Μόσχα, 9 Μαΐου 2005. Στην πρώτη σειρά ξεχώριζαν ο γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ και ο πρόεδρος της Κίνας Χου Ζιντάο. Σε περίοπτη θέση, δίπλα στον Βλαντίμιρ Πούτιν, καθόταν ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους. Μία, δύο σειρές πιο πίσω διακρινόταν ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, έχοντας δίπλα του από τη μία πλευρά τον ισπανό ομόλογό του Χοσέ Λουίς Θαπατέρο και από την άλλη τον πρωθυπουργό της Ιαπωνίας Τζουνιτσίρο Κοϊζούμι. Το «παρών» στην παρέλαση είχε δώσει επίσης ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, παρά τις προστριβές μεταξύ Βρυξελλών και Μόσχας για ζητήματα δασμών. Συνολικά ήταν εκεί 150 ξένοι αξιωματούχοι, με 50 αρχηγούς κρατών ανάμεσά τους.
Εκείνη η 9η Μαΐου ήταν η 60ή επέτειος της συνθηκολόγησης της ναζιστικής Γερμανίας αλλά η πρώτη ρωσική Ημέρα της Νίκης που εορτάστηκε με τον «σύγχρονο» τρόπο.
«Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι», γράφει ο Μάρκο Ιμαρίζιο της Corriere della Sera, σημειώνοντας πως πρώτη φορά η νίκη κατά της ναζιστικής Γερμανίας στη Μόσχα εορτάστηκε την 24η Ιουνίου του 1945, με τα στρατεύματα του Κόκκινου Στρατού –που μόλις είχαν επιστρέψει από το Βερολίνο– να καταθέτουν τις ναζιστικές σημαίες ενώπιον του μαυσωλείου του Λένιν.
Επειτα ο Στάλιν αποφάσισε να μη δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην 9η Μαΐου, φτάνοντας, μάλιστα, στο σημείο, το 1947, να την υποβιβάσει σε κανονική εργάσιμη ημέρα, εν μέρει λόγω της ζηλοφθονίας του για την εξαιρετική δημοτικότητα του στρατάρχη Γκεόργκι Ζούκοφ αλλά και επειδή καμία επέτειος δεν μπορούσε να επισκιάζει την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Η 9η Μαΐου κατέστη εκ νέου εθνική εορτή και αργία από τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ, το 1965, ο οποίος θέσπισε, όμως, ότι θα εορταζόταν κάθε πέντε χρόνια. Ο διάδοχός του, Νικίτα Χρουστσόφ, υπήρξε αυτός που καθιέρωσε τη «λατρεία της νίκης», όπως γράφει η Corriere, επιδιώκοντας εν μέρει να μετριάσει το «μνημειωδών διαστάσεων τραύμα», δηλαδή τον ανείπωτα βαρύ φόρο αίματος (26,6 εκατ. θύματα) που πλήρωσε ο ρωσικός λαός κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, όπως έμεινε στην Ιστορία η σύγκρουση της ναζιστικής Γερμανίας με την ΕΣΣΔ στο πλαίσιο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Οσο για τον εορτασμό της 9ης Μαΐου στον 21ο αιώνα, αφού ανέλαβε την εξουσία, ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν άργησε να καταλάβει την εξαιρετική συμβολική σημασία που εξακολουθούσε και εξακολουθεί να έχει η 9η Μαΐου στη συλλογική μνήμη του ρωσικού λαού, οπότε το 2005 ο ρώσος πρόεδρος αποφάσισε να μετατρέψει την επέτειο στην «καθαρτική» –όπως τη χαρακτηρίζει η Corriere– «εκδήλωση που γνωρίζουμε και εδράζεται στον αναντίρρητο ηρωισμό που επέδειξε η ρωσική κοινωνία την περίοδο 1941-1945».
Εκτοτε, όμως, η 9η Μαΐου είναι επίσης η μέρα κατά την οποία αποκαλύπτονται καταρχάς η θέση της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή αλλά και οι όποιες βλέψεις της για το μέλλον. Πριν από μία εικοσαετία, τα διεθνή πράγματα ήταν διαφορετικά για τη Μόσχα και το Κρεμλίνο μπορούσε να μιλάει για δυναμική επιστροφή στις διεθνείς εξελίξεις χάρη στη βοήθεια που παρείχε στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου αλλά και στο φλερτ του Πούτιν με πολλούς ευρωπαίους ηγέτες. Μάλιστα ο επικεφαλής του Κρεμλίνου είχε κάνει λόγο τότε για κοινό αγώνα «ενάντια στη διεθνή τρομοκρατία», καθώς και για την πρόθεσή του να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη «διασφάλιση της ειρήνης στην Ευρώπη».
Φυσικά τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά, ενώ «ούτε φέτος θα λείψει η πλέον συνηθισμένη επικάλυψη της τρέχουσας σύρραξης στην Ουκρανία από το ένδοξο και τραγικό παρελθόν», όπως σημειώνει ο ιταλός δημοσιογράφος, επικαλούμενος πρόσφατες δηλώσεις του Πούτιν: «Η ιστορική μνήμη και όσα συμβαίνουν τώρα μας διδάσκουν τι μπορεί και πρέπει να συμβεί στο μέλλον. Μόνο κατανοώντας το τίμημα που καταβλήθηκε χθες και καταβάλλεται και σήμερα για την υπεράσπιση της πατρίδας μπορούμε να καταλάβουμε ποιοι είμαστε.
»Είναι πολύ σημαντικό οι τωρινοί μας ήρωες, όσοι μετέχουν στην Ειδική Επιχείρηση, να συνεργάζονται επίσης άμεσα με τους νέους και να λένε ανοιχτά πώς αξιολογούν ό,τι συμβαίνει στη χώρα και στον κόσμο», είπε, μεταξύ άλλων, ο ρώσος πρόεδρος, απευθυνόμενος σε συμμετέχοντες του πρώτου ομοσπονδιακού «εκπαιδευτικού μαραθωνίου» που πραγματοποιήθηκε στη Ρωσία την προηγούμενη εβδομάδα.
Φέτος στη Μόσχα πρόκειται να μεταβούν ηγέτες 19 χωρών, εκτός και αν υπάρξουν και άλλες ακυρώσεις της τελευταίας στιγμής, όπως εκείνη του πρωθυπουργού της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι, η απόφαση του οποίου να μην παραστεί τελικά στην μεγάλη παρέλαση για την Ημέρα της Νίκης, την ερχόμενη Παρασκευή, σίγουρα δυσαρέστησε το Κρεμλίνο.
Ωστόσο το ενδιαφέρον της ρωσικής ηγεσίας επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στον εκλεκτό καλεσμένο της Μόσχας, τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ ο οποίος έχει δέκα χρόνια να παραστεί στην εν λόγω εκδήλωση ενώ είχε επισκεφθεί τη Μόσχα τον Μάρτιο του 2023.
Αυτήν τη φορά, με τον ρωσικό πόλεμο στην Ουκρανία να εξακολουθεί να μαίνεται, η παρουσία του κινέζου ηγέτη στο πλευρό του Τσάρου αποσκοπεί στο να επιβεβαιώσει πως η συμμαχία Κίνας-Ρωσίας εξακολουθεί να εδράζεται σε στέρεα θεμέλια, χωρίς να επηρεάζεται καθόλου από την αναπάντεχη προσέγγιση του Λευκού Οίκου στο Κρεμλίνο (αν και μόλις τρεις μήνες μετά την έναρξή της έχει ήδη αρχίσει να κλονίζεται).
Αλλά, όπως σημειώνει στο κείμενό του ο Μάρκο Ιμαρίζιο, ενώπιον του Σι, η χώρα του οποίου αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του πολυπολικού κόσμου που οραματίζεται η Μόσχα από τον Φεβρουάριο του 2022, ο Πούτιν θα πρέπει επιλέξει πώς θα διατυπώσει την αντιδυτική ρητορική του.
Τα τελευταία τρία χρόνια ο αντιαμερικανισμός του ήταν δριμύς, υποστηρίζοντας, για παράδειγμα, το 2023 ότι η Αμερική θα «πουλούσε την ψυχή της στον διάβολο» για να βλάψει τη Ρωσία. Την ερχόμενη Παρασκευή ο ρώσος ηγέτης πιθανώς να είναι λιγότερο επιθετικός, τουλάχιστον προς τις ΗΠΑ, ενώ μάλλον θα φανεί αν όντως επιθυμεί να κάνει ειρήνη.
