Κατά πάσα πιθανότητα ο Τσάρλι Τσάπλιν δεν θα μπορούσε να το πιστέψει ότι ο «Μεγάλος Δικτάτωρ» πλέον δεν βρίσκεται στο Βερολίνο αλλά στην Ουάσιγκτον. «Εκατοντάδες ταινίες, εκατοντάδες βιβλία μάς έχουν παρουσιάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως υπερήφανα δημοκρατικές και εναντίον εκείνων που παρήλαυναν με το χέρι τεντωμένο. Ενώ τώρα;» γράφει σε άρθρο του στη Repubblica o Στέφανο Μασίνι.
Ο διακεκριμένος ιταλός συγγραφέας (βιβλία του έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά) επιστρέφει στο παρελθόν, συγκεκριμένα στο 1935, τη χρονιά που ο Σίνκλερ Λιούις εξέδωσε το βιβλίο «It Can’t Happen Here» («Δεν γίνονται αυτά εδώ», εκδ. Καστανιώτης), στο οποίο οι Αμερικανοί εκλέγουν έναν φασίστα στον Λευκό Οίκο.
Τότε το πολιτικό μυθιστόρημα του πρώτου συγγραφέα από τις ΗΠΑ που τιμήθηκε με Νομπέλ Λογοτεχνίας (1930) είχε προκαλέσει τη γενική θυμηδία, ενώ οι πιο διαβασμένοι και ψυλλιασμένοι το είχαν χαρακτηρίσει ως μια τολμηρή δυστοπία. «Ποιος ξέρει πώς θα σχολίαζαν σήμερα το σόου του Μασκ πάνω στο βάθρο με το προεδρικό έμβλημα. Φαινόταν σαν να επρόκειτο για μυθοπλασία, αντιθέτως, όμως, είναι πολιτική επικαιρότητα» σχολιάζει ο Μασίνι.
Εχοντας συγκλονιστεί από τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών στις ΗΠΑ, ο ιταλός λογοτέχνης επιλέγει να γίνει «φορέας του δράματος», σύμφωνα με τα δικά του λόγια, εκατομμυρίων νεκρών που από το απόγευμα της Δευτέρας στριφογυρίζουν «ευλόγως» στους τάφους τους.
Κινούμενος μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητα, μάς προτρέπει να θυμηθούμε καταρχάς την ταινία «Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, η οποία αρχίζει με τη σφαγή που σημειώθηκε κατά την Απόβαση στη Νορμανδία και συνεχίζεται με μια τρίωρη μάχη μεταξύ του Καλού και του Κακού, με το Κακό να το ενσαρκώνουν τα στρατεύματα του καγκελάριου Αδόλφου, εκείνου που είχε ονομάσει το τέντωμα του χεριού «Hitlergruß» (χαιρετισμός του Χίτλερ). «Δεν μπορώ να φανταστώ τι αισθάνονται, σε έναν κατάμεστο Κάτω Κόσμο, οι 290.000 Αμερικανοί σαν τον Ράιαν, που στάλθηκαν να πεθάνουν στην ευρωπαϊκή επικράτεια για να νικήσουν τη νόσο του ναζιστικού ολοκληρωτισμού» γράφει ο Μασίνι.
Οσο για το μίσος που έτρεφαν οι Αμερικανοί για τον ναζισμό, μας παραπέμπει σε μια άλλη ταινία, την «Αδωξη Μπάσταρδη» (όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά το επίσης ανορθόγραφο «Inglorious Basterds») του Κουέντιν Ταραντίνο, όπου ο Μπραντ Πιτ χαράσσει μια σβάστικα στο μέτωπο του συνταγματάρχη Χανς Λάντα, ούτως ώστε να τον αναγνωρίζουν όλοι εφ’ όρου ζωής ως απεχθή Standartenführer. «Πηγαίνετε και εξηγήστε στην ένδοξη ομάδα των “Μπάσταρδων”, ότι ο προαναφερόμενος συνταγματάρχης θα μπορούσε σήμερα να ενθουσιαζόταν βλέποντας έναν ρωμαϊκό χαιρετισμό πανομοιότυπο με τον δικό του ανάμεσα στις αστερόεσσες της Ουάσινγκτον» σχολιάζει ο ιταλός συγγραφέας.
Εχθρός του ναζισμού υπήρξε και ένας άλλος παγκοσμίως διάσημος Αμερικανός ονόματι Ιντιάνα Τζόουνς: σε μια αξέχαστη σεκάνς της ταινίας, επίσης του Σπίλμπεργκ, «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και η Τελευταία Σταυροφορία», ο Χάρισον Φορντ και ο Σον Κόνερι βρίσκονται εν μέσω μιας ναζιστικής παρέλασης με βιβλία στην πυρά και χέρια τεντωμένα, έως ότου παίρνουν ένα αυτόγραφο από τον ίδιο τον Χίτλερ σε ένα σημειωματάριο γεμάτο πολύτιμες αρχαιολογικές πληροφορίες για το Αγιο Δισκοπότηρο: «Καημένε καθηγητά Τζόουνς, πόσο κόπο θα γλίτωνες αν γνώριζες ότι μια μέρα ο σύμβουλος του προέδρου σου θα έκανε εκστρατεία για το AfD, κληρονόμο εκείνων των φανατικών που παρήλαυναν» σημειώνει ο Στέφανο Μασίνι.
Μη όντας ο ίδιος φανατικός, αναγνωρίζει, όπως άλλωστε υποστηρίχθηκε, ότι ο χαιρετισμός του Μασκ με το τεντωμένο χέρι θα μπορούσε να είναι ένας φόρος τιμής στη νέα Ρώμη που ο Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει να ιδρύσει στην Αμερική. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι το Χόλιγουντ έχει –αρκετές φορές και εκούσια– συγχύσει σύμβολα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με σύμβολα ολοκληρωτικών καθεστώτων, ικανοποιώντας το πάθος των Αμερικανών για αετούς, λάβαρα, μονομάχους και πραιτοριανούς.
«Θυμάστε τον Νέρωνα του Πίτερ Ουστίνοφ στην ταινία “Quo vadis?” του 1951; Είναι σαν να παρακολουθείς πολιτική συγκέντρωση του Χίτλερ. Λείπουν τα αυτοκίνητα και τα μεγάφωνα, αλλά κατά τα άλλα η ατμόσφαιρα είναι πανομοιότυπη», αναφέρει ο Μασίνι, «όπως (πανομοιότυπη) είναι και η ατμόσφαιρα στις συγκεντρώσεις των πετυχημένων “Αγώνων Πείνας”, όπου υπάρχουν βασιλικοί θυρεοί και σύμβολα της Λουφτβάφε».
Επιστρέφοντας στη λογοτεχνία, ο Μασίνι επικαλείται τον μετρ της επιστημονικής φαντασίας Φίλιπ Κ. Ντικ, ο οποίος το 1962 εξέδωσε το μυθιστόρημα «Ο Ανθρωπος στο Απόρθητο Κάστρο» (εκδ. Χίμαιρα). Ο Ντικ φαντάστηκε έναν κόσμο στα χέρια των ναζί, μεγάλων νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις σελίδες του βιβλίου δεν υπάρχει ο Χίτλερ, αφού πέθανε από κάποιο αφροδίσιο νόσημα.
Πρωταγωνιστές είναι οι ψυχοπαθείς διάδοχοί του, οι οποίοι επιδιώκουν να φέρουν εις πέρας αδιανόητες προκλήσεις, όπως να αποξηράνουν τη Μεσόγειο Θάλασσα ή να αποικίσουν τον πλανήτη Αρη. Προφανώς κανείς το 1962 δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τα οράματα του Ντικ θα έπαιρναν, έστω και σε ελάχιστο βαθμό, σάρκα και οστά, οπότε το βιβλίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία ακριβώς επειδή παρουσίαζε κάτι το αδιανόητο.
Βέβαια, εκείνη την εποχή ήταν ακόμη ζωντανή η μνήμη των χιτλερικών Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, τους οποίους οι αμερικανοί αθλητές σκόπευαν να μποϊκοτάρουν ώστε να καταδικάσουν την προπαγάνδα του Βερολίνου με το τεντωμένο χέρι. Τελικά συμμετείχαν αποκλειστικά και μόνο επειδή ο Εϊβερι Μπράντιτζ, πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής των ΗΠΑ εκείνη την περίοδο, είχε διαβεβαιώσει τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ ότι οι Αγώνες θα πραγματοποιούνταν με πλήρη σεβασμό όλων των δικαιωμάτων και χωρίς πολιτικές προεκτάσεις.
Στη συνέχεια, ωστόσο, αποκαλύφθηκε ότι Μπράντιτζ ήταν ένας από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές του Τρίτου Ράιχ στις ΗΠΑ. Μάλιστα απομακρύνθηκε από ορισμένες θέσεις που κατείχε λόγω των απόψεών του υπέρ του Αξονα, αν και μετά τον πόλεμο επανήλθε στο προσκήνιο, χωρίς πολλές εξηγήσεις και διαμαρτυρίες, καταλήγοντας να αναλάβει χρέη προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (από το 1952 έως το 1972!).
«Σαν να λέμε –ύστερα από μια προσεχτική ανάγνωση– ότι ενδεχομένως να συνειδητοποιήσαμε λίγο αργά πως μια φιλοφασιστική συνιστώσα υπήρχε πάντα στη σκιά του Θείου Σαμ, και μόλις τώρα εκφράστηκε θορυβωδώς, με ένα τεντωμένο χέρι, στην τελετή της ορκωμοσίας ενός διαδόχου του Αβραάμ Λίνκολν. Ναι, ίσως κάνουμε εμείς λάθος που εκπλησσόμαστε» καταλήγει ο Στέφανο Μασίνι.
