Φρέσκο ψάρι ή συμπληρώματα διατροφής; | Shutterstock / Protagon creative
Θέματα

Μήπως είναι άνθρακες ο θησαυρός των ωμέγα-3;

Τα ιχθυέλαια ανήκουν στα αγαπημένα μας συμπληρώματα διατροφής αλλά μια τεράστια νέα μελέτη διαπιστώνει ότι μειώνουν ελάχιστα ή καθόλου τον κίνδυνο καρδιακών ή εγκεφαλικών επεισοδίων ενώ η παραγωγή τους έχει αρνητικές επιπτώσεις στον πλανήτη
Protagon Team

Πρόσφατα, ο Cochrane ένας οργανισμός που αξιολογεί την ιατρική έρευνα για το ευρύ κοινό, δημοσίευσε μια μετα-ανάλυση -μελέτη μελετών- σχετικά με το εάν οι κάψουλες ωμέγα-3, ένα από τα πιο δημοφιλή συμπληρώματα διατροφής στον κόσμο, μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Μετά τη σύγκριση 79 κλινικών μελετών σε 112.059 άτομα, οι ερευνητές διαπίστωσαν «μικρή ή καθόλου διαφορά στον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων, θανάτων από έμφραγμα, καρδιοπαθειών, εγκεφαλικών ή καρδιακών ανωμαλιών».

Δεν αποτελεί έκπληξη, γράφει ο Guardian. Τα τελευταία 15 χρόνια, περισσότερες από 20 έρευνες έχουν δείξει παρόμοια έλλειψη αποτελεσματικότητας. Εκείνο που εκπλήσσει είναι ότι συνεχίζουμε να βλέπουμε τον κόσμο των ψαριών και των θαλασσινών μέσα από τον πορτοκαλί φακό μιας κάψουλας ιχθυελαίων. Σίγουρα, τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα συμβάλλουν στην καλή λειτουργία του οργανισμού μας και ίσως με τρόπο πολύ σημαντικό. Αλλά χωρίς το ευρύτερο πλαίσιο των θαλάσσιων οργανισμών που τα εμπεριέχουν (με άλλα λόγια τρώγοντας φρέσκο ψάρι), τα ωμέγα-3 χάνονται στον «θόρυβο» του ανθρώπινου μεταβολισμού και του σύγχρονου μάρκετινγκ.

Κάψουλες ωμέγα-3 λιπαρών οξέων από σολομό (Wikipedia / Marco Almbauer)

Η σύγχυση προκύπτει εν μέρει από την ιστορία των ιχθυελαίων και τη βιομηχανία των 30 δισ. δολαρίων (26 δισ. ευρώ) που συνδέεται με την παραγωγή τους. Μια φορά κι έναν καιρό, το μουρουνέλαιο έλυσε ένα μεγάλο πρόβλημα υγείας, που όμως δεν είχε καμία σχέση με τη στεφανιαία νόσο. Κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης, η ραχίτιδα μάστιζε τη Βόρεια Ευρώπη. Και τα υποσιτισμένα παιδιά που ζούσαν σε αστικές φτωχογειτονιές χωρίς να τα βλέπει ποτέ ο ήλιος συχνά κατέληγαν στην εφηβεία τους με παραμορφωμένα τα κάτω άκρα.

Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι την ασθένεια προκαλούσε η έλλειψη βιταμίνης D, την οποία παράγει το σώμα με την παρουσία ηλιακού φωτός. Όπως αποδείχθηκε, η βιταμίνη D αποθηκεύεται σε μεγάλες ποσότητες στο συκώτι της μουρούνας και άλλων ομοειδών ψαριών. Ένας νορβηγός φαρμακοποιός ονόματι Πέτερ Μέλερ αξιοποίησε αυτές τις πληροφορίες (και πολλές άλλες ιστορίες για τις θεραπευτικές ιδιότητες του μουρουνέλαιου) και χρησιμοποιώντας μια χημική διαδικασία, που την κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (και η οποία έκτοτε ελάχιστα έχει αλλάξει), έφτιαξε ένα προϊόν, που «δεν είχε γεύση ψαριού», σύμφωνα με την προβολή του προϊόντος.

Στη συνέχεια μαζί με τους διαφημιστές του ξεκίνησε μια εκστρατεία για τη θεσμοθέτηση της τακτικής λήψης του μουρουνέλαιου, ανεξάρτητα από το εάν υπήρχε κίνδυνος ραχίτιδας ή όχι. Η εκστρατεία του αποδείχτηκε ιδιαίτερα πετυχημένη, αφού έκτοτε «μια κουταλιά μουρουνέλαιο την ημέρα» (μπλιάχ) έγινε κοινή πρακτική. To 1854 ο Μέλερ  δημιούργησε την διεθνή εταιρεία Möller’s που διέθετε 70 μονάδες επεξεργασίας ψαριών, παράγοντας 5.000 βαρέλια μουρουνέλαιο το χρόνο.

Παραγωγή μουρουνέλαιου στη νήσο της Νέας Γης το 1857 (Wikipedia / Paul-Émile Miot)

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο δανός χημικός Χανς Ολαφ Μπανγκ διάβασε σε ένα περιοδικό ότι υπήρχαν ελάχιστα περιστατικά καρδιαγγειακής νόσου στις κοινότητες των Εσκιμώων (Ινουίτ) της Γροιλανδίας και ταξίδεψε μαζί με τον βοηθό του Γιορν Ντάιερμπεργκ στη βορειοδυτική ακτή της Γροιλανδίας για να το ερευνήσει. Οι δύο άντρες εξέτασαν 130 ντόπιους, μετρώντας το ύψος και το βάρος τους, και επέστρεψαν στο εργαστήριό τους με πολύ αίμα.

«Είχαμε 130 πολύτιμα δείγματα αίματος», είπε στον δημοσιογράφο του Guardian, Πολ Γκρίνμπεργκ, που τον επισκέφθηκε πρόσφατα στο εργαστήριό του στην Κοπεγχάγη. Οι δύο ερευνητές υπέθεσαν ότι σε 20 χρόνια, η παραδοσιακή διατροφή των Ινουίτ θα είχε αλλάξει ακολουθώντας τις διατροφικές συνήθειες των Δυτικών (όπως και συνέβη). Αποφάσισαν, λοιπόν, να κάνουν ανάλυση λιπαρών οξέων και διαπίστωσαν ότι:

1) Οι Εσκιμώοι στη Γροιλανδία ακολουθούσαν μια διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε ωμέγα-3 λιπαρά οξέα και τα επίπεδα των ωμέγα-3 στο αίμα τους ήταν πολύ υψηλότερα από αυτά των δυτικών συγχρόνων τους. 2) Σύμφωνα με αρχεία της δημόσιας υγείας, οι Εσκιμώοι παρουσίαζαν επίσης, πολύ χαμηλότερα ποσοστά στεφανιαίας νόσου. 3) Συμπέραναν, λοιπόν, ότι  τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα θα μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.

Η διατροφή των Εσκιμώων βασιζόταν στα ψάρια και ήταν πλούσια σε ωμέγα-3 λιπαρά οξέα (Wikipedia/ Frank H. Nowell)

Αυτό υποστηρίχθηκε και από περαιτέρω εργαστηριακές μελέτες που έδειξαν, in vitro, ότι τα ωμέγα-3 εμπλέκονται σε αντιφλεγμονώδεις αντιδράσεις. Αλλά -και αυτό είναι το πιο σημαντικό- ενώ αφθονούν οι συσχετισμοί των ωμέγα-3 με τις καρδιακές παθήσεις, το πραγματικό πρόβλημα ήταν πάντα να δειχθεί που οφείλονται.

Εκεί μπαίνει ο τελευταίος κύκλος ερευνών, όπως η μελέτη του Cochrane και άλλες που προηγήθηκαν, οι οποίες έχουν κάτι κοινό: είναι μετα-αναλύσεις «τυχαιοποιημένων μελετών» (RCT). Οι RCT είναι  μελέτες στις οποίες «κάποιοι τυχαιοποιούνται να λάβουν ή όχι μία συγκεκριμένη θεραπεία» (μπορεί να πρόκειται για δύο διαφορετικές θεραπείες ή μία θεραπεία και εικονικό φάρμακο). Και είναι το καλύτερο είδος μελέτης για να καθοριστεί αν κάποια θεραπεία είναι αποτελεσματική.

Αλλά μερικές φορές αυτές οι μελέτες έχουν αποδειχθεί ενοχλητικές για τον κόσμο των συμπληρωμάτων διατροφής. Κάθε φορά που έρχονται στο φως έρευνες RCT που δείχνουν ελάχιστα ή καθόλου αποτελέσματα, η βιομηχανία των ωμέγα-3 τείνει να ανακατεύει τα αντεπιχειρήματά της με στοιχεία από μελέτες που συσχετίζουν τα ωμέγα-3 με τις καρδιακές παθήσεις, επειδή όπως αναφέρει μια πρόσφατη απάντηση της βιομηχανίας στην έκθεση Cochrane, «όλα συνδέονται».

Παλιές διαφημίσεις μουρουνέλαιου για παιδιά (Wikipedia)

Γεγονός, πάντως είναι, αναφέρει ο Guardian, ότι τα επιχειρήματα της βιομηχανίας αλλάζουν με κάθε νέα, «καταστρεπτική» μετα-ανάλυση που σε κάνει να το ξανασκεφτείς και να αμφιβάλλεις. Τι συμβαίνει; Υπάρχει διεθνής συνωμοσία δυσφήμισης των ωμέγα-3 ή μήπως η βιομηχανία των συμπληρωμάτων διατροφής παίζει βρώμικα;

Όταν ο δημοσιογράφος του Guardian έθεσε αυτό το ερώτημα στην Έλεν Σατ, εκτελεστική διευθύντρια της GOED (Παγκόσμια Οργάνωση των EPA και DHA Ωμέγα-3 λιπαρών οξέων), εκείνη απάντησε σαν να μην υπήρχε καν κάποιο πρόβλημα: «Πράγματι, παρακολουθούμε το συναίσθημα των μέσων ενημέρωσης … και βρήκαμε πολύ περισσότερες θετικές ιστορίες για τα ωμέγα-3 παρά αρνητικές. Βέβαια, την προσοχή των ανθρώπων τραβούν οι αρνητικές ιστορίες. Όπως γνωρίζουμε και οι δύο, οι αρνητικές ιστορίες είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες και τα μέσα ενημέρωσης σίγουρα ενοχοποιούνται για πιασάρικους τίτλους, όπως “Τα ωμέγα-3 δεν έχουν αποτέλεσμα”».

Για την ιστορία

Όμως προσέξτε, εδώ συμβαίνει κάτι ακόμη. Η βιομηχανία συμπληρωμάτων ιχθυελαίων  είναι μεν τεράστια, αλλά δεν είναι παρά η λαμπερή επιφάνεια μιας ιστορίας με πολύ μεγάλο βάθος. Γιατί πολύ πριν γίνουν δημοφιλή τα συμπληρώματα ωμέγα-3 λιπαρών οξέων, είχε δημιουργηθεί μια βιομηχανία που χρησιμοποιούσε τα ίδια, πλούσια σε ωμέγα-3, πλάσματα της θάλασσας όχι για φάρμακα, αλλά σε μια περίεργη σειρά αγροτικών και βιομηχανικών σκοπών.

Γκραβούρα του 1574 με ψάρεμα φάλαινας, του χαρτογράφου Αντρέ Τεβέ από το έργο του «Cosmographie Universelle» (Wikipedia)

Αυτή η «βιομηχανία μεταποίησης» δημιούργησε το σύστημα απόσταξης λιπαρών οξέων των ψαριών  καταναλώνοντας εκατομμύρια τόνους θαλάσσιας άγριας ζωής κάθε χρόνο. Σήμερα, ένα στα τέσσερα κιλά ψαριών, που αλιεύονται, μετατρέπεται σε ιχθυέλαια και ιχθυάλευρα που χρησιμοποιούνται στη γεωργία, την κτηνοτροφία και, πιο πρόσφατα, στην ιχθυοκαλλιέργεια, ή υδατοκαλλιέργεια όπως λέγεται επίσης.

Η «βιομηχανία μεταποίησης» είχε διάφορες μορφές κατά καιρούς. Τον 18ο αιώνα, έβαλε στο στόχο της τις φάλαινες, προκειμένου να παράγει λάδι για λάμπες φωτισμού και λιπαντικά μειώνοντας τους πληθυσμούς της φάλαινας στο βόρειο ημισφαίριο τόσο πολύ ώστε να είναι πλέον είδος απειλούμενο με εξαφάνιση. Τον 19ο και τον 20ό αιώνα, η βιομηχανία μετατοπίστηκε στο νότιο ημισφαίριο, αποστάζοντας τις 390.000 από τις 400.000 μεγάλες φάλαινες που κάποτε κολυμπούσαν τον Νότιο Ωκεανό μετατρέποντάς τις σε μαργαρίνη, νιτρογλυκερίνη και άλλα «θαλάσσια συστατικά».

Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, άλλαξε και πάλι στοχεύοντας αυτή τη φορά μικρά, λιπαρά ψάρια όπως οι αντσούγιες, οι σαρδέλες και η ρέγκα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η μεγαλύτερη επιχείρηση απόσταξης ψαριών στην ιστορία συνέβη τις ακτές του Περού. Η περουβιανή αντσοβέτα είναι το είδος που αλιεύεται περισσότερο από κάθε άλλο ψάρι στον κόσμο, κάποιες χρονιές μάλιστα φθάνει το 10% του συνόλου των αλιευομένων ψαριών. Και ενώ είναι τόσο νόστιμη όσο οποιαδήποτε άλλη αντσούγια στη Γη, ένας περουβιανός νόμος, που επέβαλε η βιομηχανία, υπαγορεύει ότι περισσότερο από το 95% των αλιευμάτων πρέπει να πηγαίνει στην βιομηχανία απόσταξης ιχθυελαίων.

Η αντσοβέτα του Περού, εξίσου νόστιμη με τις σαρδέλες και τις αντσούγιες, κατά 95% μετατρέπεται σε ιχθυέλαια (Wikimedia.commons / Paul Asman and Jill Lenoble)

Κάθε δεκαετία έφερε μια διαφορετική χρήση για όλες αυτές τις αντσούγιες. Τη δεκαετία του 1940 χρησιμοποιήθηκαν για λίπασμα, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, έγιναν τροφές για πουλερικά και τη δεκαετία του ’70 τροφές για χοίρους και κατοικίδια. Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, χρησιμοποιήθηκαν σε ιχθυοκαλλιέργειες σολομού και άλλα σαρκοφάγων ψαριών. Και τώρα, έχουμε το πιο ελίτ προϊόν της βιομηχανίας απόσταξης: οι αντσούγιες του Περού γίνονται συμπληρώματα διατροφής.

Ομως δεν είναι μόνο η περουβιανή αντσοβέτα που μετατρέπεται σε ιχθυάλευρα και ιχθυέλαια. Η «βιομηχανία απόσταξης» αφαιρεί από τους ωκεανούς 20 – 25 εκατ. τόνους ψαριών ετησίως, όσο το βάρος του πληθυσμού των ΗΠΑ. Η βιομηχανία ωμέγα-3 υποστηρίζει ότι ορισμένοι στρέφονται σε πιο βιώσιμες επιλογές, όπως τα ωμέγα-3 με βάση τα φύκια και το ιχθυέλαιο που ανακτάται από ανακυκλωμένα υποπροϊόντα.

Ωστόσο, η «βιομηχανία απόσταξης» περνάει τώρα σε νέα εδάφη. Πρόσφατα, άρχισε να στοχεύει το κριλ της Ανταρκτικής, το βασικό είδος διατροφής ολόκληρου του οικοσυστήματος της περιοχής, αρπάζοντας κυριολεκτικά την τροφή από το στόμα πολλών θαλάσσιων ειδών, ώστε να φτιάξει ένα πολύ μικρότερο χαπάκι για τους καταναλωτές.

Μέσα από όλες τις αντικρουόμενες εκθέσεις γεγονός είναι, πάντως, ότι τα ψάρια και τα θαλασσινά προσφέρουν σημαντικά οφέλη στην υγεία και στο περιβάλλον. Εκτός από ωμέγα-3 λιπαρά οξέα, τα ψάρια μάς προσφέρουν πρωτεΐνες με πολύ λιγότερες θερμίδες από το κρέας. Για παράδειγμα 100 γραμμάρια σολομού περιέχουν 139 θερμίδες και 23 γραμμάρια πρωτεΐνης όταν 100 γραμμάρια βοδινού κρέατος περιέχουν 210 θερμίδες και 20 γραμμάρια πρωτεΐνης.

Το κριλ της Ανταρκτικής είναι το βασικό είδος διατροφής ολόκληρου του οικοσυστήματος της περιοχής (Wikipedia /Uwe Kils)

Το ψάρεμα άγριων ψαριών από καλά διαχειριζόμενα αποθέματα έχει αποτύπωμα άνθρακα (σύνολο εκπομπών αερίων θερμοκηπίου) μόλις ένα κλάσμα του αποτυπώματος των εκπομπών της εκτροφής ζώων. Αντίστοιχα, η ιχθυοκαλλιέργεια επιβαρύνει τη Γη λιγότερο από οποιαδήποτε άλλη μορφή χερσαίας εκτροφής ζώων.

Η ιχθυοκαλλιέργεια, μάλιστα, θα μπορούσε να γίνει ακόμη πιο αποτελεσματική για τον πλανήτη εάν για τροφή των ψαριών χρησιμοποιούσαμε εναλλακτικά συστατικά που βασίζονται σε φύκια και ανακυκλωμένα τρόφιμα. Και τα οφέλη είναι ακόμα μεγαλύτερα με την καλλιέργεια «φίλτρων» όπως τα μύδια, οι αχιβάδες και τα στρείδια, που δεν χρειάζονται τροφή ενώ καθαρίζουν το νερό καθώς μεγαλώνουν, και σε σχέση με τα βοοειδή προσφέρουν 30 φορές περισσότερη πρωτεΐνη.

Τέλος, πέρα από τις συχνά αμφισβητούμενες έρευνες, το σίγουρο είναι ότι η βιομηχανία ωμέγα-3 λιπαρών και η «βιομηχανία απόσταξης» που την «τρέφει» απομακρύνουν ψάρια από τις θάλασσες όχι για να βάλουν πρωτεΐνη στα πιάτα μας αλλά για να βάλουν χάπια στα ντουλάπια μας. Είναι, όμως, αυτός ο τρόπος που θέλουμε να συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τον πλανήτη;