Το πλύσιμο αυτοκινήτου είναι μορφή ψυχανάλυσης με μπλε και πράσινους κόκους. Ειδικά όταν το κάνεις σόλο καριέρα |
Θέματα

Η ψυχοθεραπεία της μπουγάδας

Μια πραγματική, καθημερινή ιστορία, με την ψευδαίσθηση ότι το όχημα μετά το πλύσιμο πάει καλύτερα. Οχι, πες αλήθεια, δεν το έχεις νιώσει και εσύ;
Γιάννης Κωνσταντόπουλος

H πρόσφατη έκρηξη σε γνωστό πλυντήριο αυτοκινήτων στη Γλυφάδα (εντάξει, δεν ήταν απλό πλυντήριο, αλλά «γκουρμέ», με επιπλέον υπηρεσίες και, συνήθως, ακριβά αυτοκίνητα στο πελατολόγιο), μου έξυσε την πληγή για το πλύσιμο το σωστό. Το οποίο, όπως πολλά πράγματα στη ζωή, είναι σε επίπεδα, δεν είναι μονομπλόκ έννοια. Ξεκινά από τον χύμα κουβά και το λάστιχο ανά χείρας, περνάει στο μαζικό, αυτό το γρήγορο με το μηχάνημα που περνάς στο τούνελ και φεύγεις, διασχίζει το πιο ψαγμένο, το λεγόμενο «ανέπαφο», με αφρούς, ατμούς και τα σχετικά, και καταλήγει σε εξονυχιστικά επίπεδα τύπου ντιτέιλινγκ, που όρεξη και χρήμα να διαθέτεις για να βλέπεις το αγαπημένο σου όχημα όπως βγήκε, μια φορά και έναν καιρό, από το εργοστάσιο.

Αν προσπεράσω το μεσαίο επίπεδο, αυτό με τις βούρτσες πρατηρίων που άντε να βγάλεις άκρη για την κατάστασή τους και τι, ενδεχομένως, φθορές μπορεί να προκαλέσουν, το πιο σύνηθες τα τελευταία χρόνια είναι το «do it yourself» σε κάποια από τα γνωστά σημεία της πόλης που εντόπισαν το μερίδιο της αγοράς και κόπιαραν ό,τι ήταν ήδη οργανωμένο εδώ και πολλά χρόνια στο εξωτερικό. Μιλώντας, πάντως, με τον ιδιοκτήτη του πρατηρίου όπου συνήθως βάζω καύσιμο, μου λέει με παράπονο πως ο κόσμος δεν πλένει πια τόσο συχνά το αυτοκίνητο του σε βενζινάδικα. «Η κρίση, ξέρεις. Λυπάται ο άλλος το δεκάρικο», μου λέει την ώρα που του δίνω το τελευταίο εικοσάρικο που έχω στο πορτοφόλι μου για αμόλυβδη.

Ωστόσο, έχω την αίσθηση πως κρίση-ξεκρίση, το να πλένεις μόνος σου το αυτοκίνητο ενέχει μια μερακλίδικη εσάνς απ’ τα παλιά. Στη νεότερη ελληνική ιστορία, πολλά λίτρα από νερά σε κουβάδες, λάστιχα αμόλα-καλούμπα και σαπουνάδες έτρεξαν στους δρόμους. Ηταν το κλασικό, που εσύ καθαρίζεις και άλλοι 20 διερχόμενοι βρωμίζουν το δικό τους. Εντάξει, αν το δικό σου τυγχάνει να είναι ήδη βρώμικο, δεν τρέχει και τίποτα. Αν, όμως, μόλις το είχες πλύνει και περνούσες από τα σαπουνόνερα του κλασικού greek lover στο πεζοδρόμιο, τότε, ναι, ενοχλεί.

Ξκίνησα να το πλένω σε ένα από τα γνωστά πλυντήρια της πόλης όπου πας και κάνεις μόνος σου τη δουλειά. Κέρμα και σκύψιμο. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι ποιότητας σαπούνια βάζουν, αλλά η ελευθερία της διαδικασίας που βάζεις τα ψιλά που έχεις στην τσέπη και κάνεις όλη τη δουλειά σόλο ενέχει κάτι πιο «φροντιστικό» προς το αυτοκίνητο που αγαπάς. Νερό, σαπούνι, καλό ξέβγαλμα, καλό στέγνωμα, σιδέρωμα. Και, θυμίσου, ε; Να μην κρατάς το πιεστικό σε κοντινή απόσταση από τη λαμαρίνα. Ενδιάμεσα στη διαδικασία καλό είναι να έχεις μαζί σου και ένα κερί σε σπρέι, σοβαρής εταιρείας πάντα. Το ψεκάζεις –όχι σε μεγάλη ποσότητα, για να μη σου «λασπώσει»– σε υγρή ακόμα επιφάνεια και μετά στεγνώνεις. Εννοείται, με δικά σου καθαρά πανάκια με μικροϊνες. Αλλο για το αμάξωμα, άλλο για μασπιέδες, άλλο για τροχούς, άλλο για το εσωτερικό.

Πάω αργά. Το βράδυ. Καθαρίζω με το πάσο μου, βάζω χέρι εκεί όπου ο υπάλληλος του βενζινάδικου θα βαριόταν. Σε αεραγωγούς (να πού είναι χρήσιμες οι μπατονέτες), μεντεσέδες, πεντάλ, γερό σκούπισμα κάτω από καθίσματα, εξονυχιστικά στους θόλους και σε ένα κάρο κρυφές λεπτομέρειες που, αν δεν το πονάς το μηχάνημα σαν δικό σου, δεν τα κάνεις αυτά. Ισως είναι μια καθαρτήρια διαδικασία. Και όχι μόνο για το μηχάνημα. Είναι ένα είδος ψυχανάλυσης με μπλε και πράσινους κόκκους. Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς το γιατί φεύγοντας αισθάνομαι καλύτερα. Για να μη σας πω ότι για τα πρώτα χιλιόμετρα έχω την ψευδαίσθηση πως και το αμάξι πηγαίνει καλύτερα; Η βρώμα φεύγει. Το πλασίμπο έρχεται;