Αν πάρουμε κατά γράμμα τις συγκλίνουσες προβλέψεις διαφορετικών μετεωρολόγων, το φετινό καλοκαίρι δεν θα θυμίζει τα «καυτά τσιμέντα» και τη δυσφορία μέσα στην κοχλάζουσα Αθήνα, τη Λάρισα και τα Χανιά, που ζήσαμε πέρσι (σύμφωνα με άλλους, πάλι, η αισθητή θερμοκρασία ήδη δείχνει τις προθέσεις της). Ακόμη κι έτσι, πάντως, μία είναι η λέξη που έρχεται στα χείλη όλων όταν ο υδράργυρος τραβάει την ανηφόρα: «καύσωνας».
Ανεξάρτητα μάλιστα από την πραγματική διακεκαυμένη ζώνη που πλησιάζει τους 40 βαθμούς ή τους ξεπερνάει, οποιαδήποτε αισθητή αύξηση φέρνει πίσω τον εφιάλτη. Οι παλαιότεροι μάλιστα έχουν να θυμούνται το καλοκαίρι του 1987. Oχι μόνο επειδή όντως η Ελλάδα έζησε συνθήκες καύσωνα, αλλά και επειδή οι συνέπειές του ήταν οφθαλμοφανείς και μετρήσιμες στον κοινωνικό και πολιτικό βίο.
Πριν απ’ όλα και πάντως πολύ πριν από τα προγράμματα «Εξοικονομώ κατ’ οίκον» μιλάμε για μια περίοδο κατά την οποία το παλιάς κατασκευής σκυρόδεμα των πολυκατοικιών διατηρούσε τη θερμοκρασία ακόμη και το βράδυ, ενώ τα περισσότερα δημόσια νοσοκομεία λειτουργούσαν χωρίς κλιματιστικά. Hταν μια συνθήκη την οποία –ειδικά για την Αθήνα– επιδείνωνε η διόγκωση του διαβόητου «νέφους».
Στις 22 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς καταγράφονται οι πρώτοι θάνατοι (από τους συνολικά 1.300, με 1.115 στην Αττική), οι οποίοι, ωστόσο, συνδέονται με υποκείμενα προβλήματα υγείας: «Ο καύσωνας συνέβαλε στον θάνατο 4 ατόμων, δύο στην Αθήνα και δύο στον Βόλο, που έπασχαν από καρδιοπάθεια, ενώ δεκάδες άλλα, μεγάλης κυρίως ηλικίας, μεταφέρθηκαν με καρδιοαναπνευστικά προβλήματα σε διάφορα νοσοκομεία» διαβάζουμε στα «ΝΕΑ» της εποχής.
Τις επόμενες ημέρες, με αποκορύφωμα την περίοδο από τις 23 έως τις 26 Ιουλίου, οι νεκροί αυξάνονταν εκθετικά και τα ψυγεία των νοσοκομείων δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα περιστατικά. Διαβάζουμε στην «Αυγή» της 24ης Ιουλίου: «Στις 9 η ώρα το βράδυ, χθες, στα νοσοκομεία που εφημέρευαν η κατάσταση ήταν εφιαλτική. Υπήρχαν παντού ράντζα για να τοποθετούνται οι άνθρωποι που κατέφθαναν με προβλήματα καρδιολογικά, πνευμονολογικά, ζαχαροδιαβήτη και εγκεφαλικά επεισόδια. Η ηλικία των πασχόντων με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυμαινόταν μεταξύ 60 και 80 ετών. Οπως μας πληροφορούσαν οι γιατροί των νοσοκομείων, οι εισαγωγές ήταν υπερτριπλάσιες των συνηθισμένων, χωρίς να υπολογίζονται συγκριτικά τα τελικά θύματα.
Στις 25 Ιουλίου η χώρα κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με τους νεκρούς να έχουν ήδη φτάσει τους 300. Αρχικά επιστρατεύτηκαν τα ψυγεία των στρατιωτικών νοσοκομείων, αλλά γρήγορα γέμισαν και αυτά με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθούν βαγόνια-ψυγεία τρένων του ΟΣΕ. Ο τότε υπουργός Υγείας, Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης, έκανε λόγο για μια «πρωτοφανή και ασυνήθιστη» κατάσταση, που έβαζε όλο το υγειονομικό σύστημα και όλον τον πληθυσμό σε δοκιμασία. Προσπαθούσε παράλληλα να καθησυχάσει τον κόσμο: «Είναι θλιβερό, αλλά δεν δημιουργεί κίνδυνο για τη δημόσια υγεία το πρόβλημα που έχει προκύψει με την ταφή των νεκρών, λόγω της αύξησης των θανάτων» δήλωνε.
Ο καύσωνας, με μέση θερμοκρασία τους 43 βαθμούς Κελσίου (32 το βράδυ), υποχώρησε από την όγδοη ημέρα με οδυνηρό απολογισμό θυμάτων, αλλά και μια δυσοίωνη αίσθηση για το μέλλον. Η Αθήνα είχε αποδειχθεί πόλη «ανοχύρωτη» απέναντι σε προκλήσεις που δεν μπορούσε κανείς καν να ονομάσει. Το φαινόμενο εκείνο με όλους τους χαρακτηρισμούς που επέφερε –«θερίζει η λάβρα», «καμίνι», «φονικός καύσωνας»– πέρασε ως ένα σημείο στη συλλογική μνήμη πριν ξεχαστεί, όπως επισημαίνεται στο Λεξικό «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80» (πρώτη έκδοση Το Πέρασμα, 2010, δεύτερη έκδοση Επίκεντρο, 2014), σε επιστημονική επιμέλεια των καθηγητών Βασίλη Βαμβακά και Παναγή Παναγιωτόπουλου.
«Οσο τα θύματα αυξάνονταν, τόσο κέρδιζε έδαφος η πολιτική διάσταση. Βασικό θέμα αντιπαράθεσης… ήταν ο βαθμός ετοιμότητας του κρατικού μηχανισμού. Η κυβέρνηση, μέσω του υπουργού Μαγκάκη, μετά την πέμπτη ημέρα της κρίσης και μόνον ανέλαβε τις ευθύνες της, με το ελαφρυντικό ότι οι συνθήκες ήταν πρωτοφανείς και ότι ως εκ τούτου η αντίδραση των επικεφαλής, τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιτυχής» γράφει στο σχετικό λήμμα ο Γιώργος Μαρκατάς από τον Τομέα Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης.
«Η ΝΔ, αντιθέτως, έσπευσε από τις πρώτες ημέρες να αναδείξει την ανετοιμότητα και τη ραθυμία με την οποία το “πασοκικό σύστημα θανάτου”, όπως το ονόμαζε ο δεξιός Τύπος, αντέδρασε στην κρίση. Ο δήμαρχος Αθηναίων Μιλτιάδης Εβερτ για τη ΝΔ και ο “Ελεύθερος Τύπος” για τον αντιπολιτευόμενο Τύπο ήταν οι κύριοι φορείς αυτής της επίθεσης. Η καταγγελία τους στόχευσε το ΕΣΥ, που αποτελούσε για την κυβέρνηση και συνολικά το ΠΑΣΟΚ έναν θεσμό που πρόβαλλε ως το μεγαλύτερο επίτευγμά του στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής».
Δύο ακόμη ζητήματα αναδείχθηκαν τότε και οι συνέπειές τους φτάνουν ως τις ημέρες μας. «Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στο γεγονός ότι στην πλειονότητά τους τα δημόσια νοσοκομεία στερούνταν συστήματος κλιματισμού. Από αυτή την άποψη ο καύσωνας του 1987 αποτέλεσε ορόσημο ως προς την επέκταση του κλιματισμού στους δημόσιους χώρους και κυρίως ως ιδιωτικό μέτρο προστασίας. Αλλο σημαντικό ζήτημα που ανέκυψε… ήταν η βιωσιμότητα του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας. Μέσω ποικίλων άρθρων τονίστηκαν η απαράδεκτη ρυμοτομία, η έλλειψη πράσινων χώρων, τα αυθαίρετα, τα θανατηφόρα ποσοστά ατμοσφαιρικής ρύπανσης, η πολύ πυκνή αστική της δόμηση. Η “Ελευθεροτυπία” σε σειρά άρθρων με γενικό τίτλο “ΓΚΡΕΜΙΣΤΕ” φιλοξένησε τις απόψεις ειδικών και πανεπιστημιακών οι οποίοι πρότειναν ριζοσπαστικές λύσεις προκειμένου να καταστεί η Αθήνα μια βιώσιμη πόλη».
