Οι εξελίξεις της περασμένης εβδομάδας για το Ουκρανικό και την ασφάλεια της Ευρώπης, ήταν καταιγιστικές και επιβεβαίωσαν τους φόβους ευρωπαίων πολιτικών και αναλυτών.
Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Observer, «η εκπληκτική περιφρόνηση για τις εντεινόμενες ανησυχίες της Ευρώπης για την ασφάλεια που επιδεικνύουν ο Ντόναλντ Τραμπ και οι “μπράβοι” του, έφεραν ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της πανευρωπαϊκής πυρηνικής ασπίδας, το οποίο πάντα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις».
Το ερώτημα, που έρχεται ξανά στο προσκήνιο, είναι αν η Βρετανία και η Γαλλία πρέπει να ενώσουν τις πυρηνικές τους δυνατότητες και να δημιουργήσουν μια πανευρωπαϊκή αμυντική πυρηνική ασπίδα για την αποτροπή της Ρωσίας, αν οι ΗΠΑ μειώσουν ή αποσύρουν την υποστήριξή τους.
Ο Τραμπ δεν έχει μέχρι στιγμής απειλήσει ρητά να μειώσει τις αμερικανικές πυρηνικές δυνάμεις που εδρεύουν στην Ευρώπη. Αλλά, την περασμένη εβδομάδα δήλωσε ότι θέλει να μειώσει στο μισό τις αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ, ιδίως για τα πυρηνικά όπλα.
Ο Τραμπ μιλά συχνά υποτιμητικά για το ΝΑΤΟ, τον ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Πέρυσι ενθάρρυνε τη Ρωσία «να κάνει ό,τι διάολο θέλει» στα κράτη μέλη που, κατά την άποψή του, δαπανούν πολύ λίγα για την άμυνα.
Ο Πιτ Χέγκσεθ, ο υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, προειδοποίησε τους υπουργούς Αμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες ότι η υπεράσπιση της Ευρώπης δεν αποτελεί πλέον στρατηγική προτεραιότητα και έθεσε την προοπτική αποχώρησης αμερικανικών στρατευμάτων.
Σε μια εξίσου προσβλητική με του Τζέι Ντι Βανς, ομιλία, στη Διάσκεψη του Μονάχου για την ασφάλεια, υποβάθμισε την απειλή που συνιστά η Ρωσία. Οι Ευρωπαίοι δεν θα πιάσουν «κορόιδα» τους Αμερικανούς, είπε.
Αυτές οι πρωτοφανείς επιθέσεις στις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης έχουν προκαλέσει πραγματικούς φόβους για μια επιζήμια, ενδεχομένως μόνιμη ρήξη με την Ουάσινγκτον.
Σε αυτό το ασταθές πλαίσιο, ο Εμανουέλ Μακρόν, συγκάλεσε έκτακτη σύνοδο κορυφής στο Παρίσι με ευρωπαίους ηγέτες, για τη Δευτέρα.
Η συνάντηση αναμένεται να επικεντρωθεί στην Ουκρανία, τη μελλοντική της άμυνα και τον αναμενόμενο αποκλεισμό της Ευρώπης από τις «ειρηνευτικές συνομιλίες» των ΗΠΑ με τη Ρωσία που θα διεξαχθούν αργότερα αυτή την εβδομάδα, στη Σαουδική Αραβία.
Ωστόσο, ένα ακόμη μεγαλύτερο ζήτημα επισκιάζει τη σύνοδο κορυφής: πώς να οργανωθεί καλύτερα η συλλογική άμυνα της Ευρώπης στο πλαίσιο της μειωμένης, αναξιόπιστης ή ανύπαρκτης υποστήριξης των ΗΠΑ και των απροκάλυπτων πυρηνικών απειλών από μια ενθαρρυμένη Ρωσία.
Ο Μπόρις Πιστόριους, υπουργός Αμυνας της Γερμανίας, προέβλεψε ότι ο Πούτιν θα μπορούσε να επιτεθεί σε τουλάχιστον μία χώρα του ΝΑΤΟ μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Η Πολωνία και οι βαλτικές δημοκρατίες που συνορεύουν με τη Ρωσία, εκφράζουν παρόμοιους φόβους.
Ο επικεφαλής του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, προέτρεψε και τα 32 κράτη-μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες. Πολλοί, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, φαίνεται ότι είναι έτοιμοι να το πράξουν.
Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, πρόεδρος της Ουκρανίας, απογοητευμένος από αυτό που για πολλούς στο Κίεβο μοιάζει με προδοσία των ΗΠΑ, δήλωσε στη Διάσκεψη του Μονάχου ότι είναι καιρός να δημιουργηθεί ένας «στρατός της Ευρώπης».
Η πρόταση της Γαλλίας
Αυτό αντικατοπτρίζει ιδέες που προωθεί εδώ και καιρό ο Μακρόν, ένας παθιασμένος υπέρμαχος μιας πιο ολοκληρωμένης, διευρυμένης, αυτοδύναμης ευρωπαϊκής άμυνας και μειωμένης εξάρτησης από τις ΗΠΑ.
Ο γάλλος πρόεδρος ηγείται της συζήτησης για μια πανευρωπαϊκή πυρηνική ασπίδα, σημειώνει ο Σάιμον Τίσνταλ, σχολιαστής επί διεθνών θεμάτων στον Observer. Από το 2020 ακόμα, ο Μακρόν είχε προτείνει έναν «στρατηγικό διάλογο με τους ευρωπαίους εταίρους μας για τον ρόλο που διαδραματίζει η πυρηνική αποτροπή της Γαλλίας στη συλλογική μας ασφάλεια». Ο Μακρόν επανέλαβε την πρόταση το 2022 και ξανά το ‘24.
Η Γαλλία δεν προτείνει να θέσει την ανεξάρτητη αποτρεπτική της δύναμη, η οποία περιλαμβάνει περίπου 290 πυρηνικές κεφαλές και λειτουργεί χωριστά από το ΝΑΤΟ, υπό τον έλεγχο άλλων χωρών ή της ΕΕ.
Αυτό που λέει ο Μακρόν, όπως ο Φρανσουά Ολάντ και άλλοι γάλλοι ηγέτες πριν από αυτόν, είναι ότι υπάρχει μια «ευρωπαϊκή διάσταση» στον σχεδιασμό της πυρηνικής άμυνας της Γαλλίας. Εάν, για παράδειγμα, το Βερολίνο απειληθεί με πυρηνική καταστροφή, αυτό θα θεωρηθεί ως απειλή και για το Παρίσι.
«Οι γάλλοι ηγέτες έχουν τρεις κύριες ανησυχίες», αναφέρεται σε ανάλυση που δημοσίευσε το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS).
«Πρώτον, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος ο Τραμπ να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ ή τουλάχιστον να μειώσει σημαντικά τις συμβατικές δυνάμεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Δεύτερον, μπορεί επίσης να μειώσει τον αριθμό των αμερικανικών πυρηνικών όπλων που είναι σήμερα αναπτυγμένα στην Ευρώπη, αν και δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να υποστηρίζουν προς το παρόν αυτή την προοπτική.
Τρίτον, και το πιο σημαντικό, ένας πρόεδρος των ΗΠΑ που απεχθάνεται ή απορρίπτει πολλές ευρωπαϊκές χώρες, είναι απίθανο να διακινδυνεύσει αμερικανικές ζωές για την Ευρώπη».
Αυτό το τελευταίο επιχείρημα κυκλοφορεί στη Γαλλία από τις ημέρες του στρατηγού Σαρλ ντε Γκωλ, ο οποίος δημιούργησε την αποτρεπτική πυρηνική δύναμη: ότι, δηλαδή, αν έφτανε η ώρα, οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιούσαν πυρηνικά όπλα για να σώσουν τη Βοστώνη, αλλά όχι το Παρίσι, την Μπρατισλάβα ή το Λονδίνο.
Η πρόταση του Μακρόν εγείρει πολλά και πολύπλοκα ερωτήματα. Μεταξύ αυτών, ποιος θα μπορούσε να διατάξει την χρήση «εξευρωπαϊσμένων» πυρηνικών όπλων; Ποιος θα πλήρωνε για μια τέτοια δύναμη, ειδικά αν αναγκαστικά εκσυγχρονιζόταν και διευρυνόταν; Θα μπορούσε μια τέτοια κίνηση να κάνει τα πράγματα χειρότερα, επιταχύνοντας την αποχώρηση των ΗΠΑ;
Στη Γερμανία, ένας απαραίτητος εταίρος σε κάθε τέτοιο σχέδιο, οι απόψεις διίστανται, ανέφερε ο Observer.
Ο Ολαφ Σολτς και τα αντιπυρηνικά κόμματα, όπως οι Πράσινοι, αντιτίθενται έντονα στην ιδέα, όπως και τα γαλλικά αριστερά και ακροδεξιά κόμματα. Αλλά ο Φρίντριχ Μερτς, ο πιθανός διάδοχος του Σολτς, φαίνεται να ενδιαφέρεται.
Ο Μάνφρεντ Βέμπερ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωκοινοβούλιο, δήλωσε πέρυσι στον Guardian ότι οι αμφιβολίες για τον Τραμπ σήμαινε ότι ήταν καιρός να δεχτεί η Γερμανία την προσφορά του Μακρόν. Ο Βέμπερ προέτρεψε επίσης να ανοίξει ένα «νέο κεφάλαιο» με το Λονδίνο.
Την ανάγκη για βρετανική συμμετοχή έθεσε και ο Κρίστιαν Λίντνερ, ένας άλλος υψηλόβαθμος γερμανός πολιτικός.
«Το ερώτημα είναι: υπό ποιες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες το Παρίσι και το Λονδίνο θα ήταν διατεθειμένα να διατηρήσουν ή να επεκτείνουν τις δικές τους στρατηγικές δυνατότητες για τη συλλογική ασφάλεια», έγραψε ο Λίντνερ πέρυσι. «Oταν πρόκειται για την ειρήνη και την ελευθερία στην Ευρώπη, δεν πρέπει να αποφεύγουμε αυτά τα δύσκολα ερωτήματα».
Η μελέτη του IISS έθεσε παρόμοια ζητήματα. «Ως η μόνη άλλη πυρηνική δύναμη στην Ευρώπη, η Βρετανία είναι ένας φυσικός εταίρος για τη Γαλλία σε οποιαδήποτε διερεύνηση του τρόπου ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αποτροπής. Oι δύο χώρες ανταλλάσσουν τακτικά δεδομένα σχετικά με την πυρηνική ασφάλεια και προστασία. Τα βρετανικά και γαλλικά πυρηνικά οπλοστάσια μαζί ανέρχονται σε περίπου 520 κεφαλές, αριθμητικά ισοδύναμα με την τρέχουσα αποτρεπτική δύναμη της Κίνας. Αυτό από μόνο του, θα μπορούσε να στείλει ένα ισχυρότερο μήνυμα στη Ρωσία».
Η ανάπτυξη μιας κοινής πυρηνικής ομπρέλας Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας, υπό την αιγίδα των ευρωπαίων συμμάχων του ΝΑΤΟ και παραμερίζοντας τις ΗΠΑ, είναι πολιτικά εκρηκτική για τον Στάρμερ, συνεχίζει το δημοσίευμα. Θα εγείρει ερωτήματα σχετικά με το ποιος έχει τον έλεγχο, τουλάχιστον από την ευρωσκεπτικιστική Δεξιά. Θα μπορούσε να θεωρηθεί από πολλούς Εργατικούς ότι τροφοδοτεί τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, φέρνοντας τον πυρηνικό πόλεμο πιο κοντά. Ο Πούτιν, ο οποίος έχει απειλήσει επανειλημμένα ότι θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα στην Ουκρανία, θα το έβλεπε ως πρόκληση. Το ίδιο, για διαφορετικούς λόγους, θα μπορούσε να κάνει και ο Τραμπ. Θα ήταν ένα καλό τεστ για το πόσο ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ είναι πραγματικά η αποτρεπτική δύναμη του Ηνωμένου Βασιλείου, τονίζει ο βρετανός δημοσιογράφος.
Αλλά, όπως υποστηρίζει ο αμυντικός αναλυτής Τζόσεφ ντε Βεκ στο Internationale Politik Quarterly, οι καιροί αλλάζουν γρήγορα. Οι κυβερνήσεις χρειάζονται επειγόντως λύσεις για την ταχέως βαθαίνουσα κρίση της ευρωπαϊκής ασφάλειας. «Οι Ευρωπαίοι μπορεί απλά να μην έχουν πλέον χρόνο για χάσιμο στην ολοκλήρωση της ασφάλειας», έγραψε ο Ντε Βεκ.
Η επέκταση των πυρηνικών εγγυήσεων της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου σε ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας, είναι μια ιδέα, η ώρα της οποίας έχει φτάσει, κατέληξε ο Σάιμον Τίσνταλ.
