Μαθήματα από το Κραχ του 1929
Πλήθος κόσμου σπεύδει στο χρηματιστήριο της Γουόλ Στριτ καθώς έχει δει οικονομίες μιας ζωής να εξαϋλώνονται | De Agostini/Getty Images/Ideal Image
Θέματα

Μαθήματα από το Κραχ του 1929

Ο δημοσιογράφος των New York Times Αντριου Ρος Σόρκιν κατέγραψε την κρίση του 2008 στο βιβλίο του «Too Big to Fail» (2009). Με το νέο βιβλίο του, «1929», στρέφει το βλέμμα στο μεγαλύτερο χρηματιστηριακό και τραπεζικό κραχ της σύγχρονης εποχής. Αν και ο Σόρκιν αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, οι ομοιότητες ανάμεσα στο 1929 και το 2025 είναι ανησυχητικές
Protagon Team

Tο Κραχ του αμερικανικού Χρηματιστηρίου, το 1929, υπήρξε μία από τις πιο καθοριστικές στιγμές της παγκόσμιας οικονομικής ιστορίας. Η κατάρρευση των αγορών δεν οδήγησε μόνο στη Μεγάλη Υφεση, αλλά ανέδειξε και τα διαχρονικά λάθη της ανθρώπινης απληστίας, προσφέροντας πολύτιμα μαθήματα για τις κρίσεις τού σήμερα.

Υπάρχουν ορισμένες χρονιές στην Ιστορία που συνδέονται αδιάρρηκτα με ένα μοναδικό γεγονός. Δύο έτη έχουν μείνει στην ιστορική μνήμη για τους χειρότερους χρηματοπιστωτικούς κραδασμούς: το 2008 και το 1929. Ο δημοσιογράφος των New York Times, Αντριου Ρος Σόρκιν, κατέγραψε την κρίση του 2008 στο βιβλίο του «Too Big to Fail» (2009), που αργότερα έγινε ταινία. Με το νέο βιβλίο του, «1929», στρέφει το βλέμμα στο μεγαλύτερο χρηματιστηριακό και τραπεζικό κραχ της σύγχρονης εποχής, το γεγονός με το οποίο συγκρίνονται όλες οι επόμενες κρίσεις.

Κατά τη δεκαετία της δεκαετίας του 1920, η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά γνώρισε εκρηκτική άνοδο, θυμίζει ο Economist: οι τιμές των μετοχών αυξήθηκαν σχεδόν κατά 500% από το 1921 έως το 1929. Η άνοδος αυτή τροφοδοτήθηκε από οικονομική αισιοδοξία και από επικίνδυνες επενδυτικές πρακτικές, βασισμένες στον δανεισμό.

Τον Οκτώβριο του 1929, το οικοδόμημα κατέρρευσε. Η φούσκα έσκασε, οδηγώντας σε μια καταστροφική πτώση της αγοράς που διήρκεσε πάνω από δυόμισι χρόνια. Η κρίση εξελίχθηκε στη Μεγάλη Υφεση, η οποία ταλαιπώρησε τις ΗΠΑ μέχρι την είσοδό τους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο δείκτης Dow Jones χρειάστηκε 25 χρόνια για να επανέλθει στα προ του Κραχ επίπεδα, το 1954.

Ο Σόρκιν αφηγείται αυτή τη δραματική περίοδο με ρεαλισμό και ακρίβεια, παρακολουθώντας τους πρωταγωνιστές της. Επικεντρώνεται σε δύο εξέχουσες μορφές: τον Τόμας Λαμόντ, επικεφαλής της J.P. Morgan, και τον Τσαρλς Μίτσελ, διευθυντή της National City Bank (μετέπειτα Citibank).

Οι δύο αυτοί τραπεζίτες δεν ήταν απλώς οικονομικοί παράγοντες· ήταν πρόσωπα με τεράστια επιρροή στη δημόσια ζωή, σε άμεση επαφή με τον Λευκό Οίκο. Την εποχή εκείνη, οι αμερικανικές τράπεζες είχαν χορηγήσει τεράστια δάνεια σε χρηματιστηριακές εταιρείες, οι οποίες με τη σειρά τους δάνειζαν απερίσκεπτα μικροεπενδυτές. Οταν οι τιμές των μετοχών κατέρρευσαν, αυτή η αλυσίδα πίστωσης κατέρρευσε σαν ντόμινο.

Μια ομάδα τραπεζών, με επικεφαλής τον Λαμόντ, προσπάθησε να ανακόψει την πτώση ρίχνοντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στην αγορά για να αγοράσει μετοχές, γράφει ο Economist, μια προσπάθεια που αποδείχθηκε μάταιη.

Με την έκρηξη της ανεργίας, οι τραπεζίτες έγιναν σύμβολα λαϊκής οργής. Η κοινή γνώμη και ο Τύπος τούς παρουσίαζαν ως υπεύθυνους για τη δυστυχία εκατομμυρίων, ενώ κλήθηκαν να καταθέσουν ενώπιον του Κογκρέσου για τα εισοδήματα και τις πρακτικές τους. Κάποιοι οδηγήθηκαν ακόμα και στα δικαστήρια. Το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα αναμορφώθηκε ριζικά: ο νόμος Glass-Steagall του 1933 διαχώρισε τις εμπορικές από τις επενδυτικές τράπεζες, μια μεταρρύθμιση που αποτέλεσε θεμέλιο της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ για δεκαετίες.

Σε αντίθεση με την κρίση του 2008, όπου ο Σόρκιν είχε στη διάθεσή του εκατοντάδες συνεντεύξεις, οι πρωταγωνιστές του 1929 είναι όλοι πλέον ιστορικές μορφές. Ωστόσο, μέσα από εκτενή έρευνα, ο συγγραφέας κατορθώνει να κάνει τα γεγονότα να μοιάζουν άμεσα και σύγχρονα.

Πλάι στους τραπεζίτες εμφανίζονται και γνωστά πολιτικά πρόσωπα: ο Χιάλμαρ Σαχτ, επικεφαλής της Reichsbank στη Γερμανία της Βαϊμάρης, που πάλευε με τον υπερπληθωρισμό και τις πολεμικές αποζημιώσεις, αλλά και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος βρισκόταν στη Νέα Υόρκη ως επενδυτής την «Μαύρη Τρίτη».

Αν και ο Σόρκιν αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, οι ομοιότητες ανάμεσα στο 1929 και το 2025 είναι ανησυχητικές, σημειώνει ο Economist.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η καταναλωτική πίστη, τότε μέσω δόσεων, σήμερα μέσω πίστωσης, είχε εξαπλωθεί παντού. Η επένδυση στο χρηματιστήριο είχε πάψει να είναι προνόμιο των πλουσίων και είχε γίνει λαϊκή εμμονή. Χιλιάδες μικροεπενδυτές δανείζονταν για να αγοράσουν μετοχές και, όταν η φούσκα έσκασε, βρέθηκαν όχι μόνο χωρίς αποταμιεύσεις αλλά και πνιγμένοι στα χρέη.

Καρέ από την 24η Οκτωβρίου του 1929 στην Νέα Υόρκη, την ημέρα της μεγαλύτερης πώλησης μετοχών στην ιστορία των ΗΠΑ (Ullstein bild/ullstein bild via Getty Images/ Ideal Images )

Σήμερα, το φαινόμενο επαναλαμβάνεται σε διαφορετική μορφή: το χρέος των αμερικανικών νοικοκυριών βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, ενώ τα δάνεια που χρησιμοποιούνται για χρηματιστηριακές επενδύσεις έχουν φτάσει σε επίπεδα-ρεκόρ σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας.

Η υπερβολική ευφορία πριν από το Κραχ, ο πανικός που ακολούθησε και η αυταπάτη των πολιτικών που πίστευαν ότι μπορούν να ελέγξουν την κρίση, όλα αυτά θυμίζουν έντονα τις πιο πρόσφατες οικονομικές αναταράξεις. Ωστόσο, όπως υπενθυμίζει ο Σόρκιν, ο κύκλος ύβρις – καταστροφή – μετάνοια επαναλαμβάνεται, αλλά οι κοινωνίες τελικά επιβιώνουν.

Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, παρακολουθώντας την κατάρρευση της αγοράς, είχε γράψει κάτι που παραμένει επίκαιρο σχεδόν έναν αιώνα αργότερα: «Ο βρετανός επικριτής θα έκανε καλά να γνωρίσει την έμφυτη εντιμότητα και δύναμη της αμερικανικής κερδοσκοπικής μηχανής. Δεν είναι φτιαγμένη για να αποτρέπει τις κρίσεις, αλλά για να τις αντέχει».

Το δίδαγμα, καταλήγει ο Economist, είναι σαφές: οι οικονομικές κρίσεις είναι αναπόφευκτες, όμως η ικανότητα των θεσμών και των κοινωνιών να αντέχουν και να προσαρμόζονται είναι εκείνη που καθορίζει το μέλλον.

Exit mobile version