενικότερη επεξεργασία του φαινομένου. Ωστόσο, μετά από μια πρώτη, πρόχειρη αναζήτηση, διαπιστώνουμε ότι καμία άλλη ταινία δεν ξεπέρασε τις σχετικές αναφορές που έγιναν στο «Συνοικία το Ονειρο», στην «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» και στη φιλμογραφία του Αγγελόπουλου. Η Ελένη Ροδοπούλου, από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κατέγραψε τη διαχρονική προσέγγιση του ζητήματος στη διπλωματική της που έγινε βιβλίο: «Το προσφυγικό στον ελληνικό κινηματογράφο μυθοπλασίας» (εκδ. Μωβ, www.mov-ekdoseis.gr).
H παλαιότερη ταινία
Το 1929, ο Δημήτρης Γαζιάδης γυρίζει την ταινία «Η μπόρα», σε σενάριο του Παύλου Νιρβάνα (ο οποίος είχε ήδη υπογράψει τη μεγάλη επιτυχία «Αστέρω»). Οπως παρατηρεί η Ελένη Ροδοπούλου, «επρόκειτο για μια δραματοποιημένη εκδοχή των συνεπειών της Μικρασιατικής Καταστροφής, μέσα από ένα κοινότοπο οικογενειακό δράμα, με αποσπάσματα Επικαίρων που είχε γυρίσει [ο Γαζιάδης], γεγονός που ενίσχυε τη συγκινησιακή φόρτιση της ταινίας. Το θέμα της είναι ένας στρατιώτης που γυρίζει από τον πόλεμο, βρίσκει την αγαπημένη του με άλλον και εξαφανίζεται, με παράλληλες αναφορές στη Μικρασιατική Καταστροφή και στις συνέπειές της».
Για την Ιστορία, να αναφέρουμε ότι την ταινία παρακολούθησε ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος συνεχάρη τους δημιουργούς της και υποσχέθηκε παράλληλα να καταργηθεί ο φόρος δημοσίων θεαμάτων για τις ταινίες, προς όφελος της κινηματογραφικής παραγωγής. Ο Γαζιάδης το 1921 είχε γυρίσει και την παλαιότερη ελληνική ταινία μυθοπλασίας, το «Ελληνικόν θαύμα» (Dag Film), με χρηματοδότηση του υπουργείου Εξωτερικών και με αναφορές στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
«Συνοικία το όνειρο», η εξαίρεση
Τα ελληνικά μελό στις δεκαετίες του 1950 και 1960 αναφέρονταν σε θέματα προσφυγιάς και απευθύνονταν σε πρόσφυγες ή οικονομικούς μετανάστες. Αποτυπωνόταν το όνειρο της αντιπαροχής αλλά απουσίαζαν τα χαμόσπιτα. Εξαίρεση αποτέλεσε η ταινία «Συνοικία το Ονειρο» (1961) σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη, ο οποίος πρωταγωνιστούσε μαζί με τον Μάνο Κατράκη και την Αλίκη Γεωργούλη.
Η «Γαλήνη» του Ηλία Βενέζη
Τον Φεβρουάριο του 1955 ο κινηματογραφιστής Γκρέγκορι Μαρκόπουλος συναντά τον Ηλία Βενέζη και ξεκινάει να γράφει το σενάριο για την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος «Γαλήνη», με την πλήρη υποστήριξη του συγγραφέα. Πρόκειται για την περιπέτεια του γιατρού Δημήτρη Βελλή και της νεότερης γυναίκας του, Ειρήνης, οι οποίοι έρχονται από τη Μικρά Ασία και εγκαθίστανται στην Ανάβυσσο, όπως και πολλοί άλλοι πρόσφυγες. Η Ειρήνη, αντί να καλλιεργεί διατροφικά είδη –σιτηρά, αμπέλια ή κηπευτικά–, όπως συστήνει η κυβέρνηση, προτιμά να ασχολείται με την καλλιέργεια τριαντάφυλλων.
Τα γυρίσματα διήρκεσαν ως το 1958 και ενώ το πάνω χέρι ως διευθυντής παραγωγής είχε πάρει ο Ελληνοαμερικανός Τζέιμς Πάρις, αλλοιώνοντας το σχέδιο του Μαρκόπουλος, ο οποίος μέχρι το τέλος αναζητούσε χρηματοδότη. Η κόπια που σώζεται σήμερα είναι 68λεπτη και ο Μαρκόπουλος ποτέ δεν την αναγνώρισε ως δική του ταινία, καθώς την είχε επεξεργαστεί ο Τζέιμς Πάρις. Λεπτομέρεια: τον ρόλο του αγρότη Φώτη Γλάρου είχε ο Γιώργος Φούντας, ο οποίος επανήλθε στον ίδιο ρόλο στην τηλεοπτική μεταφορά της «Γαλήνης» (1976), σε σκηνοθεσία του Κώστα Λυχναρά.
Οι εσωτερικοί «πρόσφυγες»
Στη δεκαετία του 1980, ιδίως μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, η επιστροφή των εξορίστων του Εμφυλίου αποκτά νέα δυναμική. Τα «Παιδιά της Χελιδόνας» (1987) του Κώστα Βρεττάκου, με τους Μαίρη Χρονοπούλου, Αλέκο Αλεξανδράκη, Βασίλη Διαμαντόπουλο, ασχολούνται ακριβώς με τη θεματική της παλιννόστησης των εξορίστων του Εμφυλίου. Το «Καραβάν Σαράι» (1986) του Τάσου Ψαρρά αφορά και πάλι τους εσωτερικούς πρόσφυγες της εμφύλιας διαμάχης και το «Τραγούδι της επιστροφής» (1983) του Γιάννη Σμαραγδή, τους πρόσφυγες της δικτατορίας.
Ειδικά η τελευταία ταινία πραγματεύεται την επιστροφή στην Ελλάδα από τη Σουηδία ενός επικηρυγμένου νεαρού αγωνιστή κατά της δικτατορίας. Μετά την επιστροφή του, σειρά έχει η απογοήτευση: οι παλιοί σύντροφοι και τα αγαπημένα του πρόσωπα έχουν συμβιβαστεί, ενώ οι αλλαγές σε κοινωνικό επίπεδο είναι οδυνηρές για τον ίδιο. Ο ήρωας επιστρέφει στην Κρήτη μαζί με κάποιον πολιτικό πρόσφυγα από τις ανατολικές χώρες. Στο τέλος ο ίδιος μονολογεί: «35 χρόνια στην Τασκένδη… μητριά πατρίδα. Και η πατρίδα μητριά κι αυτή. Να μείνω δεν μπορώ, ούτε και να φύγω. Θα γερνάς χωρίς πατρίδα; Κατάρα».
Οι πρόσφυγες του Αγγελόπουλου
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι ένα κεφάλαιο ξεχωριστό, ιδίως αν μιλάμε για την «τριλογία της σιωπής»: «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984), «Ο μελισσοκόμος» (1986) και «Τοπίο στην ομίχλη» (1988). Η αφηγηματική του δεν περιορίζεται στην Ελλάδα. «Οι ταινίες του τοποθετούνται στα Βαλκάνια, ειδικά στα “ταραγμένα” βόρεια ελληνικά σύνορα. Οι βασικοί χαρακτήρες του εντοπίζονται σε όχθες λίμνης ή ποταμού, συνήθως της μεθορίου, και ετοιμάζονται για τον ταξίδι τους προς την πατρίδα ή την εξορία», σημειώνει η Ελένη Ροδοπούλου.
«Μποντ. Ρωσο-ποντ»
Ο κινηματογράφος των δεκαετιών 1990 και 2000 δεν θα γινόταν να μείνει αδιάφορος σε ένα μεγάλο κοινωνικό φαινόμενο. Πολλοί κινηματογραφιστές επιχείρησαν να καταγράψουν τις αλλαγές στον ελλαδικό χώρο, καθώς υποδεχόταν μετανάστες και πρόσφυγες: Ο Σωτήρης Γκορίτσας στο «Απ’ το χιόνι» (1993 – τρεις Βορειοηπειρώτες έρχονται στην Ελλάδα με όνειρα, για να αντιμετωπίσουν τελικά την εχθρότητα), οι Γιώργος Κόρρας και Χρήστος Βούπουρας στο «Μιρουπάφσιμ» (1997 – ένας αριστερός καθηγητής Ιστορίας επισκέπτεται τα Τίρανα μαζί με τρεις αλβανούς μετανάστες για να δει τη ζωή εκεί), ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης στο «Από την άκρη της πόλης» (1998), ο οποίος το 2004 θα γυρίσει τον «Ομηρο» και το 2011 το «Man at sea», Η Αγγελική Αντωνίου στο «Eduart» (2006), ο Θάνος Αναστόπουλος στη «Διόρθωση» (2007), ο Φίλιππος Τσίτος στην «Ακαδημία Πλάτωνος» (2009)…
Στην ταινία του Γιάνναρη, που έκανε μεγάλη εντύπωση όταν προβλήθηκε, μια ομάδα νεαρών ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ενωση, που ζουν στο Μενίδι, προσπαθούν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία, η οποία όμως δεν τους αποδέχεται. Από εκεί προέρχεται και μια σαρκαστική ατάκα που λέει ο ερασιτέχνης ηθοποιός Στάθης Παπαδόπουλος (Σάσα) όταν αυτοσυστήνεται: «Μποντ. Ρωσο-ποντ».
