Ο τίτλος δεν είναι ακριβής και είναι και «κλεμμένος». Κλεμμένος και παραφρασμένος από το αριστουργηματικό μιούζικαλ του 1951, σε μουσική του Τζορτζ Γκέρσουιν, «Ενας Αμερικανός στο Παρίσι». Και ανακριβής, γιατί η Αθήνα είναι εδώ και κάμποσα χρόνια προορισμός πολλών εξόχως σημαντικών Αμερικανών και όχι μποέμ τύπων όπως ο Τζέρι. Η τελευταία περίπτωση είναι η σύνοδος P-TEC που έλαβε χώρα στην ελληνική πρωτεύουσα και κυρίως αυτά που ανακοινώθηκαν και υπογράφηκαν.
Μεταξύ άλλων, η συμφωνία για τη συμμετοχή της ExxonMobil στην κοινοπραξία των Helleniq Energy και Energean για το Οικόπεδο 2 στο Ιόνιο, με την πρώτη ερευνητική γεώτρηση μετά από 40 χρόνια να σχεδιάζεται πολύ σύντομα, είναι ίσως η πιο «ερεθιστική», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιπες (μακροχρόνιο συμβόλαιο προμήθειας αμερικανικού LNG και συμφωνία για τον Κάθετο Διάδρομο που συνδέει Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Μολδαβία και Ουκρανία και τέλος η Διακήρυξη Οικονομικής Ασφάλειας Ελλάδας – ΗΠΑ) δεν είναι το ίδιο σημαντικές. Ολες μαζί αποτελούν οργανικά κομμάτια ενός στρατηγικού σχεδιασμού που, αν υλοποιηθεί σύμφωνα με τις προσδοκίες, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη θέση της χώρας στον περιφερειακό και παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη.
Μια πρώτη παρατήρηση έχει να κάνει με το γεγονός ότι η χώρα μπορεί να σχεδιάζει και να προωθεί τις κρίσιμες επιλογές της σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά προκλητικό, γεμάτο δομικούς περιορισμούς, κινδύνους και ανταγωνιστές των οποίων τα συμφέροντα και οι φιλοδοξίες «ενοχλούνται» από τις εξελίξεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου αναθεωρητισμοί συγκρούονται –συχνά βίαια– και η σκληρή ισχύς επανέρχεται ως αποφασιστικός διαμορφωτής των εξελίξεων, η ελληνική διπλωματία φαίνεται να καταφέρνει να βελτιώνει σταθερά και με συνέπεια τη θέση της. Οι αδυναμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και του κράτους είναι διαχρονικές και ευθύνονται για μεγάλες αποτυχίες, ενίοτε και καταστροφές. Υπάρχουν, όμως, και εκείνες οι περιπτώσεις που τα πράγματα ακολουθούν μια θετική τροχιά.
Ας αφήσουμε προς το παρόν έξω από την εξίσωση την αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα της γεώτρησης σε δύο χρόνια από τώρα. Αν είναι επιτυχές και υπάρχει κοίτασμα εκμεταλλεύσιμο, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αντίληψη για τα απτά οφέλη που θα προκύψουν. Αυτό που αξίζει να εκτιμήσει κανείς είναι τη σημασία της δέσμευσης του αμερικανικού ενεργειακού κολοσσού (κολοσσών καλύτερα, για να μην ξεχνάμε την Chevron) και τις προσδοκίες που αυτή η δέσμευση δημιουργεί. Το προφανές είναι η επένδυση όχι μόνο κεφαλαίων αλλά πολιτικής και γεωπολιτικής εμπιστοσύνης, δηλαδή επένδυσης σε μια χώρα που θεωρείται σταθερή και στρατηγικά ελκυστική.
Επειδή ακούγονται και, μάλλον εύλογες, υπερβολές, οι συμφωνίες αυτές βελτιώνουν δραματικά την ασφάλεια της χώρας αλλά δεν υποκαθιστούν σε καμία περίπτωση τις εθνικές προσπάθειες ενίσχυσης των ίδιων συντελεστών ισχύος και αποτροπής. Και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ. Η σταθερή οικονομία και οι σύγχρονες ένοπλες δυνάμεις είναι η θεμελιώδεις προϋποθέσεις ασφάλειας.
Ενα δεύτερο σχόλιο έχει να κάνει με την ανησυχία αύξησης της εξάρτησης της χώρας από τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σε μια εποχή που οι ίδιες οι ΗΠΑ υπονομεύουν την διεθνή αρχιτεκτονική που οι ίδιες δημιούργησαν και υπερασπίστηκαν επί δεκαετίες. Πάνω από όλα, είναι η αμφισβήτηση των θεσμών στους οποίους στηρίχθηκε αυτή η αρχιτεκτονική, δηλαδή ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και βεβαίως η συνολική διατλαντική λογική της αμερικανικής μεταπολεμικής πρωτοκαθεδρίας. Οσο απαξιώνονται αυτοί οι θεσμοί, τόσο η συναλλακτική προσέγγιση της Ουάσινγκτον θα συρρικνώνει τα περιθώρια κινήσεων των εταίρων της και θα μειώνει την σχετική αυτονομία τους. Αυτό είναι μια πραγματικότητα που η Αθήνα καλείται να διαχειριστεί ορθολογικά, δηλαδή κάνοντας συνεχώς μια σοβαρή ανάλυση κόστους-οφέλους με καλή πληροφόρηση και ανάλυση.
Εδώ δεν πρόκειται για εξάρτηση λατινοαμερικανικού τύπου στη βάση λενινιστικών και νεομαρξιστικών, νεοαποικιοκρατικών ερμηνειών. Αυτές οι προσεγγίσεις είναι κατά την ταπεινή μου άποψη εντελώς άστοχες και εκτός ιστορικού πλαισίου. Δεν είναι εδώ ο χώρος για μια τέτοια συζήτηση. Η εξάρτηση είναι το κόστος που κάθε χώρα στη θέση της Ελλάδας καταβάλλει σε έναν κόσμο υπερδυνάμεων που προσδιορίζουν τα συμφέροντά τους ως παγκόσμια. Η πρόκληση είναι αυτή η εξάρτηση να εξαργυρώνεται με οφέλη τέτοιας σημασίας που να την καθιστούν μια απολύτως ορθολογική επιλογή.
Για την Ελλάδα, τα πράγματα είναι καλύτερα από ό,τι κάποιοι θέλουν να πιστεύουν. Η χώρα έχει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα και αυτό δεν είναι άλλο από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Οσο και αν η τελευταία βιώνει μια οριακή εσωτερική και εξωτερική πρόκληση, παραμένει ένας παίκτης που δεν μπορεί να περιθωριοποιηθεί παρά μόνο από δικές της κακές επιλογές.
Για την Αθήνα δεν υπάρχει δίλημμα μεταξύ των δύο, ΗΠΑ και ΕΕ. Υπάρχει μόνο η, μεγάλη είναι αλήθεια, πρόκληση της υπεράσπισης της ευρωπαϊκής της ταυτότητας και της συναρμογής της με την πανίσχυρη αμερικανική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Δεν είναι καθόλου εύκολο και απαιτεί ικανότητα πρόβλεψης, στοχευμένες δράσεις επιρροής στα κέντρα αποφάσεων και ευελιξίας απέναντι σε εξελίξεις που αντικειμενικά δεν (θα) μπορούμε να ελέγξουμε. Ο μέχρι στιγμής απολογισμός είναι θετικός.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
