Ο Φρεντ Αστέρ υπήρξε μια από τις πιο λαμπρές και αντιφατικές μορφές του κλασικού Χόλιγουντ: ήταν ένας απόλυτα τελειομανής χορευτής με ονειρική κινηματογραφική εικόνα, αλλά και ένας άνθρωπος με βαθιά προσωπικά διλήμματα και εμμονές· έζησε μια ζωή γεμάτη θρίαμβο, απώλειες και αξεπέραστη καλλιτεχνική κληρονομιά.
Ο θρυλικός πρωταγωνιστής χολιγουντιανών μιούζικαλ όπως το «Top Hat» και το «The Band Wagon», φαινόταν να κατοικεί σε έναν κόσμο ονείρου, απόλυτης κομψότητας και αβίαστης χάρης. Πίσω, όμως, από τα αψεγάδιαστα χαμόγελα και τις ανάλαφρες φιγούρες χορού κρυβόταν μια περίπλοκη προσωπικότητα, γράφει η Telegraph: ένας άνθρωπος με ιδιορρυθμίες, εμμονές και ένα βαθύ τραύμα από την απότομη λήξη της καλλιτεχνικής συνεργασίας με την αδελφή του, Αντέλ, με την οποία είχε πρωτογνωρίσει τη δόξα.
Ο Τομ Χόλαντ, ο 29χρονος σταρ του «Spider-Man», δεν έβλεπε την ώρα να τον ενσαρκώσει στην κινηματογραφική οθόνη, σε μία παραγωγή της Sony. Ο Χόλαντ έχει αποδείξει τις χορευτικές του δυνατότητες, τόσο στη θεατρική επιτυχία «Billy Elliot», όσο και στην περίφημη εμφάνισή του στο τηλεοπτικό «Lip Sync Battle», όπου συνδύασε Τζιν Κέλι και Ριάνα και συγκέντρωσε εκατοντάδες εκατομμύρια προβολές. Επιπλέον, σημειώνει η Telegraph, ο Χόλαντ γνωρίζει ότι η ερμηνεία ιστορικών προσώπων συχνά οδηγεί σε οσκαρικές διακρίσεις.
Ωστόσο, η χήρα του Αστέρ, η 81 ετών Ρόμπιν, δεν συμμερίζεται τον ενθουσιασμό του νεαρού ηθοποιού. Σύμφωνα με την Τelegraph, έστειλε μια επιστολή στην εταιρεία παραγωγής Sony, με την οποία υπενθύμισε ότι ο σύζυγός της είχε δηλώσει ρητά στη διαθήκη του ότι δεν επιθυμούσε να μεταφερθεί η ζωή του στη μεγάλη οθόνη. Ο Αστέρ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 1987, είχε τονίσει κατ’ επανάληψη: «Οσα κι αν μου προσφέρουν, δεν θα πουλήσω ποτέ την ιστορία μου».
Η επιμονή της Ρόμπιν να σεβαστεί την επιθυμία του αποτελεί πλήγμα για τον Χόλαντ αλλά και για το κοινό, αφού το φιλμ επρόκειτο να επικεντρωθεί σε μια λιγότερο γνωστή, αλλά ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα, περίοδο της ζωής του: τα πρώτα του βήματα του Αστέρ στο βαριετέ, μαζί με την Αντέλ.
Αν και ο Αστέρ έχει συνδεθεί με την Τζίντζερ Ρότζερς, στην πραγματικότητα η Αντέλ ήταν εκείνη που έβαλε τον αδελφό της στο χώρο του θεάματος, τονίζει η Telegraph. Τα δύο αδέλφια, παιδιά ενός αυστριακού μετανάστη που εργαζόταν σε ζυθοποιία στην Ομάχα της Νεμπράσκα, γεννήθηκαν με τρία χρόνια διαφορά. Η Αντέλ διέθετε έμφυτο ταλέντο: τραγουδούσε και χόρευε με φυσικότητα και η μητέρα τους την έγραψε από νωρίς σε σχολή χορού. Αντιθέτως, ο μικρός Φρεντ αρνήθηκε πεισματικά να χορέψει, μέχρι που άρχισε να μιμείται τα βήματα της αδελφής του στο σπίτι.
Εκείνη την εποχή, τα αδελφικά ντουέτα κυριαρχούσαν στον χώρο του βαριετέ. Η μητέρα τους, βλέποντας την ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή, μετακόμισε το 1905 με τα παιδιά της στη Νέα Υόρκη και άλλαξε το επίθετο από Αούστερλιτζ στο πιο εύηχο Αστέρ. Ηταν μια έξυπνη και συμβολική επιλογή, σημειώνει η Telegraph, αφού θύμιζε «λαμπρότητα» και «αστέρι», αλλά και «σκάλα προς την κορυφή».
Το πρώτο επαγγελματικό νούμερο των δύο παιδιών τούς παρουσίαζε ντυμένους γαμπρό και νύφη, να χορεύουν πάνω σε δύο τεράστιες γαμήλιες τούρτες, ανάβοντας ηλεκτρικά φώτα στο πέρασμά τους, ένα θέαμα που διαφημιζόταν ως «μια ηλεκτρική μουσική καινοτομία με χορό, από νεαρούς καλλιτέχνες». Επειδή ο Φρεντ ήταν πιο κοντός από την Αντέλ, φορούσε ψηλό καπέλο, το αξεσουάρ που αργότερα έγινε σήμα κατατεθέν του.
Το κοινό τούς λάτρεψε αμέσως. Οι κριτικοί τους αποκάλεσαν «το κορυφαίο παιδικό νούμερο του βαριετέ». Η χημεία τους, όμως, βασιζόταν στη διαφορετικότητά τους: η Αντέλ ήταν εξωστρεφής, χαριτωμένη και αστείρευτα αστεία, ενώ ο Φρεντ, μελετηρός και αγχώδης, άρχιζε ήδη να δείχνει τάσεις τελειομανίας.
Το 1917 έκαναν το ντεμπούτο τους στο Μπρόντγουεϊ με το πατριωτικό μιούζικαλ «Over the Top». Στην παράσταση «The Love Letter», του 1921, καθιέρωσαν την περίφημη «runaround» έξοδο: τρέχοντας σε ολοένα μεγαλύτερους κύκλους, παραμένοντας όμως πλάι πλάι σαν να βολτάριζαν πάνω σε ποδήλατα. Ο Νόελ Κάουαρντ εντυπωσιάστηκε τόσο, ώστε τους προέτρεψε να έρθουν στο Λονδίνο. Ετσι, το 1923 παρουσίασαν το «Stop Flirting» στο West End, τη θεατρική καρδιά του Λονδίνου, με τον Πρίγκιπα της Ουαλίας να παρακολουθεί την παράσταση δέκα φορές.
Ωστόσο, γράφει η Telegraph, το Λονδίνο έγινε και ο τόπος του αναπόφευκτου αποχωρισμού τους. Το 1928, στην τελευταία παράσταση του Funny Face των αδελφών Γκέρσουιν, η Αντέλ γνώρισε τον λόρδο Τσαρλς Κάβεντις, γιο του δούκα του Ντέβονσαϊρ. Παντρεύτηκαν το 1932 και η Αντέλ αποσύρθηκε από τη σκηνή.
Ο Φρεντ δυσκολεύτηκε αρχικά να συνεργαστεί με νέες παρτενέρ. Η Κλερ Λους τον επέπληξε λέγοντας «δεν είμαι η αδελφή σου» και ζητώντας του περισσότερο πάθος. Ισως, όμως, αυτή η απώλεια να ήταν μια κρυφή ευλογία: έτσι άνοιξε για αυτόν ο δρόμος για το Χόλιγουντ, έστω κι αν στο πρώτο δοκιμαστικό του η εκτίμηση των ανθρώπων του κάστινγκ ήταν «δεν μπορεί να παίξει. Είναι ελαφρά φαλακρός. Χορεύει, πάντως».
Η συνεργασία του Αστέρ με την Τζίντζερ Ρότζερς ξεκίνησε το 1933 με το «Flying Down to Rio», αν και ο Αστέρ αρχικά δεν ήθελε μια νέα «μόνιμη» παρτενέρ. Ευτυχώς, άλλαξε γνώμη. Οι ταινίες που ακολούθησαν, «Top Hat», «Swing Time», «Shall We Dance», πρόσφεραν στο κοινό, που ήταν καταρρακωμένο από τη Μεγάλη Υφεση, στιγμές απόδρασης.
Το μυστικό της μαγείας τους ήταν η αβίαστη φυσικότητα, εξηγεί η Telegraph: ο χορός τους έμοιαζε με απόλυτα φυσική κίνηση, πλήρως ενσωματωμένη στη δράση, χωρίς το «σταμάτημα» της πλοκής που χαρακτήριζε άλλους χορογράφους και χορευτές. Ο Αστέρ επέμενε σε μακρινές λήψεις που έδειχναν ολόκληρο το σώμα των χορευτών: «Ή θα χορεύει η κάμερα ή εγώ», έλεγε.
Η Ρότζερς πρόσθεσε λάμψη και θηλυκότητα στην αυστηρή κομψότητά του. Οπως παρατήρησε εύστοχα η Κάθριν Χέπμπορν: «Αυτός τής δίνει κύρος και εκείνη τού χαρίζει σεξαπίλ». Στο απόγειο της καριέρας του, ο Αστέρ είχε ασφαλίσει τα πόδια του για ένα εκατομμύριο δολάρια.
Τελειομανής μέχρι υπερβολής, δούλευε ασταμάτητα δέκα ώρες την ημέρα. Στα γυρίσματα του «Swing Time», μετά από 48 επαναλήψεις, η Ρότζερς ανακάλυψε ότι τα παπούτσια της ήταν γεμάτα αίμα. Ο ίδιος δήλωνε: «Δεν έχω πετύχει ποτέ κάτι 100% σωστά».
Παρά την τεράστια φήμη του, όπως γράφει η Telegraph ο Αστέρ ήταν εξαιρετικά ταπεινός και εσωστρεφής. Απέφευγε συνεντεύξεις και κοινωνικές εκδηλώσεις, λέγοντας: «Δεν είμαι ενδιαφέρων, είμαι απλώς χορευτής». Οι τηλεοπτικές εμφανίσεις του τον έκαναν ακόμη πιο αγαπητό, αλλά εκείνος προτιμούσε ήσυχες στιγμές στο πιάνο του.
Οι ιδιορρυθμίες του όμως γοήτευαν όσους τον γνώριζαν. Ξυπνούσε στις 5 το πρωί, έτρωγε μόνο ένα βραστό αυγό για να διατηρεί το βάρος του στα 60 κιλά, αλλά κάποια στιγμή υιοθέτησε ένα απροσδόκητο χόμπι: το σκέιτμπορντ. Το 1976, στα 78 του, έσπασε τον καρπό του επιχειρώντας να κάνει κατακόρυφo πάνω στη σανίδα για να εντυπωσιάσει την οικογένειά του.
Παντρεύτηκε δύο φορές: πρώτα τη Φίλις Πότερ, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, και μετά, το 1980, τη Ρόμπιν Σμιθ, κατά 45 χρόνια νεότερή του. Σήμερα εκείνη είναι ο βασικός θεματοφύλακας της παρακαταθήκης του, μπλοκάροντας, σύμφωνα με τη δική του επιθυμία, οποιαδήποτε κινηματογραφική βιογραφία. Ομως ακόμη και αν δεν δούμε ποτέ τη ζωή του στη μεγάλη οθόνη, οι ίδιες οι ταινίες του, η καλύτερη απόδειξη του απαράμιλλου ταλέντου του, θα συνεχίσουν να λάμπουν για πάντα.
