Οταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1940, το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά μετρούσε ήδη τέσσερα και κάτι χρόνια ζωής. Θα μπορούσε, μάλιστα, να πει κανείς πως πατούσε πλέον αρκετά γερά στα πόδια του, μην έχοντας να αντιμετωπίσει ιδιαίτερα προβλήματα αμφισβήτησής του. Ποιοι, άλλωστε, να το αμφισβητήσουν; Οι πολιτικοί της πριν από το 1936 περιόδου ήταν όλοι παροπλισμένοι, αδύναμοι, με την κάποτε εκλογική βάση τους να τους έχει μάλλον γυρίσει την πλάτη. Χωρίς οι πολίτες να έχουν γίνει «μεταξικοί» (δεν έλειπε πάντως και αυτό το είδος…), δεν έδειχναν ωστόσο καμιά διάθεση να εξεγερθούν ή να αντιπαρατεθούν δυναμικά στο καθεστώς.
Το κίνημα βενιζελογενών πολιτικών στα Χανιά, τον Ιούλιο του 1938, σχεδόν ερασιτεχνικά οργανωμένο, είχε δείξει και τα όρια όσων από το παλαιό πολιτικό προσωπικό θα μπορούσαν να διανοηθούν ή θα επιχειρούσαν να ανατρέψουν το μεταξικό καθεστώς. Καθεστώς που όχι μόνο είχε την αμέριστη υποστήριξη του θρόνου ‒κάτι όχι ασήμαντο σε μια χώρα όπου η βασιλεία, μετά και την ταραγμένη περίοδο 1915-35, διατηρούσε καθόλου ευκαταφρόνητο λαϊκό έρεισμα‒, αλλά και είχε πάρει κάποια φιλολαϊκά μέτρα (διαγραφή αγροτικών χρεών, ίδρυση ΙΚΑ, κ.ά.).
Το ξέρουμε δα και από την πολύ πιο κοντινή μας δικτατορία της 21ης Απριλίου: τέτοιου είδους καθεστώτα ξέρουν πώς να συμπεριφέρονται σε κάποια κοινωνικά στρώματα ώστε να εξασφαλίζουν την υποστήριξή τους ή έστω την ανοχή τους. Αυτά που ακούγονται σε διάφορους σχολικού επιπέδου πανηγυρικούς περί του ελληνικού λαού που «ομόθυμα και από την πρώτη στιγμή αντιστάθηκε» στη δικτατορία του Παπαδόπουλου είναι μύθοι. Μύθοι βολικοί, τόσο για το ενοχοποιημένο συλλογικό ασυνείδητο, όσο και για όσους «την έβγαζαν» μια χαρά εκείνα τα χρόνια, εξ ου και τα ασφυκτικά γεμάτα νυχτερινά κέντρα.
Εζησα πολύ έντονα εκείνη την περίοδο ως έφηβος, τη γνωρίζω καλά και μπορώ να υποθέσω βάσιμα ότι αν ο Παπαδόπουλος έκανε εκλογές το 1968 ή το 1969 (τίμιες, με παρατηρητές του ΟΗΕ, που λέει ο λόγος), θα τις κέρδιζε με τα τσαρούχια. Ενδεικτικά και μόνο, όταν το 1968 έγιναν προσπάθειες για μποϊκοτάζ των Πανευρωπαϊκών Αγώνων στίβου ώστε να «περάσουν» στη διεθνή κοινή γνώμη κάποια αντιδικτατορικά μηνύματα, το όλο εγχείρημα κατέληξε σε φιάσκο. Σε ώτα μη ακουόντων απευθυνόμασταν. Δεν βαριέσαι, όλοι βολεύονται με τους μύθους. Τι λόγο έχουν οι χειροκροτητές του Παπαδόπουλου, ή ακόμα και οι απόγονοί τους, να τα σκαλίζουν όλα αυτά; Ο πανδαμάτωρ χρόνος κλείνει(;) όλα τα τραύματα.
Ξέφυγα όμως με τους παραλληλισμούς της 21ης Απριλίου με την 4η Αυγούστου. Σπεύδω, λοιπόν, να επανέλθω στον Μεταξά. Απαραίτητες διευκρινίσεις, με βάση και ντοκουμέντα που έχουν πλέον γνωρίσει ευρύτατη δημοσιότητα: και την περίμενε ο Μεταξάς την ιταλική επίθεση, και ότι η χώρα θα ταχθεί με την πλευρά των Βρετανών θεωρούσε δεδομένο. Αλλωστε, είπαμε: οι σχέσεις του με τον ακραιφνώς αγγλόφιλο Γεώργιο Β’ ήταν άψογες, η μεταξύ τους συνεργασία στενότατη. Και κάτι ακόμα σχετικό με τα «πολεμικά», το οποίο ο «αριστεροφανής λυρισμός» το αποσιωπά: η χώρα δεν ήταν άοπλη.
Ασφαλώς οι νίκες στην Αλβανία ήταν πρωτίστως θέμα υψηλού φρονήματος. Επαιξε, ωστόσο, ρόλο και το ότι υπήρχαν τα απαραίτητα όπλα, καθώς και η οργανωτική επάρκεια για την επιστράτευση των εφέδρων (θυμηθείτε, κατ’ αντιδιαστολή, τον τραγέλαφο του 1974). Ούτε αιφνιδιάστηκε λοιπόν από την επίθεση ο Μεταξάς, ούτε ταλαντεύτηκε ως προς το ποια στάση θα τηρήσει, ούτε με γκράδες και καριοφίλια πολέμησαν οι ελληνικές δυνάμεις στην Αλβανία.
Και κάτι ακόμα, μιας και περί του 1940 ο λόγος. Αυτός ο μουδιασμένος, ο λίγο παραζαλισμένος, λίγο συμφιλιωμένος με το δικτατορικό καθεστώς λαός, έδειξε μια σχεδόν απρόβλεπτη όσο και απαράμιλλη προθυμία να πολεμήσει όταν αυτό απαίτησαν οι συνθήκες. Από τα τραγουδάκια που ακούγονται ακόμα και σήμερα μέχρι τις σελίδες ημερολογίου συγγραφέων της λεγόμενης Γενιάς του ’30 και άλλων ανθρώπων των γραμμάτων, όλα μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη, την οικονομική τους επιφάνεια ή τις πολιτικές τους απόψεις, όλοι οι πολίτες είχαν στοιχηθεί πίσω από την κυβέρνηση της χώρας, σχεδόν ξεχνώντας αν το καθεστώς ήταν φιλελεύθερο ή αυταρχικό, κοινοβουλευτικό ή αντικοινοβουλετικό. Αλλωστε είναι έτσι ή αλλιώς παρατηρημένο ότι σε συνθήκες πολέμου οι πολίτες συσπειρώνονται γύρω από την κυβέρνηση της χώρας τους, ανεξάρτητα από το πολιτικό χρώμα της.
Και ένα τελευταίο. Ωραία είναι τα «επικολυρικά» ότι στην Αλβανία οι φαντάροι μας «πολεμούσαν τον φασισμό», αλλά πολύ απέχουν από την πραγματικότητα. Οσοι συνέβαλαν, καθένας με τον τρόπο του, στο λεγόμενο Αλβανικό Επος πολέμησαν με αυτοθυσία και αυταπάρνηση επειδή ένιωσαν ότι, αναίτια και περίπου απροειδοποίητα, μια ξένη δύναμη είχε επιτεθεί στη χώρα τους. Με άλλα λόγια, πολέμησαν πάνω απ’ όλα «για το γαμώτο», επειδή κάποιος τους είχε πατήσει άσχημα τον κάλο, «για ένα φιλότιμο».
Στο πρόσωπο του ιταλού στρατιώτη που είχαν απέναντί τους δεν έβλεπαν έναν φασίστα (που μπορεί και να μην ήταν, άλλωστε), και ακόμα λιγότερο βέβαια έβλεπαν τον φασισμό ως κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Τον εισβολέα έβλεπαν, τον καταπατητή «της γης τους», αυτόν που είχε προσβάλει (με τη διπλή έννοια του όρου) τη χώρα τους. Αυτά λίγο-πολύ ήταν τα δεδομένα πριν από ακριβώς 85 χρόνια, και ειδικότερα τέτοιες μέρες ακριβώς, όταν «αι ημέτεραι δυνάμεις» ετοιμάζονταν να περάσουν στην αντεπίθεση.
Και ο Ζαχαριάδης πού μπαίνει σε όλα αυτά; Ηδη από το 1931, λοιπόν, σε ηλικία μόλις 28 ετών, με εντολή και παρέμβαση του «καθοδηγητικού κέντρου», ο Ζαχαριάδης ήταν γραμματέας του ΚΚΕ, το οποίο τον Αύγουστο του 1936 είχε τεθεί εκτός νόμου, όπως άλλωστε και τα άλλα κόμματα, τα ας τα πούμε «αστικά». Μάλιστα, τα χτυπήματα που η Ασφάλεια και οι άλλες υπηρεσίες του μεταξικού καθεστώτος είχαν καταφέρει κατά του ΚΚΕ ήταν συντριπτικά. Τα κορυφαία στελέχη του βρίσκονταν στις φυλακές, κυρίως στην Ακροναυπλία και στην Κέρκυρα, ενώ ακόμα και οι κάπως πιο φιλικοί προς αυτό πολιτικοί, βενιζελικοί και άλλοι, ήταν εκτοπισμένοι ή υπό παρακολούθηση. Μέχρι και «δικό τους» ψευδεπίγραφο καθοδηγητικό κέντρο (Προσωρινή Διοίκηση) είχαν καταφέρει να στήσουν ο Μανιαδάκης και οι μηχανισμοί του, το οποίο μάλιστα εξέδιδε και ψευδεπίγραφο «Ριζοσπάστη».
Μαζί με τα άλλα στελέχη, λοιπόν, στη φυλακή βρισκόταν από το 1936 και ο Ζαχαριάδης. Από εκεί όπου τον είχαν (όχι πάντως από την Κέρκυρα, όπως γράφουν κάποιοι, αφού ήδη από τον Ιανουάριο του 1940 τον είχαν μεταφέρει στην Αθήνα), ο Ζαχαριάδης, οπωσδήποτε πιο οξυδερκής, πιο «πολιτικό ζώο», απ’ ό,τι τα άλλα μέλη της ηγεσίας του ΚΚΕ, «έπιασε» αμέσως το κλίμα των ημερών, την απόφαση των πολιτών να αντισταθούν στην ιταλική εισβολή και στις μωροφιλοδοξίες του Μουσολίνι. Είπαμε: Μεταξάς – ξεμεταξάς, ένιωθαν ότι τους είχαν πατήσει άσχημα τον κάλο. Πήρε έτσι την πρωτοβουλία ο Ζαχαριάδης ‒εν πολλοίς αυτενεργώντας, μιας και στην Ελλάδα τα κανάλια μέσω Μόσχας και Κομιντέρν δεν λειτουργούσαν λόγω ειδικών συνθηκών‒ και ήδη από τις 31 Οκτωβρίου έστειλε επιστολή όπου έγραφε πως «πρέπει όλοι να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη», χαρακτηρίζοντας μάλιστα τον πόλεμο «εθνικοαπελευθερωτικό».
Υπενθυμίζω ότι τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1940 ίσχυε απολύτως το Σύμφωνο Μη Επίθεσης μεταξύ Τρίτου Ράιχ και Σοβιετικής Ενωσης (έγραψα γι’ αυτό εκτενώς στο Protagon, πριν από περίπου δύο εβδομάδες). Εν ολίγοις, ο Χίτλερ ήταν σύμμαχος του Στάλιν, με τον οποίο είχαν μοιράσει πριν από έναν χρόνο την Πολωνία και στον οποίο είχε επιτρέψει να καταπιεί ανενόχλητος τις τρεις χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία) τον Ιούνιο του 1940. Προφανώς και «αυτομάτως» όλα τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν προσαρμοστεί πλήρως σε αυτή τη γραμμή πλεύσης, σύμφωνα με την οποία ο πόλεμος ήταν «ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση που δεν αφορά το προλεταριάτο και τους κομμουνιστές», «καμουφλαρισμένη[sic] σαν μάχη για τη δημοκρατία»!
Πολύ σύντομα, λοιπόν, καθώς η πρώτη επιστολή του Ζαχαριάδη ήταν σαφώς «εκτός γραμμής» της Κομιντέρν, ακολούθησαν δύο ακόμα, στις 26 Νοεμβρίου 1940 και στις 15 Ιανουαρίου 1941 αντίστοιχα, με τις οποίες ο γραμματέας του ΚΚΕ «τα έπαιρνε όλα πίσω». Σπεύδοντας να συμμορφωθεί με τα κελεύσματα του «καθοδηγητικού κέντρου» και με τις ανάγκες της συμμαχίας του Στάλιν με τον Χίτλερ, πρότεινε μάλιστα, ήδη στη δεύτερη επιστολή (όταν, δηλαδή, ο ελληνικός στρατός προήλαυνε στην Αλβανία) να υπογραφεί ειρήνη μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας με σοβιετική(!) μεσολάβηση. Παράλληλα καταδίκαζε τον «αγγλικό ιμπεριαλισμό» και υπογράμμιζε ότι ο πόλεμος είχε μετατραπεί σε «ιμπεριαλιστικό» και «κατακτητικό» εις βάρος της Αλβανίας.
Οσο για τη συνέχεια του «αφηγήματος», και ειδικότερα για την περίοδο που ακολούθησε τις «διορθωτικές» επιστολές του Ζαχαριάδη μετά την «επίπληξη» που δέχτηκε από τη Μόσχα, επιφυλάσσομαι να επανέλθω.
