Η Βία ντε Τριμπουνάλι είναι μια από τις πιο πολυσύχναστες οδικές αρτηρίες της Νάπολης, γεμάτη με εστιατόρια και καταστήματα. Σε ένα από τα στενά της βρίσκεται ένα χάλκινο άγαλμα του Πουλτσινέλα – του κατεργάρη χαρακτήρα της Κομέντια ντελ Αρτε, που συμβολίζει διαχρονικά την πόλη. Κάθε καλοκαίρι η ουρά των τουριστών που μαζεύονται για να τρίψουν τη μύτη του αγάλματος για γούρι φτάνει μέχρι και το μισό χιλιόμετρο.
Οι ντόπιοι γνωρίζουν ότι η συγκεκριμένη παράδοση είναι μύθος. Το άγαλμα ανεγέρθηκε μόλις τη δεκαετία του 2010 και αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Ναπολιτάνους. Μόλις τα τελευταία χρόνια «ανακαλύφθηκε» από influencers, οι οποίοι κατασκεύασαν τη συγκεκριμένη λαογραφική ιστορία. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της επίδρασης του υπερτουρισμού στις ιταλικές πόλεις, όπως αναφέρει ρεπορτάζ του Politico.
«Το ιστορικό κέντρο της Νάπολης είναι νεκρό», αναφέρει ο κοινωνιολόγος και ακτιβιστής Φραντσέσκο Καλίκια, ο οποίος ζει και εργάζεται στην εργατική γειτονιά Σανιτά. «Αυτοί οι δρόμοι δεν είναι πια γειτονιές. Δεν έχουν απομείνει Ναπολιτάνοι, δεν έχει απομείνει πραγματική ζωή. Εχουν όλοι μετατραπεί σε παιδικές χαρές και υπαίθρια εμπορικά κέντρα».
Μεγαλουπόλεις σε όλη την Ιταλία βρίσκονται αντιμέτωπες με τις ίδιες πιέσεις. Αλλά η Νάπολη, με την περίπλοκη ιστορία και τους εξοργισμένους κατοίκους της, προσφέρεται για μελέτη. Ακτιβιστές, εργαζόμενοι, ειδικοί και τοπικοί πολιτικοί υποστηρίζουν ότι ο υπερτουρισμός υποβαθμίζει τον ιστό της πόλης – ενώ, παρότι διαφημίζεται ως πηγή εσόδων και νέων θέσεων εργασίας, τελικά πλουτίζει κυρίως τους ήδη εύπορους.
Ο κυριότερος τρόπος που ο τουρισμός αναδιαμορφώνει τη Νάπολη είναι μέσω του αντίκτυπού του στη στέγαση. Οι βραχυπρόθεσμες μισθώσεις αυξάνονται εκθετικά σε όλες τις ιταλικές πόλεις. Σε ορισμένες εργατικές συνοικίες της Νάπολης η αναλογία πανδοχείων και σπιτιών είναι πλέον ένα προς τρία. Ως αποτέλεσμα, οι περιοχές αυτές παραμένουν φτωχές, αλλά τώρα είναι και τουριστικές – και οι ντόπιοι εκτοπίζονται σταδιακά από τις οικίες τους.
Η τουριστική πίεση που ασκείται στις κατοικίες της Νάπολης είναι τόσο έντονη που οι τοπικές συζητήσεις για τον πολεοδομικό σχεδιασμό περιστρέφονται πλέον γύρω από τις επενδύσεις στο ανατολικό τμήμα της πόλης, το οποίο είναι γεμάτο παραμελημένες και εγκαταλελειμμένες περιοχές. Στόχος είναι η «ανάκτηση της χαμένης βιωσιμότητας του ιστορικού κέντρου» της πόλης, με τη μετακίνηση των ντόπιων, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για τους τουρίστες.
Οι υποστηρικτές της τουριστικής άνθησης ισχυρίζονται ότι πλατφόρμες όπως το Airbnb ωφελούν τους μικρούς ιδιοκτήτες ακινήτων. Ωστόσο, το 2023 σχεδόν τα δύο τρίτα των ιδιοκτητών ακινήτων του Airbnb κατείχαν πάνω από ένα σπίτι – και οι πέντε πλουσιότεροι έλεγχαν περίπου 500 καταχωρίσεις προς ενοικίαση. Αυτό σημαίνει ότι οι μεγαλύτεροι ιδιοκτήτες ακινήτων είναι εταιρείες και, ακόμα κι αν είναι ντόπιοι, προέρχονται από πλουσιότερες πόλεις, όπως η Ρώμη ή το Μιλάνο.
Τοπικοί ακτιβιστές τονίζουν στο Politico ότι πλέον η Νάπολη έχει μετατραπεί σε ένα υπαίθριο σουπερμάρκετ για εταιρείες της βόρειας Ιταλίας, που αφαιρούν τμήματα από τις παραδοσιακές γειτονιές της πόλης. Ορισμένες ιταλικές πόλεις και περιφέρειες έχουν προσπαθήσει να ρυθμίσουν την έκρηξη του Airbnb, αλλά οι τοπικοί αξιωματούχοι ισχυρίζονται ότι τα χέρια τους είναι δεμένα χωρίς την υποστήριξη της κυβέρνησης.
Μάλιστα, κατηγορούν την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι ότι επιδεινώνει την κατάσταση. Οι νέοι νόμοι της διευκολύνουν την ανακαίνιση διαμερισμάτων και την αλλαγή της προβλεπόμενης χρήσης τους – ειδικά μια νομοθεσία του 2024, που προωθήθηκε από τον νυν υπουργό Υποδομών και ακροδεξιό κυβερνητικό εταίρο της Μελόνι, Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος εισήγαγε μέτρα για την απλοποίηση των κατασκευών και του πολεοδομικού σχεδιασμού.
Ο συνασπισμός της πρωθυπουργού αμφισβητεί και έναν νόμο στην περιφέρεια της βόρειας Τοσκάνης, που επιτρέπει στις δημοτικές διοικήσεις, σε συμφωνία με την περιφέρεια, να προσδιορίσουν ζώνες όπου μπορούν να θέσουν κανόνες και όρια στις βραχυπρόθεσμες μισθώσεις. Η κεντρική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η τοπική νομοθεσία περιορίζει την επιχειρηματική ελευθερία και τον ανταγωνισμό.
Οι επισκέπτες έλκονται από τη Νάπολη –και την Ιταλία γενικότερα– για τη φερόμενη αυθεντικότητά της: τη ζωντανή ζωή στους δρόμους, τις πολύχρωμες τοιχογραφίες, την κουλτούρα του φαγητού, τη ζεστασιά των ντόπιων. Αλλά όσο οι αυξημένες τιμές πλήττουν τους ντόπιους, αυτή η «αυθεντικότητα» διαρκώς διαβρώνεται.
Οι επικριτές του υπερτουρισμού περιγράφουν στο Politico όλο και περισσότερο το ιστορικό κέντρο της πόλης ως ένα «υπαίθριο μαγαζί τηγανητών», γεμάτο με πάγκους που πωλούν σχεδόν πανομοιότυπα σνακ. Οι διεθνείς αλυσίδες εστίασης εξακολουθούν να πολλαπλασιάζονται, με τους ντόπιους να αναρωτιούνται πόσες πιτσαρίες μπορούν ρεαλιστικά να χωρέσουν σε έναν μόνο δρόμο.
Το 2015, στην κεντρική οδό Βία Τολέντο υπήρχε μια επιχείρηση τροφίμων σε μια απόσταση 46 μέτρων. Το 2023 υπήρχαν πέντε – μία ανά εννέα μέτρα. Αυτός ο πολλαπλασιασμός των εστιατορίων έχει εκτοπίσει σημαντικά τοπικά ορόσημα. Το βιβλιοπωλείο «Pironti», στην πλατεία Ντάντε, όπου ολόκληρες γενιές μαθητών αγόραζαν τα σχολικά τους βιβλία, έχει πλέον αντικατασταθεί από μια ταβέρνα.
Οι δημοτικές αρχές επιχείρησαν να περιορίσουν την άνθηση της εστίασης, επιτρέποντας νέες επιχειρήσεις μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις – όπως αν προσέφεραν κάτι πέρα από το φαγητό. Το αποτέλεσμα είναι, σήμερα, κάθε νέο εστιατόριο να αυτοαποκαλείται «βιβλιοπωλείο».
Η άνθηση του γαστρονομικού τουρισμού έχει παράλληλα εντείνει τις μακροχρόνιες προκλήσεις διαχείρισης των απορριμμάτων. Οι συσκευασίες μιας χρήσης από τις επιχειρήσεις take-out συσσωρεύονται στους δρόμους, μεγάλο μέρος των οποίων πετάγεται από τους επισκέπτες. Αλλά ο μετασχηματισμός της πόλης διαβρώνει και τον κοινωνικό ιστό της, καθώς οι άστεγοι, που κάποτε αποτελούσαν ορατό τμήμα της κεντρικής Νάπολης, έχουν ωθηθεί σε άλλες γειτονιές.
Ακόμη και οι θρησκευτικές πρακτικές αλλάζουν. Οι εκκλησίες, που κάποτε χρησίμευαν ως χώροι συγκέντρωσης των κατοίκων, αποτελούν πλέον τουριστικά αξιοθέατα, εκτοπίζοντας την κατάνυξη από το ιστορικό κέντρο. Με τις νεότερες γενιές να απομακρύνονται από το ιστορικό κέντρο της πόλης για οικονομικούς λόγους, οι εκκλησίες αναλαμβάνουν πλέον νέους ρόλους – γίνονται υποκατάστατα παρόχων κοινωνικής πρόνοιας.
Αλλά κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ο τουρισμός συχνά ακυρώνει και τα ίδια τα χαρακτηριστικά που προσελκύουν τους επισκέπτες, οι οποίοι εκφράζουν ήδη παράπονα ότι υπάρχουν απλώς πάρα πολλές επιχειρήσεις εστίασης, και ότι η εμπορική ζωή της πόλης φαίνεται ολοένα και πιο μονόπλευρη. Αλλά παρά την πρόσφατη επιβολή περιορισμού στον αριθμό των τουριστών, η κατάσταση παραμένει ανυπόφορη –και οικονομικά ασύμφορη– για τους ντόπιους.
